Ο Αλμοδόβαρ μας ξεναγεί στον παράξενο κόσμο του

Ο Αλμοδόβαρ μας ξεναγεί στον παράξενο κόσμο του

12 αφηγήματα του Ισπανού σκηνοθέτη

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

PEDRO ALMODOVAR
Το τελευταίο όνειρο
μτφρ.: Μαρία Παλαιολόγου
εκδ. Διόπτρα, 2024, σελ. 216

«Εμαθα κάτι ουσιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, και πως η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη».

Με τεράστια απήχηση παγκοσμίως ως σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος είκοσι τεσσάρων έως τώρα ταινιών, ο Αλμοδόβαρ έχει κερδίσει τη μεγαλύτερη διεθνή αναγνώριση μετά τον Λουίς Μπουνιουέλ και έχει τιμηθεί με τα σπουδαιότερα κινηματογραφικά βραβεία. Στη συλλογή αφηγήσεων, όπως αποκαλεί ο ίδιος το βιβλίο του με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδ. Διόπτρα σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου, μπορεί κανείς, ωστόσο, να απολαύσει τη συγγραφική μαεστρία του και να ανακαλύψει έναν συγγραφέα ευφυή που σκηνοθετεί με κινηματογραφική ακρίβεια τις αφηγήσεις του.

Ο Αλμοδόβαρ μας ξεναγεί στον παράξενο κόσμο του-1Παράλληλα, μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις μεταμοντερνιστικές επιρροές της πολυσχιδούς αυτής προσωπικότητας, όπως τις εφαρμόζει αυτή τη φορά στο συγγραφικό του έργο. Ο ίδιος ο Αλμοδόβαρ γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του βιβλίου: «Οι αφηγήσεις αυτές είναι συμπληρωματικές της κινηματογραφικής μου δουλειάς: μερικές φορές μου χρησίμευσαν ως άμεση αντανάκλαση της στιγμής που βίωνα και ή έγιναν τελικά ταινίες πολλά χρόνια αργότερα («Κακή εκπαίδευση», κάποιες σεκάνς του «Πόνος και δόξα») ή πρόκειται να γίνουν. Ολα τους είναι κείμενα ενηλικίωσης (δεν θεωρώ ότι έχει τελειώσει αυτή η περίοδος) και πολλά απ’ αυτά προέκυψαν στην προσπάθειά μου να ξεφύγω από τη βαρεμάρα».

Και στα δώδεκα αυτά κείμενα διαφαίνεται με σαφήνεια πως πρόκειται για ένα είδος εικονοποιητικής αφηγηματικής, η οποία στοχεύει στην ανάδειξη της ρεαλιστικής, με υπερρεαλιστικά στοιχεία όμως εμπλουτισμένης, μυθοπλασίας. Στοιχεία μελοδραματικά και πρωτοποριακές απόψεις, συχνά αντισυμβατικές, υπάρχουν και σε αυτές τις αφηγήσεις, όπως ακριβώς και στο κινηματογραφικό έργο του συγκεκριμένου δημιουργού. Η διάχυση της αλμοδοβαρικής σκέψης στην εικόνα υφίσταται στον ίδιο βαθμό όσο και στο συγγραφικό του έργο, όπως και η θεματική διαφοροποίηση, καθώς οι ιστορίες του είναι άλλοτε ρομαντικές κάποτε ημερολογιακές, ενίοτε σπαρακτικές, εκκεντρικές ή συμβατικές, πάντοτε γραμμένες σε καταγγελτικό τόνο, ήπιο ή μη, με αυθορμητισμό αλλά και τρυφερότητα.

«Οι αφηγήσεις αυτές είναι συμπληρωματικές της κινηματογραφικής μου δουλειάς», αναφέρει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στην εισαγωγή του βιβλίου του.

Ο αναγνώστης που ακολουθεί το έργο του Αλμοδόβαρ θα ανακαλύψει στις ιστορίες αυτές γνωστούς τύπους κινηματογραφικών του ηρώων και γι’ αυτό κάποιοι είναι εξαιρετικά οικείοι. Θα αναγνωρίσει και πάλι τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του έργου του, μια και στο επίκεντρο των ιστοριών αυτών είναι ο άνθρωπος και η ανάγκη του σεβασμού της κοινωνίας προς τα πάθη ή και τα λάθη του, αλλά και η ανάγκη να ανήκει κάπου και να μπορεί να νιώσει ασφάλεια και σιγουριά εκεί, ώστε να μπορέσει να ανθήσει. Θα βρει όλες τις γνώριμες εμμονές του. Ο Αλμοδόβαρ μιλάει για την απώλεια και τη σιωπή, για τη στοργή και την αξία της στη ζωή του ανθρώπου, για τους δαίμονες της ανθρώπινης φύσης και τις αδυναμίες της. Σκύβει με αγάπη πάνω από τον άνθρωπο και στρέφει τον κινηματογραφικό του φακό στις σχέσεις που αναπτύσσει στη ζωή του, από τη σχέση με τη μητέρα του, θέμα αγαπημένο στο έργο του Αλμοδόβαρ, άλλωστε οι μητέρες «δεν χρειάζονται να κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο για να είναι ουσιώδεις, σημαντικές, αξέχαστες, διδακτικές», έως τις ερωτικές σχέσεις.

Σ’ αυτή την «αποσπασματική, ατελή και αινιγματική αυτοβιογραφία», ο Αλμοδόβαρ μιλάει για την πορεία του από την παιδική του ηλικία στις μεσαυλές των σπιτιών της Μάντσα με τις γυναίκες που πλέκουν και κουτσομπολεύουν, την καταπίεση των καθολικών σχολείων, την ασφυκτική ζωή στην επαρχιακή πόλη, την απελευθέρωσή του στη Μαδρίτη, τη γνωριμία του με την γκέι κοινότητα. Περιπλανιέται στους δρόμους και στα μονοπάτια της εφηβείας του, της ενηλικίωσής του, της μέσης ηλικίας και προσεγγίζει την ιστορία του με τη στοργή ενός δημιουργού που γνωρίζει καλά τις φωτοσκιάσεις και τα σκοτάδια, αλλά και το φως που καθορίζει τους ήρωές του. Ταυτόχρονα, αποδεικνύει πως οι τέχνες είναι αλληλένδετες και συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Ή, καλύτερα, η τέχνη είναι μία ανεξάρτητα από τον τρόπο που τελικά εκφράζεται και καταλήγει στον αποδέκτη της, για να ανακαλύψει ο ίδιος τη μυστική σχέση που τη διέπει και να απολαύσει το μεγαλείο της.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT