Φθηνή απομίμηση ντανταϊσμού

Η παράσταση «Και λέγε λέγε» της Λένας Κιτσοπούλου στο Θέατρο Τέχνης πνίγεται στη χυδαιότητα και τις ύβρεις

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ρωτάω τον ταμία μπαίνοντας, γιατί βρωμάει σκατίλα το θέατρο;
“Ηρθαν οι θεατές”, μου απαντάει».
«Και λέγε λέγε»

Υποθέτω ότι η Λένα Κιτσοπούλου έχει σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου της, κάπου στο κέντρο ή στην περιφέρεια, συνειδητά ή ασυνείδητα, το κίνημα των Ευρωπαίων ντανταϊστών και ίσως ονειρεύεται τη στιγμή που το κοινό θα αντιμετωπίσει την παράσταση όπως οι Γάλλοι θεατές, που εκτόξευαν προς τη σκηνή της παριζιάνικης αίθουσας «Γκαβώ» ώριμα ζαρζαβατικά, αλλά και ωμά κρέατα που είχαν προμηθευτεί από το γειτονικό κρεοπωλείο.

Μόνο που όλα αυτά γίνονταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και όπως κάθε τι μοντέρνο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το «Nταντά» δοκιμάστηκε και εν τέλει αφομοιώθηκε από τα σουρεαλιστικά ρεύματα που το διαδέχτηκαν. Αν η Κιτσοπούλου προσδοκά ένα σκάνδαλο παρόμοιο με τα ευτράπελα του 1920, το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να το βιώσει όσο κι αν απευθύνεται με χυδαίες κι επαναλαμβανόμενες υβριστικές εκφράσεις σε ένα κοινό, υποψιασμένο ωστόσο εκ των προτέρων για τις διαθέσεις της. Η ίδια πάντως στο νέο της έργο με τον λογοροϊκό τίτλο «Και λέγε λέγε», επιμένει: «Είστε σκατά μέσα στον κώλο. Οταν το σκατό βγαίνει από τον κώλο υπάρχει μία ικανοποίηση. Οταν εσείς βγαίνετε, δεν υπάρχει καμία ικανοποίηση». Συμπέρασμα: «Το σκατό είναι καλύτερο από εσάς…!».

Το δραματουργικό εύρημα ταυτίζεται με τη σκηνοθετική εστίαση: αποτελούμε μέρος της παράστασης, εμείς ως «σκατοκουράδες» και «κωλάνθρωποι», εκείνη ως ηγέτις – δημιουργός, αντισυμβατική και «αιρετική» καλλιτέχνις, εγκλωβισμένη στην αυτάρεσκη έκφραση μιας εγωπαθούς εξωστρέφειας.

Παρακμιακό σκυλάδικο…

Και όλη αυτή η ηχητική δυσοσμία εντείνεται όταν δεν υπακούμε στις εντολές να κρατάμε το «Τ» ως ρυθμικό μοτίβο του ρεφρέν «Τίποτα δεν γίνεται! Ετσι θα το συνεχίσουμε! Δεν θα γίνει τίποτα για ένα τέταρτο… Τίποτα ποτέ!». Ολο το πρώτο μέρος της παράστασης εκτυλίσσεται σε ένα παρακμιακό ξενυχτάδικο με την τραγουδίστρια Σάσα Μπάστα και τον «Γύφτουλα» να πρωταγωνιστούν σε ένα συνονθύλευμα σατιρικών σκηνών, χαλαρής δραματουργικής συνοχής και αλληλουχίας. Ο θίασος αναφωνεί: «Ελα, δώσε! Παλαμάκι… Πάμε όλοι μαζί! Οπα πάμε! Η ζωή είναι ένα πάρε δώσε… Δώσε δώσε».

Οι οδηγίες καταιγιστικές. Οι θεατές πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση. Καλούνται επιτακτικά να πουν «ναι, ναι, ναι, το ‘χεις, έλα, έλα» ή «τσου, τσου, τσου», οι μισοί πρέπει να φωνάζουν «Σάσα» και οι άλλοι μισοί «Μπάστα». Ο μονόλογος της Ιωάννας Μαυρέα περί αναλογίας καραόκε και ζωής, σε ύφος εμφανώς επιθεωρησιακό, καταλήγει στο βαθυστόχαστο σύνθημα: «Καραόκε είναι η ζωή, πάρτε το σαν συμβουλή!».

Οι πρωταγωνιστές του σκυλάδικου μάς υπόσχονται ότι ακολουθούν φοβερές και δελεαστικές εκπλήξεις.

Καημένε Τσέχωφ

Οντως, η μεγάλη ανατροπή έρχεται στο δεύτερο μέρος της παράστασης, όπου ο γνωστός αυτοαναφορικός, χωρίς όριο καταγγελτικός λόγος της Κιτσοπούλου στρέφεται στον «Γλάρο». Παρωδεί τους τσεχωφικούς ήρωες που ονειρεύονται τον έρωτα, φιλοσοφούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας, θερινής ραστώνης και δραματικής αδράνειας. Ολα τινάζονται βέβαια στον αέρα.

Σ’ αυτήν την παρώδηση της τσεχωφικής δραματουργίας, η Κιτσοπούλου χάνει τον έλεγχο του δραματικού υλικού και επαναλαμβάνει όλα τα θέματα που έχει επεξεργαστεί και στον «Φρανκενστάιν». Παιδεραστία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική κακοποίηση, σεξισμός. Και κάπου μέσα σε όλα αυτά γεννιέται και ο έρωτας! Κάπως αυθαίρετα, χαοτικά και ασυνάρτητα συνοψίζει όλα τα οικεία θεματικά μοτίβα, με αποκορύφωμα τον ακρωτηριασμό της γλώσσας, αλλά όχι της σκέψης της.

Η ίδια στον ρόλο της αλκοολικής Μάσα σέρνεται στη σκηνή με βλέμμα απλανές, αυνανίζεται, χασμουριέται και ξερνάει αίμα στο άκουσμα του «Εθνικού Θεάτρου», του «Χουβαρδά», του «Μοσχόπουλου».

Αν η σκηνοθέτις προσδοκά ένα σκάνδαλο παρόμοιο με τα ευτράπελα του 1920, το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να το βιώσει.

Προφανώς διακρίνεται από άρση των αναστολών και αρέσκεται να τραγουδάει το «Προσωπικά» της Ελένης Δήμου, προκαλώντας να την ακούσουμε και να συμμετέχουμε στην «καψούρα» της, στο πάθος και τον καημό της. «Θα το πούμε πολλές φορές αυτό το τραγούδι, γιατί μ’ αρέσει», δηλώνει αυθόρμητα.

Στο σκηνοθετικό της «μήνυμα» εξομολογείται ότι είναι ερωτευμένη και η έμπνευση της νέας της παράστασης αντλείται από το «Και λέγε λέγε» του Στράτου Διονυσίου, από τον Τσέχωφ και γενικώς από τον έρωτα. Η αλήθεια είναι ότι η σύνδεση με το ερωτικό συναίσθημα είναι μία πρόφαση, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι η παράσταση εξαγγέλθηκε από τον Ιανουάριο ως «μία επιστημονική διείσδυση στον έρωτα».

Ο πυρήνας των ηθοποιών (Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Γιάννης Κότσιφας, Πάνος Παπαδόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης) ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του ιδιότυπου σκηνικού κώδικα, με ερμηνείες που απέδωσαν την υπερβολή και το κωμικό περίβλημα του γκροτέσκο στα καίρια σημεία της σάτιρας και της υπερβολής.

Η χρυσή κουρτίνα της αυλαίας κλείνει. Tο σκηνικό αποτέλεσμα παραμένει μετέωρο και το ερώτημα πλανάται βασανιστικό: εξαντλείται η έμπνευση;

*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT