Stranger than kindness

Μήπως τελικά βλέπαμε έναν διασκεδαστή που είχε έρθει από την κόλαση και τώρα βρισκόταν εν ειρήνη με τον παλιό του εαυτό;

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο Νικ Κέιβ έπαιξε στο πιάνο το «Sad Waters», κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Επρεπε όμως η συναυλία να πλησιάσει στο τέλος της, για να επιβεβαιωθεί η αμηχανία που ένιωθα καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, παρέα με τον μπασίστα των Radiohead, Κόλιν Γκρίνγουντ. Ηταν η στιγμή που τραγούδησε το «Stranger than kindness», το πιο στοιχειωμένο τραγούδι του καταλόγου του. Και μάλιστα όχι γραμμένο από τον ίδιο.

Πάντως, ο ευγενέστατος κύριος και η δεκαεξάχρονη κόρη του, που κάθονταν δίπλα μου, ήταν ενθουσιασμένοι. Προηγουμένως, μου είχαν δείξει μια σέλφι που είχαν τραβήξει μαζί του: δύο χαρούμενα πρόσωπα δίπλα σ’ έναν ψηλόλιγνο τύπο που είχε μπει κάπως βιαστικά στο κάδρο και το βλέμμα του έμοιαζε με ερωτηματικό: «Τι στο διάολο κάνω εδώ;».

Πρώτη φορά τον είχα δει πριν από τριάντα χρόνια. Και παρόλο που θυμάμαι λεπτομέρειες από κείνη την ανοιξιάτικη μέρα, μέχρι να φτάσω στο γήπεδο του Περιστερίου, δεν θυμάμαι τίποτε από τη συναυλία. Θυμάμαι μόνο την απόστασή μου από τη σκηνή. Μου φαινόταν τεράστια. Και ταυτόχρονα πολύ μικρή. Λες και μπορούσα ν’ αγγίξω το μικρόφωνό του. Ενώ τώρα, που καθόμουν σε μια καλή θέση στην πλατεία της κεντρικής σκηνής, η απόσταση ήταν τόσο μικρή που όλο μεγάλωνε από τραγούδι σε τραγούδι: «Girl in Amber», «Papa Won’t Leave You, Henry», «The Weeping Song» «Jubilee Street». Στο τέλος, είδα το μαύρο του πιάνο να ξεμακραίνει και να γίνεται μια κουκκίδα σκόνης, κολλημένης στη σκούρα κουρτίνα. Είχε μεγαλώσει πια. Οπως κι εγώ. Οπως όλοι.

Αλλαγές μέσα στον χρόνο

Ο Κέιβ μεταμορφώθηκε αργά, αλλά μεθοδικά, μέσα στον χρόνο: από αλάνι με τζιν μπουφάν στην πρώτη σειρά μιας συναυλίας των Saints στη Μελβούρνη, σε πάμφτωχο μουσικό που ζούσε στο Λονδίνο σαν ποντίκι, μαζί με τους Birthday Party, και από το πατάρι του στο Βερολίνο, μια φωλιά γεμάτη με βιβλία και χειρόγραφα ενός ηρωινομανούς, πατέρας στο Σάο Πάολο, για λίγο εραστής στην αγκαλιά της Πόλι Χάρβεϊ, αποτοξινωμένος ευαγγελιστής, σύζυγος της Σούζι στην αγγλική επαρχία, μάρτυρας μιας τραγωδίας, βαμπίρ, Ιησούς, Φρανκ Σινάτρα.

Ποιος ήταν, λοιπόν, αυτός που ανέβηκε στη σκηνή της Στέγης, στις 3 Ιούνη, κλείνοντας τον κύκλο των αθηναϊκών του παραστάσεων; Ενας σβέλτος εξηντάρης, με κοστούμι και βαμμένο μαλλί, που τραγούδησε δυο ντουζίνες επιτυχίες, ήπιες εκδοχές τους, επίπεδες σαν σκιές, ανακουφιστικά ανώδυνες, αφού είχε αφαιρεθεί ο τριγμός τους; Ενας παραμυθάς που έλεγε ανέκδοτες ιστορίες από τη ζωή του, λες και ήθελε να κοπιάρει την αύρα του Σπρίνγκστιν στις αυτοβιογραφικές παραστάσεις του στο Μπρόντγουεϊ; Ενα πειραχτήρι που αστειευόταν με τον Γκρίνγουντ, ο οποίος είχε μάλλον διακοσμητικό ρόλο;

Μήπως τελικά βλέπαμε έναν διασκεδαστή που είχε έρθει από την κόλαση και τώρα βρισκόταν εν ειρήνη με τον παλιό του εαυτό; Πιστεύω πως ναι. Ο Κέιβ είχε ανάγκη να επεκτείνει το κοινό του, να το καθοδηγήσει στο συναίσθημα όπως ένα κοπάδι πρόβατα στο μαντρί, ν’ ακούσει το δυνατό χειροκρότημα, ν’ απολαύσει το τρανταχτό γέλιο και τα δάκρυα. Γιατί ήθελε να γίνει βασιλιάς. Και καλά έκανε. Και αυτό δεν είναι κακό. Αλλά ούτε καλό είναι.

Δεν είναι καλό, γιατί δεν γίνεται πια να ερμηνεύσει ένα τραγούδι που, στην αυθεντική του εκτέλεση, ακούγεται σαν κόκαλο που γδέρνει τον πάτο ενός μπουκαλιού. Μερικά τραγούδια δεν γίνεται να τα τραγουδήσεις όταν είσαι υγιής, έχεις χρήματα στις τσέπες κι έχεις κάπου καλά να κοιμηθείς. Μπορείς σίγουρα να παίξεις στο πιάνο τη μελωδία του Μπλίξα Μπάργκελντ και να τραγουδήσεις τους στίχους της Ανίτα Λέιν, αλλά είναι αδύνατον να πεις το τραγούδι. Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί ο Σαββόπουλος να τραγουδήσει εδώ και χρόνια τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Ή οι εναπομείναντες Who το «My Generation». Είναι τραγικό. Χάνεις τα δικαιώματα των ίδιων σου των κομματιών. Επειδή έχεις ανταλλάξει το πιο βαθύ τους σημάδι με μια αυταπάτη ευημερίας.

Ισως γι’ αυτό, ο Κέιβ έχει θάψει βαθιά μέσα του μερικά διαμάντια που κάποτε έγραψε. Επειδή η φωνή του δεν είναι ασταθής, δεν έχει το τρέμουλο. Πώς να τραγουδήσει το «Watching Alice» ή το «Slowly Goes The Night»; Ούτε αυτός ξέρει. Είναι ο λόγος που το έχει ρίξει στο μπλόγκινγκ, στην κεραμική, στα αντικείμενα που πουλάει με τ’ όνομά του. Η μικρή βιομηχανία ενός δαίμονα. Ο Κέιβ είναι άπληστος. Απληστος για ζωή. Και η δίωρη συναυλία του στη Στέγη ήταν απόδειξη της απληστίας του. Της δίψας.

Ανεβαίνοντας με ταξί τη λεωφόρο Αθηνών, ύστερα από μια δύσκολη νύχτα, ακούω στ’ ακουστικά μια ζωντανή εκδοχή του «Stranger Than Kindness». Κάποια τραγούδια σε τρυπάνε: «Πες μου πως είμαι βρώμικος/ Ο χάρτης της επιθυμίας σου». Οι άνθρωποι είναι περίεργοι. Μπορούν να χαμογελάνε καλοσυνάτα, αλλά να είναι απίστευτα σκληροί. Τo ’87, ο Κέιβ βρισκόταν στο χείλος του θανάτου από τις καταχρήσεις. Επομένως, χαίρομαι που ζει. Το ταξί μ’ αφήνει έξω από το σπίτι. Ακόμη κι αν εξακολουθώ να μην ξέρω τι σημαίνει σπίτι. Γιατί, ακόμη κι εκεί, δεν έπαψα να νιώθω λίγο ξένος: «Δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει ψωμί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT