Μια ξένη γράφει για τη δική σου εφηβεία

Μια ξένη γράφει για τη δική σου εφηβεία

Ενα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά και αυτοσαρκασμού

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΡΑΪΜΟ
Ας πούμε πως είμαι εγώ
μτφρ. ∆ήμητρα ∆ότση
εκδ. Δώμα, 2024, σελ. 216

Αυτό είναι ένα από τα ομορφότερα βιβλία που θα διαβάσουμε φέτος, κι ακόμη δεν ξεκίνησε καλά καλά το καλοκαίρι. Είναι αστείο, είναι συγκινητικό, είναι πικρό και πέρα για πέρα αληθινό. Και επινοημένο ταυτόχρονα; Μπορεί. Εξακολουθεί όμως να είναι αληθινό, από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα. Επίσης είναι ένα τρομερά προσωπικό βιβλίο. Και δεν εννοούμε τη συγγραφέα του εδώ — εννοούμε εμάς. Η Ράιμο γράφει για τον εαυτό της, για τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια, για την οικογένειά της, για τους πρώτους της έρωτες, για τα ταξίδια της και τις ανασφάλειές της, και νιώθουμε διαρκώς πως είμαστε εμείς που μιλάμε με το στόμα της.

Μια ξένη γράφει για τη δική σου εφηβεία-1Οι αναμνήσεις της γίνονται και δικές μας. Δεν χρειάζεται να έτριβαν κι εμάς όταν ήμασταν παιδιά με διάλυμα ξιδιού και οινοπνεύματος για να αποφύγουμε τη λύσσα επειδή βρεθήκαμε κοντά σε κάτι άγνωστα σκυλιά, αλλά ποιος ξέρει: μπορεί πράγματι να το έκαναν. «Στην οικογένειά μου […] πάντα μεταχειριζόμασταν την αλήθεια σαν να ήταν μια άσκηση ύφους, η πληρέστερη έκφραση της ταυτότητάς μας. […] Ξεχνάμε εντελώς ποιο ήταν το αρχικό ψέμα ή ακόμη και το ότι πρόκειται για ψέμα» (σ. 205). Και, ναι: να που δεν ήταν μόνον οι δικοί μας άνθρωποι «τρελοί» και παράξενοι και γεμάτοι ιδιοτροπίες. Ολοι τους είναι, τελικά. Τι ανακούφιση να διαβάζεις για τον εαυτό σου στο βιβλίο ενός άλλου. Κάποιος, αυτή η σαρανταπεντάχρονη Ιταλίδα συγγραφέας, ανέλαβε να το κάνει για εμάς. Και με τι στυλ.

Αυτό εδώ είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή ένα autofiction ενηλικίωσης. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα αυτοσαρκασμού. «Οποιος δεν έχει υπάρξει ποτέ του δυσκοίλιος, δεν μπορεί να καταλάβει την απελπισία αυτών των ατελείωτων λεπτών, την αργή περιπλάνηση στην ερημιά ενός κενού χρόνου, την ανάγκη να παραδώσεις τα όπλα. […] Καμιά φορά ακούω συγγραφείς να μιλάνε για την απόγνωση που νιώθουν μπροστά στη λευκή σελίδα. […] Η δική μου απόγνωση ήταν αλλιώτικη» (σ. 49-50). «Η προσπάθεια να διαβάσω είναι πάντα αντιπαραγωγική. Αν το βιβλίο είναι καλό, σκέφτομαι ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να γράψω κάτι ανάλογο, οπότε ποιος ο λόγος να παιδεύομαι με το γράψιμο; Καλύτερα να κόψω τα πάντα. […] Να φυτοζωώ, να κοιμάμαι συνέχεια, και τέρμα» (σ. 59).

Η συγγραφέας αποδομεί σαρκαστικά το είδωλό της και το ανασυνθέτει, επουλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληγές της.

Τα πορτρέτα των γονιών της, του αδελφού της («Μου είπε ότι η περεστρόικα ήταν το σημάδι που είχε ο Γκορμπατσόφ στο μέτωπο. Κι εγώ το ‘χαψα, το πίστευα μέχρι και τη δευτέρα γυμνασίου, οπότε και το έγραψα σε μια έκθεση, την οποία η φιλόλογος εκφώνησε, τελείως σαδιστικά, μπροστά σε όλη την τάξη», σ. 108), των υπόλοιπων συγγενών της, αλλά και τρίτων ανθρώπων, φίλων και εραστών, είναι τόσο πλούσια, που σχεδόν σκανδαλίζεσαι όταν συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχουν κι άλλα, πολλά, μυθιστορήματα σκαρωμένα επάνω τους. «Το απόγειο της παραδοξότητας», όπως θα έλεγε και ο πατέρας της, τη στιγμή που θα έχτιζε ακόμη έναν τοίχο στο μικρό διαμέρισμά τους στη Ρώμη. Τρυφεράδα και ευθύτητα, τραχύτητα και συγκίνηση, κωμικές και ντροπιαστικές στιγμές, ξεκαρδιστικές και πένθιμες – όλα είναι εδώ, πέρα για πέρα αληθινά, ακόμη και όταν δεν είναι.

Κορίτσι – γυναίκα – μαμά

Είναι ένα βιβλίο για το φύλο επίσης, για τα κορίτσια, για την ανακάλυψη της γυναικείας ταυτότητας, για την υπέρβαση της «μοίρας» που θέλει ένα κορίτσι να γίνεται γυναίκα και από εκεί, γρήγορα γρήγορα, μαμά.

Η Βερόνικα Ράιμο και η ηρωίδα της, η Βερόνικα Ράιμο, δεν έχουν παιδιά, δεν θέλουν παιδιά, ούτε έχουν κάποιο «μητρικό ένστικτο»: «Ηταν η εποχή που πολλοί γνωστοί μου αποκτούσαν παιδιά ή ανακάλυπταν πως είχαν δυσανεξία στη γλουτένη» (σ. 135). Ενα μυθιστόρημα για τη γυναικεία ανεξαρτησία και χειραφέτηση. Δροσερό όταν τείνει να γίνει θλιβερό, ελευθεριακό και αστείο διαρκώς, αυθόρμητο και προσεκτικά δομημένο, χτισμένο ανάμνηση την, επινοημένη ή μη, ανάμνηση. Μνήμη και μυθοπλασία, φύλο και εαυτός, οικογένεια και μοναξιά, λογοτεχνία και πραγματικότητα, όλα εδώ καλωσορίζουν το ένα το άλλο, αγκαλιάζονται και κάθονται να πιουν ένα ποτήρι κρασί. Χωρίς να μιλούν απαραίτητα.

Είναι ένα μικρό βιβλίο, αλλά τσακίσαμε τόσο πολλές σελίδες του για να ξαναγυρίσουμε σε αυτές, που πια μοιάζει διπλάσιο.

Η μετάφραση είναι απολαυστική. Τόσο που θα ήθελες να ήξερε ελληνικά η Ράιμο για να τη χαρεί. Ζητήσαμε από τη μεταφράστρια Δήμητρα Δότση να μας πει δυο λόγια, και την ευχαριστούμε πολύ που το έκανε. Να τι λέει: «Αυτή η εξομολογητική ιστορία, που ξεχειλίζει από (αυτο)σαρκασμό και χιούμορ, που άλλοτε γίνεται καυστική και ανίερη κι άλλοτε γλυκόπικρη και σκληρή, λέει τα ανείπωτα όχι μόνο μιας γυναίκας που αφηγείται τη ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της, αλλά εντέλει μιας ολόκληρης γενιάς.

Το “Ας πούμε πως είμαι εγώ” μπορεί να ανήκει στο δημοφιλές, στις μέρες μας, είδος της αυτομυθοπλασίας, όμως αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει και να αγαπιέται ανά τον κόσμο είναι η καθαρή του ματιά απέναντι σε ό,τι μας έχει γεννήσει, σε ό,τι μας περιβάλλει, σε ό,τι μας κυκλώνει ασφυκτικά και μας καταπιέζει, απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. Και η Ράιμο το κάνει με έναν μοναδικό, παιγνιώδη τρόπο: αποδομεί σαρκαστικά το είδωλό της και το ανασυνθέτει, επουλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληγές της».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT