Στο αυλιδάκι

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν ακριβώς όπως το περιέγραφε στο βιβλίο της, με τον τόσο καίριο αυτοπροσδιοριστικό τίτλο, «Το ευχαριστημένο». Οπως το θυμάμαι πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια, μια μικρή εσωτερική αυλή με μερικές γλάστρες και τα φροντισμένα φυτά τους, μια δυο πάνινες πολυθρόνες και φως που ερχόταν, καταλυτικό και εκθαμβωτικό κάποτε, άνωθεν σε αυτό το μικροσκοπικό αίθριο. Ενδεχομένως να το κατασκευάζω εξαρχής κατά το δοκούν της μνήμης. Είπαμε, πέρασαν μια ή και δυο ζωές από τότε. Κάποιες αρκετές μέρες εκείνου του καλοκαιριού στο μητροπαράδοτο σπίτι της Μαρίνας Καραγάτση, η διαδρομή Γυάλια-Χώρα ήταν η πλέον συνήθης, πλάι στις υπόλοιπες προς τις Στενιές για φρουτάλια και σπανιότερα προς το Κόρθι, φόρτωνε αρκετά συχνά από τις συννεφιές της Βουρκωτής, που τις έπαιρνε ο δαιμονισμένος αέρας. Φόρτωνε επειδή και προσωπικά ήμουν κάτω από τον ουρανό ενός πένθους, που καθένας μας μια φορά κάνει στη ζωή του, αλλά μια φορά κατ’ επανάληψη ώσπου αυτό να πληρωθεί, να γίνει καπνός για να τον πάρει το μελτέμι. Από τα ράκη αυτού του ίδιου ξεθωριασμένου πλέον πένθους, όπως τα μαύρα ρούχα όταν έχουν εκτεθεί πια επί πολύ στον ήλιο κι έχουν ξασπρίσει, παίρνει το ξέθωρο μελάνι της κι η γραφίδα γι’ αυτό το ελάχιστο ίχνος με αφορμή την οριστική πια φυσική απουσία της Μαρίνας Καραγάτση.

Ωριμη νεότητα

Ηταν διαρκώς σε μια συνθήκη ώριμης νεότητας. Και όταν τη γνώρισα από τον Θανάση Νιάρχο στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα και όταν τη συναναστράφηκα στη συνέχεια, αλλά και όταν τα τελευταία είκοσι χρόνια τη συναντούσα τυχαία. Ωριμη νεότητα θα πει πως ακόμη κι όταν το σώμα, με το κρεμασμένο δεξί χέρι της, δήλωνε τη δυσκολία και το βάσανο όχι μόνον της ηλικίας, η ψυχή είχε πάντα το σφρίγος να παλεύει, να χαίρεται, να χαμογελάει, να γελάει δηκτικά ή να αυτοσαρκάζεται, να θλίβεται τελικά. Ζωντανή: αυτό θα πει ώριμη νεότητα. Με τους θυμούς και τους σαρωτικούς ενθουσιασμούς, με την περιέργεια και την απουσία παραίτησης και τις ενίοτε νευρικές κινήσεις κάποιου που επιμένει να συμμετέχει, να γεύεται τη ζωή από την πλώρη των πραγμάτων. Σε μια, ίσως την τελευταία, τυχαία μας συνάντηση εκεί στα Γυάλια, «με τα μαγιώ και τις ομπρέλες», μου μιλούσε για τον εγγονό της και το πώς τον περιέβαλε με τα λόγια της σε μια συζήτηση που είχε μαζί του, λόγια για μια αγκαλιά. Πίσω μας το χτήμα με τα αιωνόβια κυπαρίσσια στην αριστερή άκρη της παραλίας, εκεί όπου συνήθως σταλιάζαμε, δίνει μια σχεδόν μεταφυσική αίσθηση στο μέρος, ακόμη κι όταν λυσσομανάει ο βοριάς, από τον οποίο αυτό το αριστερό τμήμα είναι αρκετά καλά προφυλαγμένο. Σαν ένα μέρος όπου πιο δύσκολα αγκιστρώνεται η μανιακή κίνηση του βορινού ανέμου, που ξεμυαλίζει.

Ακόμη κι όταν το σώμα δήλωνε τη δυσκολία και το βάσανο, η ψυχή είχε πάντα το σφρίγος να παλεύει, να χαίρεται, να χαμογελάει, να γελάει δηκτικά ή να αυτοσαρκάζεται.

Ομως η Μαρίνα ήταν αυτό το εσωτερικό ξωτικό. Η ησυχία του σπιτιού της Ανδρου, όσο κι αν μαινόταν το μελτέμι και η ζωή, σχεδόν μονωμένη και δροσερή. Η αστική και πολυπληθής, εύτακτη αφήγηση για την οικογένεια με τις ταλαιπωρίες και τις έγνοιες της, για τα έργα των δικών της. Οι συναντήσεις με τους άλλους, περισσότερο ή λιγότερο επώνυμους της αθηναϊκής κοινωνίας και των λογοτεχνικών συναναστροφών, ήταν ένας κόσμος ολόκληρος μιας εσωτερικής υποδοχής με όλες τις όψεις των ανθρώπινων συμπεριφορών να κυκλοφορούν και να σχολιάζονται σε μια προσπάθεια να τους εννοήσει ακόμη κι όταν άγγιζε πτυχές, όχι εύκολες ούτε ευχάριστες. Αλλωστε διέθετε ένα, παρόμοιο με του πατέρα της όπως θησαυρίζεται στα μυθιστορήματά του, ανοιχτό πνεύμα συναισθηματικής ανεξιθρησκείας απέναντι σε ό,τι δεν ήταν πάντα αποδεκτό ή ήταν σκοτεινό. Αυτό βεβαίως είχε τις ρίζες του εξίσου, αν όχι κυρίως, στη θαυμαστή Νίκη Καραγάτση, της οποίας η σιωπηλή φιγούρα κατοικοέδρευε σταθερότερα στα ενδότερα της κόρης, πιο πολύ κι από την εκφραστικά περισσότερο παρούσα θυελλώδη πατρική πλευρά, η οποία ερχόταν συχνότερα στο προσκήνιο. Αυτή η γυναίκα, που αποτελούσε μια εσωτερική σταθερά για τη Μαρίνα, υπήρξε ίσως το έρμα της.

Η γραφή ήταν βεβαίως το μεγάλο της αιτούμενο, που κατάφερε να το πραγματώσει με το «Ευχαριστημένο» και ίσως με το επόμενο που ετοίμαζε ενώ ήξερε, όπως μου είχε πει ειρωνικά, ότι «ε, δεν είμαι και καμιά μεγάλη συγγραφέας». Ωστόσο οι συγγραφείς δεν κρίνονται κάποτε παρά και από την ποιότητα του ενός και μόνον βιβλίου. Παρά την αγάπη που είχε η ίδια για τα δύο βιβλία της «Λίθινες εικόνες της Ανδρου» και «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70», ο τόπος-οι άνθρωποι-τα κτίσματα, για τα οποία ήταν πολύ περήφανη, ειδικά επειδή τα είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογό τους ο Σταύρος Πετσόπουλος και οι εκδόσεις Αγρα. Λίθινες εικόνες και ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όπως στο δεύτερο βιβλίο της από την Ανδρο, μένουν πλέον. Οι λιθογραφίες της μνήμης. Λιθογραφίες σχεδόν και ανακατασκευές αυτού του εσωτερικού ξωτικού που ήταν η Μαρίνα Καραγάτση της οδού Χάριτος αλλά του σπιτιού στην Πλακούρα της Χώρας πλάι στην έρημη προκυμαία, που δεν το πιάνει η κίνηση των τουριστών, ανάμεσα στο εκκλησάκι της Παναγιάς Θαλασσινής και το ερειπωμένο κουφάρι του Ξενία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT