Μπενζαμέν Βοτιέ: Ο αιρετικός «Μπεν» και το μουσείο αφορισμών του

Μπενζαμέν Βοτιέ: Ο αιρετικός «Μπεν» και το μουσείο αφορισμών του

Ο Μπενζαμέν Βοτιέ (1935-2024) με το ελεύθερο –συχνά προκλητικό– πνεύμα είδε τα έργα του να συμπεριλαμβάνονται σε μερικές από τις πιο σημαντικές συλλογές ανά τον κόσμο

4' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας σπουδαίος Γάλλος καλλιτέχνης, άγνωστος πάντως στο ευρύ κοινό, ο Μπενζαμέν Βοτιέ, γνωστός στον χώρο της τέχνης και ως «Μπεν», έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, στα 89 του χρόνια. Γεννημένος το 1935 σε γαλλική οικογένεια που ζούσε στη Νάπολη, μετοίκησε με τη μητέρα του στη Νίκαια το 1949, όπου 23 ετών άνοιξε σε μια καλλιτεχνική γειτονιά στο κέντρο της πόλης ένα μικρό παλαιοπωλείο. Εχοντας πάρει άδεια αντικέρ, αγόραζε και πουλούσε μεταχειρισμένους δίσκους, φωτογραφικές μηχανές και διάφορα ασυνήθιστα συλλεκτικά κομμάτια, από παλιά παιχνίδια μέχρι βιβλία. Εκείνο το ιδιότυπο δισκάδικο που όσο περνούσε ο καιρός γέμιζε ασφυκτικά με ένα πολύβουο, ετερόκλητο πλήθος αντικειμένων, κατέληξε να μοιάζει περισσότερο με εικαστική εγκατάσταση παρά με εμπορικό κατάστημα.

Αυτό όμως που πρωταγωνιστούσε στους ατμοσφαιρικούς χώρους του ήταν οι αφορισμοί του ίδιου του «Μπεν, όλοι τους χειρόγραφοι με ένα γραφικό χαρακτήρα που θύμιζε αναγνωστικό του Δημοτικού. Πλαισιωμένοι μέσα σε σκούρα, άδεια κάδρα, στοιχισμένα με άναρχο τρόπο σε κάθε σπιθαμή τοίχου, έστελναν σουρεαλιστικά μηνύματα γεμάτα κωμικό μισανθρωπισμό: «Σκατά σε αυτόν που το διαβάζει», έλεγε ένα από αυτά, «Συλλέγω μεταχειρισμένες οδοντοστοιχίες», κάποιο άλλο. «Η πραγματικότητα αλλάζει την τέχνη», αναγραφόταν με μεγάλα γράμματα στην κορυφή ενός κατάμαυρου τοίχου, ενώ κάπου αλλού εμφανιζόταν το κυνικό και κοφτό «Τίποτα δεν αλλάζει».

Με αυτήν την ανέμελη, δήθεν «αθώα» καλλιγραφία, άρχισε να «εκπέμπει» ασταμάτητα από το 1953 και μετά (ξεκινώντας με το «Πρέπει να φας. Πρέπει να κοιμηθείς») υπαρξιακά ερωτήματα και προβοκατόρικους στοχασμούς. Συχνά γινόταν δηλητηριώδης και σαρκαστικός, βιτριολικός απέναντι στον χώρο της σύγχρονης τέχνης – όπως σε μια φωτογραφία του από το 2007, όπου στέκεται συνοφρυωμένος σε δημόσιο χώρο, κρατώντας με το ένα χέρι μια γλάστρα με έναν κάκτο με φαλλικό σχήμα και με το άλλο ένα μαύρο ταμπελάκι με τη φράση: «θα ήθελα να είμαι αυτός ο κάκτος στον πισινό της τέχνης».

Υπήρχαν όμως και οι στιγμές που η γραφή του γινόταν ποιητική, όπως σε εκείνο το έργο του 1992, όπου είχε γράψει σε μαύρο φόντο και με πολύχρωμα γράμματα: «Οι λέξεις είναι όπλα – το βάρος των λέξεων – τα λόγια της φυλής – τα λόγια της αγάπης – ανάμεσα σε δύο λέξεις – οι λέξεις παγίδα – ο φόβος των λέξεων – μια λέξη για μια άλλη – η μνήμη των λέξεων – η λέξη του τέλους».

Εκείνο το μικρό μαγαζί, αυτοσχέδιο μουσείο χειρόγραφων αφορισμών, ονομάστηκε «Εργαστήριο 32» (Laboratoire 32) λόγω του αριθμού της οδού στο οποίο βρισκόταν. Πολλοί το έλεγαν απλά «Το μαγαζί του Μπεν», ενώ του ιδίου του άρεσε να το αποκαλεί «Ο,τι να ‘ναι» (N’importe quoi). Αυθόρμητα έγινε αξιόλογος χώρος πολιτισμού για την πόλη, φιλοξενώντας συναντήσεις, δρώμενα και εκθέσεις. Στον ημιώροφό του, σε ένα χώρο μόνο εννέα τετραγωνικών μέτρων, δημιουργήθηκε μια «γκαλερί τσέπης» που βαφτίστηκε «Ο Μπεν έχει αμφιβολίες για τα πάντα». Εκεί έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση σημαντικοί εκπρόσωποι της Σχολής της Νίκαιας (ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε την περίοδο μεταξύ 1960-75), κάποιοι από τους οποίους έμελλε να γίνουν και διεθνείς, όπως ο εικαστικός Ρομπέρ Φιλιού και ο συνθέτης Λα Μόντε Γιανγκ. Κομμάτι αυτής της γενικότερης τάσης ήταν και το κίνημα Fluxus, που από τις αρχές του ’60 είχε συσπειρώσει καλλιτέχνες με το κοινό όραμα να συνδέσουν τη ζωή με την τέχνη. Στο πλαίσιο αυτό, ο «Μπεν» έκανε για τα επόμενα δέκα χρόνια μια σειρά από δράσεις που ονόμασε «Χειρονομίες» (Gestes), ανάμεσά τους και το να… ζήσει επί δύο βδομάδες στη βιτρίνα της Gallery One στο Λονδίνο (1962) ή να φωνάξει μέχρι να χάσει τη φωνή του (Hurler, 1964). Το 1971 άφησε δημοσίως μια «μύξα να κυλήσει από τη μύτη μου» και το 1972 προκάλεσε σκάνδαλο επιδεικνύοντας στο Κέντρο Πομπιντού ένα ποτήρι με τα ούρα του.

Στο «Εργαστήριο 32» πάντρεψε οργανικά την καθημερινότητα ενός εμπορικού καταστήματος με ένα «ζωντανό γλυπτό» που συνεχώς εξελισσόταν, ενσαρκώνοντας έτσι τη φιλοσοφία του Μαρσέλ Ντισάν, κατά την οποία «τα πάντα είναι τέχνη». Οπως θα έγραφε και ο ίδιος στην εφημερίδα Le Patriot το 1963, ακόμη και «το να πεθαίνεις είναι ένα έργο τέχνης».

Το 1973 ο χώρος έκλεισε, αλλά ένα χρόνο μετά είχε την τύχη να αποκτήσει δεύτερη νιότη. Αγοράστηκε από το Κέντρο Πομπιντού και αποσυναρμολογήθηκε, ξανασυναρμολογήθηκε και με κάποιες προσθήκες και μετατροπές έγινε μόνιμο έκθεμα μέσα στο εμβληματικό «Μπομπούρ» στο Παρίσι, όπου στέκεται σαν ένα εντυπωσιακό υβρίδιο, ταυτόχρονα σαν γλυπτό, εγκατάσταση και περφόρμανς. Ο «Μπεν» υπήρξε υπέρμαχος των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Υπερασπίστηκε την οξιτανική γλώσσα, ένα ιδίωμα της νότιας Γαλλίας και κάποιων περιοχών της Καταλωνίας και της Ιταλίας. Το 2014, στους στοχασμούς που αναρτούσε αφειδώς στον πληθωρικό του ιστότοπο, είχε γράψει τα εξής: «Aν η Γαλλία χρωστούσε στον λαό του Μάλι με την αναγνώρισή του, την αποδοχή της διαφορετικότητάς τους και το δικαίωμά τους να διαχειριστούν τη μοίρα τους, θα έπρεπε να αναγνωρίσει το ίδιο και στους Κορσικανούς, στους Βάσκους, στους Βρετόνους, στους Καταλανούς, στους Φλαμανδούς, και οι Αγγλοι να κάνουν το ίδιο για τους Σκωτσέζους και τους Ουαλλούς».

Το έργο του συμπεριλαμβάνεται σε μερικές από τις πιο σημαντικές συλλογές ανά τον κόσμο, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMa) της Νέας Υόρκης, το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι και το Museo Reina Sofía στη Μαδρίτη.

Αυτοκτόνησε με την κυνηγετική του καραμπίνα, μία ημέρα μετά τον θάνατο της γυναίκας του από εγκεφαλικό επεισόδιο, στο σπίτι όπου ζούσε μαζί της από το 1975, σε ένα λόφο σε προάστιο της Νίκαιας. Με την ανακοίνωση του θανάτου του, ο δήμαρχος της πόλης Κριστιάν Εστροζί δήλωσε πως ήταν «αναστατωμένος και απαρηγόρητος», μιλώντας για έναν «τεράστιο καλλιτέχνη» που η πόλη του υπόσχεται έναν φόρο τιμής «στο ύψος της ιδιοφυΐας του». Με ανάρτησή της στο Χ, η υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας Ρασίντα Νταντί τον αποκάλεσε «θρύλο», υπογραμμίζοντας πως «θα μας λείψει πολύ το ελεύθερο πνεύμα του, αλλά η τέχνη του θα συνεχίσει να κάνει τη Γαλλία να λάμπει σε όλο τον κόσμο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT