Αναδρομή στην ακμή της επιθεώρησης

Το «Τότε, τώρα, πάντα» του Σταμάτη Φασουλή είναι μια γέφυρα από το Ελεύθερο Θέατρο της δεκαετίας του ’70 έως το σήμερα

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το επιθεωρησιακό θέαμα «Τότε, τώρα, πάντα», που σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής και ανεβαίνει στο «Αλσος», λειτουργεί ως γέφυρα μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν της επιθεώρησης, του σημαντικού είδους θεάτρου με μουσική αλλά και τόσο παρεξηγημένου. Μια «αβάσταχτη ελαφρότητα» διακρίνει την επιθεώρηση λόγω της σκηνικής τυποποίησης των επιθεωρησιακών μορφών και των χορογραφημένων φαντασμαγορικών διαλειμμάτων, των οπτικοακουστικών εφέ, των καθιερωμένων περιβλημάτων κωμικών και σατιρικών στοιχείων, άλλοτε αιχμηρών και σπιρτόζικων και άλλοτε παγερά αδιάφορων.

Το «Τότε, τώρα, πάντα», ως γνήσιο προϊόν του ποιοτικού εμπορικού θεάτρου, ισορρόπησε αρμονικά πάνω στο νήμα που συνδέει το Ελεύθερο Θέατρο της δεκαετίας του ’70 με το σύγχρονο θέατρο και λειτουργεί σαν μια αναδρομή στην ακμή της επιθεώρησης, όταν η πολιτική σάτιρα του «…Και συ χτενίζεσαι» (1973) έδινε νόημα στο ιδεολογικό τρίπτυχο «τέχνη – κοινωνία – πολιτική».

Καυστικά, όχι φθηνά

Ο Φασουλής υπογράφει και τα σατιρικά κείμενα μαζί με τους Θοδωρή Αθερίδη, Μανίνα Ζουμπουλάκη, Βαγγέλη Νάση και Πέπη Ραγκούση. Πρόκειται για εύπλαστα, καλογραμμένα κείμενα, ιδιαίτερα προσεγμένα ως προς την ποιότητα της γλωσσικής επικοινωνίας τους με το κοινό, καθώς οι συγγραφείς απέφυγαν την ευκολία της αθυροστομίας και των χοντροκομμένων αστείων και παρά τις αφελείς αναφορές στα ψυχοφάρμακα, κινήθηκαν στη γραμμή των καυστικών σχολίων των κοινωνικών συμπεριφορών καθημερινά οικείων και αναγνωρίσιμων.

Αμήχανο το εισαγωγικό μέρος και, κυρίως, τα πρώτα νούμερα του συνωμοσιολόγου και αντιεμβολιαστή ταξιτζή, που δεν ερμήνευσε με ιδιαίτερο θεατρικό ζήλο ο Κώστας Κόκλας, ίσως γιατί εγκλωβίστηκε στην υπερβολική τυποποίηση της μορφής του ρόλου και δεν πέτυχε την ανατροπή. Ανευρο και το νούμερο της απελπισμένης νύφης της Ματίνας Νικολάου που ψάχνει γαμπρό, όσο και αν η φράση του Μαρξ ότι «ο γάμος είναι απαρχή του μικροαστικού θανάτου» ακούγεται ως ευχάριστα ανατρεπτική θέση και υπονομευτική της θεματικής νόρμας.

Στον ίδιο κοινότοπο θεματικό καμβά κινείται το νούμερο της εξαρτημένης από το τηλεοπτικό κουτσομπολιό Ελένης Καστάνη, με κουραστικές αναφορές στο «πόσα παίρνει η Καινούργιου» στον Λιάγκα, στον Ουγγαρέζο, στους «παπάδες»…

Ξεχωρίζει η συνάντηση του Σταμάτη Φασουλή με τον Θοδωρή Αθερίδη σε μια σκηνή παράλληλων μονολόγων δύο φίλων που βγαίνουν για ποτό, η οποία φέρει τα ίχνη ενός στοιχείου σχεδόν παράλογου. Το νούμερο είναι επανάληψη από «Το τρέντυ θα σφυρίξει τρεις φορές» (2006), όπου ο Φασουλής ήταν δίδυμο με τον Γιάννη Ζουγανέλη.

Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει δεξιοτεχνικά ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται μέσα στην οικογένειά του, την «Οικογένεια γαμιόσαντε», επίσης ένα παλαιό νούμερο από το «Ραντεβού με την υστερία» (1983) – ένας μονόλογος αφιερωμένος στην Αννα Παναγιωτοπούλου.

Το βάρος πέφτει περισσότερο στην τηλεοπτική αισθητική και κουλτούρα των μίντια και λιγότερο στον πολιτικό σχολιασμό.

«Η νεότητα δεν έχει ηλικία» σκέφτεται ο θεατής του Γιώργου Κωνσταντίνου, αυτού του βετεράνου ηθοποιού που με αυτοσαρκασμό και διάθεση αυτοκριτικής σχολιάζει τόσο τον ρόλο του στους τηλεοπτικούς «Πανθέους» όσο και τον πληθωρισμό των τηλεοπτικών σειρών που καταλαμβάνουν πολύτιμο χώρο στην πολιτιστική μας ζωή.

Πιραντελική τηλεκριτική

Ολος ο θίασος εικονογραφεί την εγχώρια τηλεοπτική κουλτούρα ως γραφική οντισιόν μιας νέας σειράς. Οι διάλογοι βασίζονται στις γνωστές ατάκες των ηρώων στις «Αγριες μέλισσες», στο «Αγγιγμα ψυχής», στο «Κωνσταντίνου και Ελένης» στο «Είσαι το ταίρι μου». Οπως τα πιραντελικά πρόσωπα «αναζητούν τον συγγραφέα» τους, έτσι οι τηλεοπτικοί ήρωες περιφέρονται και συνθέτουν μια σκηνή γνήσιας κωμικής αλλά και δραματικής θεατρικότητας.

Εκπληξη προκάλεσε η άνεση της Δήμητρας Ματσούκα σε όλους τους ρόλους, από τη Μαντάμ Σουσού έως την ξανθιά κούκλα Barbie. Υποδύεται έξοχα την αναδυόμενη Barbie από τον κάδο ανακύκλωσης σκουπιδιών και με ιδιαίτερο ερμηνευτικό οίστρο ξεδιπλώνει τη μοναξιά μιας αληθινής «κούκλας» τόσο «τέλειας» ώστε η καρδιά και το μυαλό όλων μας να ανήκει σε αυτήν, όσο «very ξύλινα» κι αν μιλούν οι «κομμουνίστριες» γι’ αυτήν!

Το βάρος του «Τώρα, τότε, πάντα» πέφτει περισσότερο στην τηλεοπτική αισθητική και κουλτούρα των μίντια και λιγότερο στον ουσιαστικό πολιτικό σχολιασμό. Περιορισμένες οι αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις της πολιτικής ζωής, και πλούσιες οι αναφορές στο πολίτικαλ κορέκτ, στη σλανγκ των νέων, στην αργκό των αρκτικόλεξων, στα γκρίκλις, στην ενδοσχολική βία, στην non binary κοινωνική ταυτότητα, στην αισθητική των ινφλουένσερ και των προτύπων της τραπ. Ελάχιστες οι αντιπολιτευτικές σφήνες και κοινότοπες οι αναφορές στον ομοφυλόφυλο Κασσελάκη, στον Κουτσούμπα ως απολίθωμα, στον Ανδρουλάκη ως «τσοπάνη».

Ωραίο το αφιέρωμα στο ελληνικό τραγούδι και στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης όπου οι ηθοποιοί αλλάζουν πολύ γρήγορα 150 κοστούμια (Ντένη Βαχλιώτη) ανάλογα με τις εποχές, σαν ταινία σε γρήγορη κίνηση. Μια παράξενη αντιπαλότητα δημιουργείται ανάμεσα στη σκηνογραφική ρητορεία (σκηνικά Μανόλη Παντελιδάκη) των τεχνολογικών μέσων (video art του Παντελή Μάκκα) και στα κλασικά επιθεωρησιακά στοιχεία που πλαισιώνουν τον «νουμερίστα» επί σκηνής. Τη μουσική έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης και τις χορογραφίες επιμελήθηκε ο Φωκάς Ευαγγελινός.

Μια θεατρική αύρα μάς δρόσισε εν μέσω θερινού καύσωνα, γλυκά νοσταλγική του «τότε», όταν το τρίπτυχο «τέχνη-κοινωνία -πολιτική» ήταν το απόλυτο ζητούμενο.

*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT