Η Αμερικανίδα λυρική κολορατούρα σοπράνο Ναντίν Σιέρα είναι από τα λαμπερότερα αστέρια στο σημερινό οπερατικό στερέωμα. Η υπέροχη αισθησιακή φωνή της (χωρίς ίχνος από την «ξηρότητα» που χαρακτηρίζει μερικές παρόμοιες φωνές) συνδυάζεται με σημαντικό υποκριτικό ταλέντο και εμφάνιση που παραπέμπει στο Χόλιγουντ ή σε σελίδες της Vogue.
Το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να την απολαύσει πριν από λίγους μήνες στη ζωντανή μετάδοση της όπερας του Γκουνό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» από τη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης – παραγωγή τόσο τέλεια από κάθε άποψη που το «κινηματογραφικό» ακροατήριο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών στο τέλος ξέσπασε σε αυθόρμητο χειροκρότημα διαρκείας.
Η Σιέρα τώρα ετοιμάζεται για το ζωντανό ντεμπούτο της στην Αθήνα ως Βιολέτα στην καινούργια παραγωγή της «Τραβιάτας» του Βέρντι, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου, στο Ηρώδειο, με την οποία η ΕΛΣ ολοκληρώνει τη φετινή παρουσία της στο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.
Η ερμηνεία της εξελίσσεται
Από τις πιο αξιόλογες Βιολέτες του καιρού μας, η Σιέρα έχει διαπρέψει στον ρόλο σε φεστιβάλ και στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου – από τον Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας, την Αρένα της Βερόνας έως τη Μετροπόλιταν Οπερα. Η ερμηνεία της εξελίσσεται συνεχώς, μας πληροφόρησε όταν τη συναντήσαμε διαδικτυακά, παράλληλα με την προσωπική της ζωή και τις εμπειρίες της ως γυναίκας.
«Αυτό ασφαλώς επηρεάζει τον τρόπο που πλησιάζω τη Βιολέτα, όχι μόνο από παραγωγή σε παραγωγή αλλά και από παράσταση σε παράσταση. Διότι όταν βρίσκομαι στη σκηνή βιώνω πάρα πολύ βαθιά τα πράγματα και τα αισθήματα των ηρωίδων. Δεν σκέπτομαι μόνο τις νότες, αλλά και τα θέματα τα οποία η κάθε όπερα θέλει να αναδείξει για το κοινό – πράγματα από τα οποία μαθαίνω πολλά κι εγώ. Και κάθε φορά που ερμηνεύω τη Βιολέτα το μυαλό και οι σκέψεις μου αλλάζουν και η ψυχή μου επηρεάζεται διαφορετικά από τον χαρακτήρα και από τη μουσική. Κάθε φορά με εμπνέει… Γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ να την τραγουδώ.
»Οταν πρωτοτραγούδησα τον ρόλο, το 2021 στη Φλωρεντία, με μαέστρο τον Ζούμπιν Μέτα, σκεπτόμουν ότι πρέπει ανταποκριθώ στις προσδοκίες του κοινού και να ευχαριστήσω όχι μόνο τ’ αυτιά αλλά και όλες του τις αισθήσεις, ώστε να απολαύσει απόλυτα αυτή την υπέροχη όπερα. Και νομίζω ότι, σχετικά με τώρα, ίσως παραήμουν “σωστή” στη φωνητική μου ερμηνεία και κάπως φειδωλή στην προβολή των προσωπικών μου αισθημάτων. Θα έλεγα ότι δεν μπόρεσα να δώσω το 100% του εαυτού μου, γιατί ήθελα να είμαι σίγουρη ότι τα έκανα όλα σωστά· ξέρετε, αυτό συμβαίνει συχνά σε εμάς τους τραγουδιστές όταν αντιμετωπίζουμε ένα ρόλο για πρώτη φορά. Ομως, από παράσταση σε παράσταση άρχισα να γίνομαι πιο αυθόρμητη και να προβάλλω όχι μόνο αυτά που είχα διδαχθεί, αλλά και ό,τι βίωνα ανά πάσα στιγμή. Και σιγά σιγά έφτασα στο σημείο που τώρα μπορώ ν’ αφεθώ στον ρόλο ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι».
Η κολορατούρα σοπράνο λατρεύει την Τζίλντα από τον «Ριγκολέτο», ονειρεύεται να ερμηνεύσει τη Μιμή από την «Μποέμ» και θεωρεί μέντορά της τον Καμάλ Χαν.
Προσθέτει ότι είναι πολύ απελευθερωτική εμπειρία «να μπορείς να είσαι αυθόρμητη και να δείχνεις ότι ανταποκρίνεσαι όχι μόνο στις ομολογουμένως μεγάλες φωνητικές απαιτήσεις του ρόλου, αλλά και τον πόνο και τη θλίψη που η Βιολέτα υποφέρει σε ολόκληρη την όπερα. Τον πόνο τού να ξέρεις ότι σύντομα θα πεθάνεις, τη θλίψη τού να μην μπορείς να ζήσεις τη ζωή που θέλεις, με τον άνθρωπο που θέλεις. Και για να εκφράσω αυτή την αλήθεια του ρόλου, αισθάνομαι απόλυτα άνετη με το να παράγω ήχους όχι ακριβώς άσχημους αλλά αρκετά ρεαλιστικούς, που εκφράζουν αυτές τις θλιβερές, τραυματικές εμπειρίες».
Αισθάνεται ευγνώμων που η πρώτη της εμπειρία με τον ρόλο ήταν με τον Ζούμπιν Μέτα, ο οποίος της έμαθε «πολλές μικρές λεπτομέρειες που έκαναν μεγάλη διαφορά στη φινέτσα και στον τελικό αντίκτυπο της ερμηνείας μου». Ο Μέτα ήταν ο δεύτερος σε μια σειρά ανθρώπων που συνέβαλαν σε ένα ανώτερο επίπεδο κατανόησης των ρόλων της. Ο πρώτος ήταν ο Καμάλ Χαν (Κhamal Κhan), που ήταν ο δάσκαλος και παραμένει ο εκγυμναστής της για 22 χρόνια, από τότε που η Σιέρα ήταν μόλις 13 ετών. «Είναι ο κατ’ εξοχήν μέντοράς μου, ο άνθρωπος με τον οποίο έμαθα τη Βιολέτα, την Τζίλντα, τη Λουτσία και σχεδόν όλο το ρεπερτόριό μου. Οταν μελετούσα τη Βιολέτα, ήρθε με τον σύζυγό του, ο οποίος ήταν για τριάντα χρόνια μάνατζερ της Ρενάτα Σκότο, και έμεινε στο σπίτι των γονιών μου στη Φλόριντα. Μαζί του έμαθα τη Βιολέτα μέσα σε δέκα μέρες. Ξυπνούσαμε το πρωί και μιλούσαμε για εκείνη στο πρωινό μας, μετά μελετούσαμε για δύο ώρες στο πιάνο, κατόπιν τρώγαμε το μεσημέρι, ξαναμελετούσαμε το απόγευμα και το βράδυ δειπνούσαμε συζητώντας ακόμη τη Βιολέτα και γιατί ο Βέρντι έγραψε ορισμένα πράγματα σε αυτήν την όπερα. Ηταν μια ολοκληρωτική βουτιά στον ρόλο και σήμερα πολύ λίγοι καλλιτέχνες έχουν την ευκαιρία και το προνόμιο να μπορούν να διδάσκονται με τέτοιο τρόπο».
Το «απόλυτο φως»
Παρ’ όλη την αγάπη της για τη Βιολέτα, ο πιο αγαπημένος «απ’ όλους τους ρόλους» της –μέσα από ένα ρεπερτόριο που περιλαμβάνει τη Λουίζα Μίλερ του Βέρντι, τη Μανόν του Μασενέ και τη Λουτσία ντι Λαμερμούρ του Ντονιτσέτι– είναι η Τζίλντα στον «Ριγκολέτο», που πολλές συνάδελφοί της θεωρούν κουτή. Αντιθέτως, για τη Σιέρα «η Τζίλντα εκπροσωπεί το πιο αγνό, απόλυτο φως. Είναι αυτή που, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, παρά τη νεανική ηλικία και την έλλειψη εμπειρίας ζωής, κατορθώνει να φτάσει στην υπέρτατη θυσία και να δώσει τη ζωή της για να σώσει τον άνδρα που ερωτεύθηκε, κρατώντας ζωντανή την πίστη προς τον Θεό με την οποία έχει γαλουχηθεί και το όνειρο αγάπης που βίωσε με τον φτωχό φοιτητή που στην πραγματικότητα ήταν ο Δούκας της Μάντοβα.
«Βιώνω πάρα πολύ βαθιά τα αισθήματα των ηρωίδων. Δεν σκέπτομαι μόνο τις νότες, αλλά και τα θέματα τα οποία η κάθε όπερα θέλει να αναδείξει», λέει στην «Κ».
»Πρόκειται για μια κοπέλα που, αν και βιώνει ένα τρομερό σοκ, δεν εγκαταλείπει τα πιστεύω της και στο τέλος θέλει να σώσει τις ψυχές όλων – του πατέρα της, του Δούκα, της Μανταλένας και του Σπαραφουτσίλε. Τα τελευταία λόγια της πριν τη μαχαιρώσει ο τελευταίος είναι “Θεέ μου, σώσε τους”. Και για εμένα αυτό είναι το μήνυμα του Βέρντι σε αυτήν την όπερα: η συγχώρεση. Και θέλω να πιστεύω ότι ο πατέρας της, ο Ριγκολέτο, θα μάθει κάτι από τον θάνατό της και θα καταλάβει ότι, αφού η κόρη του θυσιάστηκε από αγάπη, ο ίδιος τώρα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο ζωής και τις επιλογές του και θα μάθει να συγχωρεί. Και δεν μπορώ να μη συγκλονίζομαι από το γεγονός ότι ένας τόσο νέος άνθρωπος είναι ικανός για μια τόσο απέραντη θυσία που ίσως αλλάξει τη ζωή του πατέρα της προς το καλύτερο. Ο θάνατός της είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να του κάνει. Η Τζίλντα είναι για εμένα ένα τεράστιο θαύμα στη ζωή μου. Και όταν την τραγουδώ συγκινούμαι τόσο πολύ που πραγματικά κλαίω στη σκηνή. Ναι, αυτό είναι επικίνδυνο για τη φωνή… αλλά πολύ καλό για την ψυχή!».
Ο ρόλος μιας ζωής
Αν και δίνει τα πάντα στη σκηνή, η Σιέρα είναι πολύ προσεκτική στην επιλογή νέων ρόλων και περιμένει τη σωστή στιγμή για τον καθένα. Ονειρό της είναι η Μιμή στην «Μποέμ» του Πουτσίνι, αλλά λίγο αργότερα, όταν γεμίσει πιο πολύ η φωνή της. «Δεν θα ήθελα να πεθάνω χωρίς να την τραγουδήσω, γιατί αυτός είναι ο ρόλος που με έκανε να αγαπήσω την όπερα όταν η μαμά μου (σ.σ. που κατάγεται από την Πορτογαλία) με πήγε στην “Μποέμ” όταν ήμουν δέκα ετών.
»Ξέρω ότι, σε σύγκριση με τη Νόρμα ή τη Λεονόρα, η Μιμή είναι πολύ πιο απλοϊκή. Αλλά κι εγώ, ξέρετε, είμαι ένα απλό κορίτσι, ένας μάλλον απλός άνθρωπος που δεν του αρέσουν τα άκρα, που δεν θέλει να παίρνει μεγάλα ρίσκα στη ζωή. Είμαι πιο ταπεινή, και έχω πολλά κοινά με τη Μιμή, ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας, πολύ απλή στην προσωπική μου ζωή. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο σύντροφός μου –δεν είναι μουσικός αλλά παράγει και διδάσκει μουσική, παράλληλα με την ενασχόλησή του με αριθμούς και επιστήμες– είναι στην κουζίνα και μαγειρεύει. Ναι, θα έρθει στην Αθήνα για την πρεμιέρα της “Τραβιάτας”».