Οταν η τέχνη γκρεμίζει δικτατορίες

Το κύμα εκδημοκρατισμού τη δεκαετία του ’70 σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία και η «επανάσταση» των καλλιτεχνών

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρώτο ταξίδι που έκανε η ιστορικός τέχνης Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ) στο Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofía έγινε τον Σεπτέμβριο του 2022, δύο μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά της. «Ηξερα εξαρχής ότι ήθελα να παρουσιάσω αυτές τις δύο εκθέσεις, πρώτα την “Αστυγραφία” και στη συνέχεια τη “Δημοκρατία”· τη δεύτερη με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας», λέει στην «Κ» η κ. Τσιάρα.  

Και στις δύο περιπτώσεις, σκοπός ήταν να συνθέσει ως επιμελήτρια ένα κριτικό αφήγημα πάνω στη συλλογή έργων τέχνης της ΕΠΜΑΣ και να τοποθετηθεί καλλιτεχνικά πάνω σε διεθνή ζητήματα που άπτονται της κοινωνίας και της πολιτικής. «Πέρα από την παρούσα επέτειο, η δημοκρατία αποτελεί ενεργό διακύβευμα για τη σύγχρονη τέχνη σε κάθε εποχή», σχολιάζει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 

Η 24η Ιουλίου του 1974 αποτελεί εμβληματική ημερομηνία για την έναρξη της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Κατά την ίδια περίοδο κορυφώνονται οι ιστορικές διεργασίες που έθεσαν τέρμα στα μακροβιότερα αυταρχικά καθεστώτα του Φράνκο στην Ισπανία (1936/1939-1975) και των Σαλαζάρ – Καετάνο (1933-1974) στην Πορτογαλία. Οι πολιτικές αλλαγές στις τρεις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου εντάσσονται στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, το οποίο ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1970 για να συνεχιστεί και την επόμενη δεκαετία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ενώ μια επιπλέον ώθηση στον εκδημοκρατισμό πρόσφερε η αποαποικιοποίηση, η οποία συντελέστηκε κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. 

«Η δημοκρατία αποτελεί ενεργό διακύβευμα για τη σύγχρονη τέχνη σε κάθε εποχή», αναφέρει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώ Τσιάρα.

Οι μεταβάσεις ακολούθησαν διαφορετική διαδρομή σε κάθε χώρα, καθώς ο Αντόλφο Σουάρες στην Ισπανία ανέλαβε τη σταδιακή αποκατάσταση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών μετά τον θάνατο του δικτάτορα υιοθετώντας πολιτική αμνηστίας, ενώ στην Πορτογαλία η Επανάσταση των Γαρυφάλλων τον Απρίλιο του 1974, που ανέτρεψε τον δικτάτορα, καθόρισε και τον επαναστατικό χαρακτήρα της μετάβασης στη δημοκρατία που οδήγησε σε ελεύθερες εκλογές.

Εξέγερση κι ελευθερία

Αυτή η σημαντική συγχρονία αποτελεί τον άξονα της συλλογικής έκθεσης «Δημοκρατία», που πριν από τρεις ημέρες άνοιξε τις πόρτες της στο κοινό. Στα 1.800 τετραγωνικά μέτρα του χώρου των περιοδικών εκθέσεων της ΕΠΜΑΣ φιλοξενούνται με άνεση τα 140 έργα των 55 καλλιτεχνών που επιλέχθηκαν, και μάλιστα οργανωμένα σε τέσσερις θεματικές ενότητες που συνθέτουν την επιμελητική διαδρομή – προβληματισμό πάνω στην έννοια της πολιτικής καταπίεσης, της εξέγερσης και της ελευθερίας.

Εκατόν σαράντα έργα 55 καλλιτεχνών από τις τρεις χώρες φιλοξενούνται στα 1.800 τ.μ. του χώρου των περιοδικών εκθέσεων.

Σύμφωνα με τη σύλληψη της συγκεκριμένης ιστορικής έκθεσης που για τον σχεδιασμό και την υλοποίησή της εργάστηκε εντατικά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στην Εθνική Πινακοθήκη μια δεμένη και αποτελεσματική ομάδα στελεχών, συνεργατών και υποστηρικτών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η επίτευξη του δημοκρατικού στόχου ξεκινάει από την ταυτοποίηση του αντιπάλου. Στην πρώτη ενότητα, λοιπόν, με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας τον εχθρό», διαμορφώνεται το πλαίσιο αλληλοαναγνώρισης και αντιπαράθεσης: o εχθρός απεικονίζεται και καταγράφεται, ενώ στο μέτωπο της «Αντίστασης» που ακολουθεί, οι επώνυμοι πρωταγωνιστές των αυταρχικών καθεστώτων –πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί παράγοντες, οι εκπρόσωποι κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών παρακολούθησης– συναντούν τους επαναστατημένους ήρωες και τις οργισμένες μητέρες να κυοφορούν την «Εξέγερση». Στην τελευταία ενότητα, το πένθος και το τραύμα αφήνονται ελεύθερα να εκφραστούν, η λύπη, η αγανάκτηση και η οργή δίνουν τη θέση τους στη χαρά και στη «Διέγερση» για τις ελευθερίες που σταδιακά κατακτώνται. 

Οταν η τέχνη γκρεμίζει δικτατορίες-1
Γιώργος Ιωάννου, «Ο καταδότης», 1974. Αρχείο-Συλλογή Γιώργου Ιωάννου. (Φωτογραφία: Θάνος Καρτσόγλου)

Η διεκδίκηση της ορατότητας συγκροτεί το υπόστρωμα του εκδημοκρατισμού της δημόσιας σφαίρας, κοινός τόπος στην κουλτούρα και των τριών χωρών μέσα στη μεταπολιτευτική έξαψη, με το σώμα –συλλογικό και ατομικό– να γιορτάζει την ανάκτηση της χαμένης φωνής του και να απολαμβάνει τη σεξουαλικότητα και τη χειραφέτηση. «Αυτή είναι η αυγή που περίμενα/ Η πρώτη γεμάτη, καθαρή μέρα/ Εκεί που αναδυόμαστε από τη νύχτα και τη σιωπή/ Και ελεύθεροι κατοικούμε στην ουσία του χρόνου», έγραψε η Πορτογαλίδα ποιήτρια Σοφία ντε Mέλο Μπρέινερ για τη σχεδόν ταυτόχρονη μετάβαση των τριών χωρών του Νότου της Ευρώπης στη δημοκρατία. Το επισήμανε στην «Κ» η Ιζαμπέλ Σοάρες Αλβες, πρόεδρος του Centro de Estudos Multidisciplinares Ernesto de Sousa, που είναι αφιερωμένο στον πρωτοπόρο Πορτογάλο καλλιτέχνη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. 

Επικοινωνήσαμε μαζί της με αφορμή την εκτενή παρουσίαση – αφιέρωμα στη «Δημοκρατία» του συλλογικού εγχειρήματος Alternativa Zero (Μηδενική Εναλλακτική) που «ενορχήστρωσε» ο Ντε Σόουζα. «Ο Ερνέστο ντε Σόουζα, που γνώρισα μόλις το 1966, σε όλη του τη ζωή πολέμησε ενάντια στη δικτατορία δημιουργώντας την πρώτη κινηματογραφική λέσχη, επιμελούμενος εκθέσεις, γράφοντας, διδάσκοντας. Επίσης σκηνοθέτησε την πρώτη ταινία νέου πορτογαλικού κινηματογράφου με βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών, η οποία παρουσιάστηκε στις κινηματογραφικές λέσχες της Γαλλίας αλλά όχι στην Πορτογαλία. Ηδη από το 1946, ενώ ήταν ακόμη φοιτητής, οργάνωσε μια έκθεση συγκρίνοντας τη μαύρη τέχνη με τη σύγχρονη τέχνη και διάβασε ένα κείμενο που καταδίκαζε την αποικιοκρατία, αψηφώντας τη λογοκρισία εκείνης της εποχής». 

«Η δικτατορία μας χαρακτηρίστηκε από τη φασιστική της έμπνευση, καθώς λάμβανε χώρα σε μια γεωγραφικά και πολιτισμικά περιφερειακή και αγροτική χώρα και υπερασπιζόταν μια αντιδραστική αισθητική επομένως, αδιαφορώντας για τη σύγχρονη τέχνη», σχολιάζει στην «Κ» η ιστορικός τέχνης Ισαμπέλ Νογκουέιρα. «Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστική ήταν η μετανάστευση αρκετών καλλιτεχνών στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Μόναχο, κατά κύριο λόγο, ιδίως με την οικονομική ενίσχυση που δόθηκε από το ιδιωτικό ίδρυμα Calouste Gulbenkian Foundation με έδρα τη Λισσαβώνα από το 1957 και μετά». Ηταν μια περίοδος που η λογοκρισία ήταν αυστηρή και οι δυνατότητες εργασίας για τους καλλιτέχνες, περιορισμένες. Εκτός αυτού οι νέοι ζούσαν διαρκώς αντιμέτωποι με την απειλή της επιστράτευσης στον αποικιακό πόλεμο, μερικές φορές ως αντίποινα στην πολιτική τους στάση, όπως εξηγεί η ιστορικός τέχνης.

Σε μια χώρα που ήταν κλειστή και φοβισμένη, τη σύγχρονη τέχνη γνώριζε μόνο μια πνευματική ελίτ και όχι ο απλός πολίτης. «Αλλά μια από τις πρώτες και πιο εντυπωσιακές αλλαγές το 1974 υπήρξε η εμπειρία του δημόσιου χώρου, μεταξύ άλλων και από καλλιτεχνικής άποψης. Ηταν η εποχή (1974-1977) των συλλογικών εκδηλώσεων, μερικές από τις οποίες αφορούσαν τον πληθυσμό. Την επόμενη στιγμή συνειδητοποιήθηκε ότι υπήρχαν πολλά να γίνουν και να χτιστούν. Υπάρχει ακόμα και σήμερα», καταλήγει η ίδια.

«Καταφύγιο»

«Στους καιρούς που διανύουμε, η τέχνη και το μουσείο δεν είναι μόνο καταφύγιο και παρηγοριά, αλλά και ένας τ(ρ)όπος διανοητικής και συναισθηματικής επεξεργασίας εικόνων, νοημάτων και ερωτημάτων με τα οποία ανατροφοδοτούμε τους όρους της κοινωνικής μας συνύπαρξης», σχολιάζει η κ. Τσιάρα στο κείμενο του καταλόγου της έκθεσης, και αυτό αποτελεί τον κεντρικό άξονα των επιλογών της, σκέψεις που φαίνεται να εκτιμά το κοινό και οι 70.000 επισκέπτες της «Αστυγραφίας». Η έκθεση «Δημοκρατία» θα διαρκέσει έως τις 2 Φεβρουαρίου 2025.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT