Φρανσουάζ Αρντί: H ελεγεία της τρυφερότητας και «η πεμπτουσία του γαλλικού στυλ»

Φρανσουάζ Αρντί: H ελεγεία της τρυφερότητας και «η πεμπτουσία του γαλλικού στυλ»

Φρανσουάζ Αρντί (1944-2024), η τραγουδίστρια που θα μείνει για πάντοτε ταυτισμένη με τις ψιθυριστές ερμηνείες μελαγχολικών τραγουδιών, με στίχους που συχνά πραγματεύονταν ανεκπλήρωτους ή θρυμματισμένους έρωτες.

4' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν χαμηλών τόνων – και όταν στεκόταν πίσω από το μικρόφωνο και όταν απομακρυνόταν από αυτό. Τα προβλήματα υγείας την είχαν οδηγήσει να ανακοινώσει τουλάχιστον δύο φορές την απόσυρσή της από τη δισκογραφία, αλλά η αγάπη του κοινού και οι επώνυμοι θαυμαστές της την ανάγκασαν άλλες τόσες να αναθεωρήσει.

Πριν από ένα μήνα, την Τρίτη 11 Ιουνίου, ωστόσο, η Φρανσουάζ Αρντί, ταλαιπωρημένη έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, άφησε την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 80 ετών.

Γεννημένη στο Παρίσι στις 11 Ιανουαρίου του 1944, επτάμισι μήνες πριν η Πόλη του Φωτός απελευθερωθεί από τη γερμανική κατοχή, η πάντοτε κομψή Γαλλίδα τραγουδίστρια άφησε πίσω της εκατοντάδες τραγούδια και τριάντα, συνολικά, στούντιο άλμπουμ. Παρότι το ρεπερτόριό της ήταν αρκετά ευρύ, στη συνείδηση του μέσου ακροατή θα μείνει για πάντοτε ταυτισμένη με τις ψιθυριστές ερμηνείες μελαγχολικών τραγουδιών, με στίχους που συχνά πραγματεύονταν ανεκπλήρωτους ή θρυμματισμένους έρωτες.

Αυτό που καθόρισε, εντούτοις, περισσότερο από κάθε τι άλλο την ανασφαλή προσωπικότητά της και την αγχώδη ιδιοσυγκρασία της ήταν η απουσία του πατέρα της: καθώς εκείνος ήταν κανονικά παντρεμένος και διατηρούσε τη δική του οικογένεια, ασχολήθηκε ελάχιστα με την ανατροφή της. Ετσι, εκείνη περνούσε τον χρόνο της κλεισμένη στο δωμάτιό της, ακούγοντας ραδιόφωνο και διαβάζοντας βιβλία, χωρίς να μπορεί να συνδεθεί με τις συμμαθήτριές της στο αυστηρό καθολικό σχολείο που είχε γραφτεί, λόγω και των ταξικών διαφορών μαζί τους.

Στα δεκαέξι της πήρε ως δώρο αποφοίτησης μια κιθάρα και αφιέρωσε όλο τον ελεύθερο χρόνο της στη μουσική, εμφανιζόμενη σε μικρά κλαμπ, περνώντας από οντισιόν και παίρνοντας μαθήματα θεωρίας και αρμονίας. Ολα αυτά ενίσχυσαν, έστω προσωρινά, τη χαμηλή αυτοπεποίθησή της, αλλά τελικά ήταν η εμφάνισή της αυτή που της εξασφάλισε το πρώτο δισκογραφικό συμβόλαιο, όταν ο σταθερός ηχολήπτης της ιστορικής εταιρείας Vogue, Αντρέ Μπερνό, την είδε και σκέφτηκε ότι «το πρόσωπό της θα έκανε ένα υπέροχο εξώφυλλο δίσκου».

Ηταν 28 Οκτωβρίου του 1962, όταν οι Γάλλοι τηλεθεατές παρακολουθούσαν τα αποτελέσματα ενός πολιτικού δημοψηφίσματος και, αντί άλλου μουσικού διαλείμματος, είδαν στις οθόνες τους το ασπρόμαυρο κλιπ μιας ντροπαλής 18χρονης με μακριά καστανά μαλλιά, που ερμήνευε το «Tous Les Garcons And Les Filles». Από τότε και για τα επόμενα 60 χρόνια, η Φρανσουάζ Αρντί θα γινόταν μία από τις πιο αγαπημένες τραγουδίστριες στη Γαλλία αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, καθώς ηχογράφησε τραγούδια και δίσκους στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά.

Οι κριτικοί επισήμαιναν ότι στις ζωντανές εμφανίσεις της είχε πολύ στατική σκηνική παρουσία, αλλά, πέραν αυτού, οι επιλογές της έμοιαζαν να είναι αλάνθαστες: διάλεγε η ίδια τους φωτογράφους και τους σχεδιαστές των εξωφύλλων της, προτίμησε τα τεχνολογικά ανώτερα στούντιο του Λονδίνου και γνώριζε επιτυχία σε χώρες όπως, Νότιος Αφρική, Κονγκό και Αυστραλία, ενώ είχε εξασφαλισμένη και τη διανομή των δίσκων της στις ΗΠΑ. Υπήρχε περίοδος που κάθε νέο της σινγκλ πουλούσε τουλάχιστον 250.000 αντίτυπα στην Ιταλία!

Αυτό που έκανε την Αρντί διαφορετική από τις υπόλοιπες τραγουδίστριες της γενιάς της δεν ήταν μόνον η συνέπεια με την οποία προσέγγιζε το υλικό της, αλλά και το γεγονός ότι, λόγω της εσωστρέφειάς της, δεν αντέγραφε καμία Αμερικανίδα ή Αγγλίδα συνάδελφό της: διατηρούσε το δικό της, αυτόνομο στυλ, γεγονός που εξηγεί και την εφ’ όρου ζωής λατρεία των Γάλλων στο πρόσωπό της.

To 1981 παντρεύτηκε, έπειτα από 14 χρόνια σχέσης, τον Ζακ Ντιτρόν, με τον οποίο παρέμεινε τυπικά παντρεμένη μέχρι το τέλος της ζωής της, παρόλο που από το 1988 ζούσαν χωριστά. Ο γιος τους, Τομά, έγινε επίσης τραγουδιστής.

Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε γαλλικές, ιταλικές και αμερικανικές ταινίες, συνεργάστηκε με οίκους μόδας όπως Yves Saint Laurent και Paco Rabanne και ασχολήθηκε ενεργά με την αστρολογία – έφτασε, κάποια στιγμή, να διατηρεί στήλες για τα ζώδια σε εφημερίδες και περιοδικά καθώς και τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ έγραψε και τρία σχετικά βιβλία.

Ως συγγραφέας, δεν περιορίστηκε εκεί: η αυτοβιογραφία της, με τον περίεργο τίτλο «Η απελπισία των πιθήκων… και άλλα μικροπράγματα» (2008) μεταφράστηκε στα ισπανικά και τα αγγλικά και έγινε αμέσως best seller στην πατρίδα της, ενώ έγραψε ακόμη ένα μυθιστόρημα και δύο δοκίμια. Το 2021 κυκλοφόρησε το «Chansons sur toi et nous», που συγκέντρωνε όλους τους στίχους της, καθώς και αναδρομικό σχολιασμό από την ίδια.

Κατά καιρούς, οι δημόσιες τοποθετήσεις της είχαν, σύμφωνα με την ίδια, παρερμηνευθεί (φρόντιζε να κρατάει τις αποστάσεις της από το φεμινιστικό κίνημα, ενώ είχε ταχθεί υπέρ των φορολογικών ρυθμίσεων που προστάτευαν τα υψηλά εισοδήματα), αναγκάζοντάς την να ξεκαθαρίσει ότι «ταυτίζομαι μόνο με το οικολογικό κίνημα, που σαφέστατα, για μένα, δεν ανήκει ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά. Το γεγονός ότι αρνούμαι να γίνω μια μαριονέτα του κατεστημένου υποθέτω αρκεί ώστε ο κόσμος να με κατηγοριοποιήσει λανθασμένα».

Πιο πρόσφατα, είχε ταχθεί υπέρ του Εμανουέλ Μακρόν, χαρακτηρίζοντάς τον «ιδεολόγο, αλλά όχι ιδεοληπτικό, που έχει επαφή με την πραγματικότητα και δεν είναι κολλημένος με μαρξιστικές θεωρίες».

Τη δεκαετία του ’90, η Αρντί συστήθηκε σε ένα νεότερο κοινό μέσα από τις συνεργασίες της με σχήματα όπως οι Blur και οι Air, αλλά ακόμη και αυτό αν δεν είχε συμβεί, κανείς δεν θα την είχε ξεχάσει.

Η Αρντί κατάφερε να καθιερωθεί, παρόλο που δεν είχε τα τυπικά χαρακτηριστικά που διέκριναν τις ποπ σταρ. Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει «αντι-Μπαρντό», καθώς στεκόταν ακριβώς στο άλλο άκρο της χυμώδους σεξουαλικότητας της διάσημης ηθοποιού.

Με τη χαρακτηριστική φράντζα της, τις κοντές αλλά ποτέ προκλητικές φούστες, τις λευκές μπότες Courrèges και τη μόνιμη αποστροφή της στις ζωντανές εμφανίσεις, η Αρντί έκανε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αναγνωρίσουν το δικαίωμα στις χαμηλών τόνων προσωπικότητες να διεκδικούν τη δική τους θέση στο καλλιτεχνικό και κοινωνικό στερέωμα.

Παράλληλα, άπαντες γοητεύονταν από τη φιγούρα της. Ο Μικ Τζάγκερ την είχε χαρακτηρίσει «την ιδανική γυναίκα», ο Σαλβαντόρ Νταλί την είχε καλέσει να περάσουν μαζί διακοπές στο παραθαλάσσιο σπίτι του, ο Μπομπ Ντίλαν τη συνάντησε μόνο μία φορά αλλά της αφιέρωσε ένα ποίημα, ενώ ο σχεδιαστής του οίκου Balenciaga, Νικολά Γκεσκιέρ, είχε δηλώσει πως «η Αρντί ήταν ανέκαθεν η πεμπτουσία του γαλλικού στυλ»!

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT