PAUL LYNCH
Το τραγούδι του προφήτη
μτφρ. Aγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδη
εκδ. Gutenberg, 2024, σελ. 346
Καταιγιστική αφήγηση, αδιάπτωτη συγκινησιακή ένταση, απροσδόκητες κορυφώσεις του οικογενειακού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού δράματος, αλλεπάλληλοι φοβικοί συνειρμοί, καθηλωτικές γραμματικές εικόνες, συστηματική γείωση στη σκληρή επιφάνεια της πραγματικότητας: όλα συμβάλλουν από κοινού στην πλήρη ανάδειξη του τραγικού. Πρόκειται δηλαδή για εμπέδωση κειμενικού ήθους. Η ανάγνωση δεν αργεί και πολύ να βυθιστεί στα σκοτεινά νερά ενός καθ’ όλα εφιαλτικού, αρχετυπικού εθνικού κακού.
Απροστάτευτες πόλεις, απόμακρα χωριά παραπαίουν στη δίνη μιας αιματηρής εμφύλιας ρήξης. Αθώες υπάρξεις γίνονται παρανάλωμα διασταυρούμενων πυρών. Το απολυταρχικό καθεστώς, το οποίο έχει επιβληθεί στην Ιρλανδία, τη χώρα καταγωγής του Πολ Λιντς (1977- ), δικαίως βραβευμένου πέρυσι με το ομολογουμένως περιζήτητο Booker, δείχνει ότι θέλει να διατηρηθεί, πάση θυσία, επ’ αόριστον. Μια εξαμελής οικογένεια βιώνει, στο μεταξύ, στην κύρια εστία της αδελφοκτόνου σύρραξης, στο Δουβλίνο, τα πάνδεινα. Η νεοσύστατη μυστική αστυνομία έχει ήδη αναλάβει να εξαφανίσει τον απροκάλυπτα αντιφρονούντα σύζυγο. Ο δε πρωτότοκος γιος φαίνεται ότι θα έχει κι αυτός εντέλει την ίδια μοίρα.
Αρκεί μόνο το εξής χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τη ζωή των προαναφερομένων θυμάτων της ανεξέλεγκτης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για να αποδώσει άμεσα το μέτρο του εξόφθαλμου άγους, το βαρύ κλίμα μιας εμφανώς θλιβερής, αδιέξοδης καθημερινότητας. Το παραθέτω κατά λέξη: «Ο Μαρκ δεν βρίσκει πάλι το παπούτσι του και η Μόλι αρνείται να φορέσει παλτό και ο Λάρι ρωτάει αν έχουν τις σάκες τους, και (εκείνη, η μητέρα, η Αϊλις) καταλαβαίνει πώς κρύβεται η ευτυχία μέσα στη μικρή αναμπουμπούλα της πραγματικότητας, πώς τρυπώνει και χώνεται στα καθημερινά πέρα δώθε, λες κι ευτυχία είναι κάτι που δεν πρέπει να το βλέπεις, λες κι είναι μια νότα που δεν την ακούς παρά όταν ηχεί από το παρελθόν».
Παρατηρώ ότι το υποδειγματικό συγγραφικό τακτ αποδίδει στο ακέραιο έως και τις βαθύτερες αποχρώσεις του ψυχικού τοπίου. Η κρίσιμη λεπτομέρεια προβάλλεται επιδέξια. Το αποτύπωμα της οδύνης πιστοποιεί τη συγκεκριμένη κειμενική ευελιξία. Η λεκτική οικονομία ανακαλεί την ευθύτητα των επιγραμμάτων. Εξ όνυχος οι εξής ενδεικτικές όψεις μιας ανέκκλητης παρακμής: «Κι η ξαφνική λύπη καθώς ανεβαίνει τη σκάλα, βλέποντας πως ο χρόνος δεν είναι οριζόντιο επίπεδο, όχι, είναι κάθετη κατρακύλα, πτώση κατακόρυφη στην άβυσσο».
Το χτύπημα στην εξώπορτα μια βροχερή νύχτα, το οποίο καταγράφεται αδρά στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, θα αλλάξει ριζικά τη ζωή της Αϊλις: δύο όργανα του δικτατορικού καθεστώτος τής αναγγέλλουν, εμμέσως πλην σαφώς, το αναποδογύρισμα τόσο της προσωπικής, όσο και της οικογενειακής της ζωής.
Οταν, αργά τη νύχτα, ήχησαν οι δύο χτύποι στην εξώπορτα, το ρολόι στον τοίχο σταμάτησε. Δικτατορία, μυστικοί αστυνομικοί, συλλήψεις, καταπάτηση κάθε ίχνους ελευθερίας.
Κατά τα άλλα, το μυθιστόρημα συνιστά έναν ύμνο στην επιδεξιότητα, στο ακατάβλητο σθένος και στην παροιμιώδη αντοχή της προαναφερόμενης μητέρας και συζύγου, η οποία, εκτός των άλλων, έχει αναλάβει τη φροντίδα αξιοπρεπούς περίθαλψης του υπέργηρου πατέρα της, ο οποίος σημειωτέον πάσχει ήδη από άνοια. Η συγκεκριμένη γυναίκα εκφράζει δηλαδή την ακαταπόνητη, συνειδητή συνεισφορά του θήλεος στην αναπαραγωγή του είδους μας, αλλά και στη διασφάλιση του ευ ζην καθαυτό.
Πιστεύει ότι θυσιάζοντας τον εαυτό της, αναδεικνύει την κλίμακα όλων των αξιών του ανθρωπισμού. Ο αδιαπραγμάτευτος αγώνας τη δικαιώνει ως προσωποποίηση του καλού κ’ αγαθού. Νηφάλια, όταν οι περιστάσεις το επιτρέπουν, έστω για λίγο, θα επιδιώξει να ανανεώσει τις όποιες δυνάμεις της, παίρνοντας από την ίδια τη φύση μαθήματα αντίστασης στην επερχόμενη φθορά, εξ ου και η εμφατική παραπομπή στο αειθαλές πείσμα ακόμη και των αψύχων να παραμείνουν αλώβητα, εκεί όπου ακριβώς ετάχθησαν από την πρόνοια του περιβάλλοντος: «Τα δέντρα ξυπνάνε σιγά σιγά από τον ύπνο του χειμώνα. Σε λίγο θα μπουμπουκιάσουν στο φως της άνοιξης, αυτή η σκέψη, η δύναμη ενός δέντρου, πώς αντέχει το δέντρο τη σκοτεινή εποχή, τι βλέπει όταν ανοίγει ξανά τα μάτια του». Εννοείται ότι είναι σαφώς σκόπιμη η πλάγια αναφορά στην αστείρευτη, στην εγγενή βούληση, στην κινητήρια δύναμη του σύμπαντος κόσμου, όπως κατέδειξε πρώτος, ως γνωστόν, ο Αρτουρ Σοπενχάουερ στο θεμελιώδες έργο του «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» (1819). Συγκρατώ ότι η αφήγηση, τηρώντας πιστά τους όρους της γραμμικής τάξης, διδάσκει ενδελέχεια ύφους. Η πρόσφορη μετάφραση ενισχύει την απρόσκοπτη πρόσληψη του μυθιστορήματος.