«Ζούμε σε έναν παράλογο κόσμο»

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλάει για τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, που θα παρουσιάσει το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο

6' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η θέα του αίματος μαγνήτιζε από παιδί τον Θάνο Παπακωνσταντίνου. Στα εφηβικά του χρόνια στη Λάρισα, όπου γεννήθηκε και έζησε έως τα 18, έβρισκε καταφύγιο στα αιματοβαμμένα θρίλερ όταν δεν τον έκλεβε ο κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας. Ηταν και οι τραγωδίες μέρος εκείνου του κόσμου.

Τον σπόρο έβαλαν δύο εξαιρετικοί φιλόλογοι με τους οποίους έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Σύντομα, οι τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή έγιναν για εκείνον πολύ αγαπητά αναγνώσματα. Ηταν από τα παιδιά που είχαν ασπίδα τους το διάβασμα και έπειτα η φαντασία άρχισε να εξάπτεται ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να παρακολουθεί παραστάσεις στα ανοιχτά θέατρα.

«Μου άρεσε η δομή της τραγωδίας, τα επεισόδια, τα στάσιμα, ό,τι συγγενεύει με τη μουσική. Με συνάρπαζαν και με γοήτευαν γιατί ήταν πιο κοντά στην όπερα που υπεραγαπώ», λέει στην «Κ» ο 43χρονος σκηνοθέτης με αφορμή τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, τη δεύτερη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου στην Επίδαυρο, που θα δούμε στις 2 και 3 Αυγούστου, σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.  

Ως λάτρης της μουσικής, ξεχωρίζει τον Ευριπίδη «γιατί χρησιμοποιούσε τη μουσική στα κείμενά του, είχε πολλά λυρικά στοιχεία, πέρα από τα στάσιμα, είχε κομμούς, μονωδίες, διωδίες». Οι «Βάκχες», «τραγωδία του μυστικισμού, της έκστασης και της βαρβαρότητας», γράφτηκαν στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και εξιστορούν την έλευση του Διονύσου με μορφή ανθρώπου στη Θήβα, για να επιβάλει τη λατρεία του, τη βακχεία. Ο Πενθέας, βασιλιάς και πρώτος του εξάδελφος, αρνείται να τον δει ως θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνιν του θεού, ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον διαμελισμό του από τις έξαλλες μαινάδες και την ίδια του τη μητέρα, την Αγαύη.

«Κείμενο-αίνιγμα»

Από τις πιο βίαιες και ανατριχιαστικές τραγωδίες, δείχνει τα κτηνώδη ένστικτα του ανθρώπου. «Διάλεξα τις “Βάκχες” γιατί είναι κείμενο που υπεραγαπώ, είναι μια προσωπική εμμονή και από τα σπουδαιότερα του θεάτρου. Ενα κείμενο-αίνιγμα, κι αυτό το κάνει ακόμη πιο γοητευτικό. Εξαιρετικά σύνθετο και ταυτόχρονα εξαιρετικά απλό. Μέσα από μια πολύ καθαρή ιστορία ενός ανθρώπου, του Πενθέα, που αρνείται τον θεό, τον Διόνυσο, δηλαδή το καινούργιο, το Αλλο, όπως και να το ονομάσουμε. Και οδηγείται σταδιακά στην καταστροφή κι αυτός και όλη η πόλη του, ενώ ο θεός με τους ακολούθους του προφανώς πηγαίνει σε μια άλλη πόλη για να συνεχίσει», λέει ο Θάνος Παπακωνσταντίνου.

«Είναι μια πολύ καθαρή ιστορία ενός ανθρώπου, του Πενθέα, που αρνείται τον θεό, τον Διόνυσο, δηλαδή το καινούργιο, το Αλλο».

Τονίζει ότι υπάρχουν πολλοί άξονες και θέματα στο έργο, με εξαιρετικό τρόπο μπλεγμένα, που αφορούν την πόλη και την αίσθηση της κοινότητας, το Αλλο και το ξένο, το έξω και το μέσα μας, ενώ συγχρόνως είναι και ένα έργο για το θέατρο. «Ο Διόνυσος ανάμεσα σε όλα τα άλλα είναι και θεός του θεάτρου, οπότε την ίδια στιγμή μιλάω για το θέατρο όπως το αντιλαμβάνομαι και πως αντανακλά στην παράσταση που φτιάχνω. Στην πραγματικότητα και το θέατρο είναι μια κατασκευή, όπως ο θεός είναι μια εξαιρετική κατασκευή από τους ανθρώπους, που ανάλογα με τη χρήση μπορεί να είναι κάτι σπουδαίο, μέχρι να είναι κάτι καταστροφικό και ολέθριο».

Θεός του θεάτρου, της ετερότητας, του διαμελισμού και της συγχώνευσης, της ευδαιμονίας και της καταστροφής, ο Διόνυσος στήνει ένα παιχνίδι που ο Ευριπίδης τελειώνει με ένα διαμελισμένο σώμα. Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει στο σημείωμα της παράστασης: «Αν αυτό που διαμελίζεται επί σκηνής είναι το άνοιγμα στην ετερότητα, αυτό σημαίνει άραγε ότι έχει πια χαθεί για εμάς η προοπτική, μέσα από μια μύηση, μια πράξη συλλογική, να ανοίξουμε στο Αλλο, το δικό μας και του κόσμου; Τα κομμάτια μας δεν θα συνδεθούν ποτέ ξανά; Είμαστε καταδικασμένοι, όπως ο Πενθέας, να ζούμε περίκλειστοι στην καλά οχυρωμένη ατομικότητά μας;».

«Ζούμε σε έναν παράλογο κόσμο»-1
«Διάλεξα τις “Βάκχες’’ γιατί είναι κείμενο που υπεραγαπώ, είναι μια προσωπική εμμονή και από τα σπουδαιότερα του θεάτρου», λέει στην «Κ» ο Θάνος Παπακωνσταντίνου.

Θέτει επίσης μια σειρά ερωτημάτων για τη βία. Ο καταιγισμός των εικόνων στο Διαδίκτυο, οι φυσικές καταστροφές, οι βόμβες, τα ακρωτηριασμένα σώματα και τα νεκρά παιδιά στα media, οι άψυχες και νεκρές selfies, οι ανεξέλεγκτες ροές δεδομένων, ανθρώπων, προϊόντων – άραγε δεν αντέχουμε πια την πνευματικότητα, την υπερβατικότητα, την ανάταση, επειδή ο μόνος θεός που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο θεός εκδικητής, ο θεός τιμωρός; Αυτός είναι που μας αξίζει; 

Η ερώτηση για τη σπλάτερ ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στις φωτογραφίες της παράστασης είναι αναπόφευκτη. Η αγριότητα, εξηγεί ο Θ. Παπακωνσταντίνου, είναι το ένα επίπεδο, αλλά την ίδια στιγμή, αν προσέξει κάποιος τις φωτογραφίες, θα δει μια παλέτα χρωμάτων. «Είναι το εικαστικό κομμάτι που πάντα με ενδιαφέρει σε συνάρτηση με τη δραματουργία των κειμένων που επιλέγω. Δηλαδή, την ίδια ώρα που κάποιος μπορεί να φτιάξει κάτι εξαιρετικά βίαιο, μπορεί να φτιάξει και κάτι άλλο. Για εμένα με αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται η ιδέα της κατασκευής που με ενδιαφέρει και με κινητοποιεί σε σχέση με αυτό το έργο».

Επιπλέον υποστηρίζει ότι όπως στο θέατρο έτσι και όλοι οι θεσμοί, οι συγγένειες που υπάρχουν στον κόσμο και μας ορίζουν, είναι κατασκευάσματα. «Το θέμα είναι η δική μας αντοχή απέναντι σε αυτές τις κατασκευές, πώς και μέχρι πότε θα τις χρησιμοποιήσουμε ή θα συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τις αλλάξουμε. Ή, ακόμη καλύτερα, ότι ήρθε η ώρα να μετακινηθούμε εμείς προς κάτι άλλο που αφορά τους εαυτούς μας και την κοινωνία στην οποία ζούμε».

«Ηρθε η ώρα να μετακινηθούμε εμείς προς κάτι άλλο που αφορά τους εαυτούς μας και την κοινωνία στην οποία ζούμε».

Η συζήτηση οδηγείται στο Αλλο που φέρνει ο Διόνυσος και στη συμπερίληψη που συζητάμε σήμερα. «Πρέπει να δημιουργήσουμε τον χώρο για να δεχθούμε μια αλλαγή στη ζωή μας. Την ίδια στιγμή πρέπει να δούμε ποιο είναι το όριο της ανοχής και της διαστολής ενός ανθρώπου για να μην κομματιαστεί, όπως συμβαίνει στον Πενθέα. Να αλλάξει, ναι, αλλά να μη σπάσει, να μην κατακρεουργηθεί», τονίζει ο σκηνοθέτης και πιστεύει ότι «κάθε θεατής μπορεί να βρει κομμάτια του σε αυτή την ιστορία. Ζούμε όλοι, ασχέτως ηλικίας, σε έναν παράλογο κόσμο, τον οποίο προσπαθούμε να καταλάβουμε».

Πόσο αληθινά ανοιχτοί είμαστε να αποδεχθούμε το διαφορετικό ή καταδικασμένοι όπως ο Πενθέας στον μικρόκοσμό μας; «Σίγουρα γίνονται βήματα τα τελευταία χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο πυρήνας της κοινωνίας δεν εξακολουθεί να παραμένει συντηρητικός. Δεν φτάσαμε σε μια κοινωνία ισότητας και αλληλεγγύης». 

Παρατηρεί όμως κάτι ακόμη: «Στο Διαδίκτυο μιλάμε για ορατότητα, αλλά είμαστε σε μια φούσκα. Προστατευμένος είμαι κι εγώ. Συντονισμένος με φίλους μου σε ένα μήκος κύματος, αγνοώ απόλυτα μια άλλη υποκοινότητα η οποία είναι συντονισμένη κάπου άλλου. Χαίρομαι με την επικοινωνία, όλοι είμαστε συντονισμένοι κάπου, αλλά στην πραγματικότητα βλέπω αυτό που θέλω. Δεν είμαστε η ίδια κοινωνία που ήμασταν πριν από 10 ή 20 χρόνια σε κάποια θέματα, αλλά σίγουρα υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη».

Η απόδοση δικαιοσύνης απασχολεί και διαπερνά πολλές δουλειές του Θ. Παπακωνσταντίνου. Είναι κάτι που έμεινε από τα χρόνια της Νομικής που σπούδασε στη Θεσσαλονίκη;. «Πραγματικά δεν έχω καταλάβει ακόμη αν έχει μείνει κάτι. Σε κάποιες φάσεις το σκέφτομαι αν ήταν εντελώς άχρηστη αυτή η σπουδή, ασχέτως ότι ο χρόνος των σπουδών ήταν γόνιμος. Ισως η τραγωδία έχει κάτι από αυτά. Ο αντίλογος και ο διάλογος των επιχειρημάτων που έχουν τα πρόσωπά της. Οσο κι αν είναι ψυχικά φορτισμένα, υπάρχει αντιπαράθεση και πάντα επιχειρήματα του ενός στον άλλον».

Είναι φανερό ότι δεν αγάπησε τη Νομική όσο το θέατρο. «Οσο σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, η επαφή με τον κόσμο του θεάτρου στην πράξη, έσβησε τον κόσμο της Νομικής. Η σχέση ξεκίνησε ως θεατής, έβλεπα παραστάσεις κυρίως σε ανοιχτούς χώρους, τραγωδίες ή Σαίξπηρ, κατέβαινα και στην Αθήνα και έπειτα άρχισε η αναζήτηση και σε κλειστούς χώρους». Αλλά και η προσωπική του αναζήτηση με σπουδές στη δραματική σχολή του «Εμπρός».

Αρα το θέατρο τον έσωσε; «Ξεκάθαρα. Μικρός ήταν το παραμύθι μου και ακόμη είναι. Νιώθω ευλογημένος που τροφοδοτεί τη ζωή μου και ότι μέσα του περιέχει και τη μουσική».
 
Παίζουν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μαριάννα Δημητρίου, Αλεξία Καλτσίκη, Θέμης Πάνου, Αργύρης Πανταζάρας, Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT