Το φάντασμα και ο σκύλος

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το «Ghost Dog» είναι δύο ταινίες: Η μία είναι αφηγηματική, στενή, σχεδόν παραδοσιακή· η άλλη είναι αφηρημένη, τολμηρή, ανοιχτή. Μία ακόμη απόδειξη πως ο Τζάρμους δεν έγινε ποτέ ο μεγάλος σκηνοθέτης που περιμέναμε.

Αν εξαιρέσεις τα πρώτα του φιλμ, και ειδικά το «Πέρα από τον Παράδεισο», μια αμερικανική εκδοχή του Οζου, είναι φανερό πως όταν βρισκόταν στο δωμάτιο του μοντάζ, δεν είχε κουράγιο ν’ απομακρύνει από το τάιμ λάιν του οτιδήποτε περιττό. Ωστόσο, αυτός είναι ο λόγος που έγινε διάσημος και αναγνωρίσιμος, σε σχέση με άλλους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές. Επειδή ποτέ δεν ήταν αρκετά ανεξάρτητος και ποτέ δεν κατάφερε να γίνει, όσο λαχταρούσε, εμπορικός. Στεκόταν πάντα μετέωρος, ανασφαλής και διψασμένος, ανάμεσα σε δύο άβολες καταστάσεις. Τελικά, καμία δεν τον βοήθησε.

Η σεναριακή ιδέα του φιλμ λάμπει, είναι χρυσός: ένας τεράστιος άντρας, σαν αρκούδα ή μαύρο βουνό, ζει σε μια ταράτσα της Νέας Υόρκης εκτρέφοντας περιστέρια. Ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες, τις δολοφονίες και το διάβασμα. Τον βλέπουμε να οδηγεί κλεμμένα αμάξια ακούγοντας ραπ μουσική, ενώ τα νυχτερινά φώτα των δρόμων σκάνε πάνω στο παρμπρίζ. Περπατάει χαιρετώντας τις παρέες που χασομεράνε καπνίζοντας χόρτο στις γωνίες της γειτονιάς. Εχει έναν Γάλλο φίλο που πουλάει παγωτά και μια μικρή φίλη με κοτσίδια. Είναι καλόκαρδος, σιωπηλός, ακριβής. Νιώθει αμήχανα επειδή έχει βρεθεί σε λάθος ταινία, εγκλωβισμένος εκεί, χωρίς τη δυνατότητα να βγει από το κλουβί της: είναι ένα φάντασμα του εαυτού του και είναι πιστός στο αφεντικό του. Σαν σκυλί.

Μετά 25 χρόνια

Ξαναβλέποντας το «Ghost Dog» στο Εκράν, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν ο Τζάρμους είχε αφεθεί στον Φόρεστ Γουίτακερ, με τον όγκο του να τρυπάει την πόλη, και δεν είχε υποδουλωθεί σε μια λυσσασμένη ανάγκη να μιμηθεί τις καλές στιγμές του Σκορσέζε: γκάνγκστερ, γκάφα, βία. Θα ήταν μια διαφορετική ταινία. Και σίγουρα δεν θα προβαλλόταν στους θερινούς κινηματογράφους αυτό το καλοκαίρι.

Τα πράγματα στο σινεμά πρέπει να είναι διάφανα όπως η βροχή, σχεδόν αόρατα στα μάτια του θεατή, προκειμένου να παραδοθεί άνευ όρων στο «λευκό βλέφαρο της οθόνης».

Ομως, όπως ακριβώς ο Γκοστ Ντογκ χρωστάει τη ζωή του στον μικρομαφιόζο Λούι και εκτελεί για χάρη του συμβόλαια θανάτου με τη λεπτότητα ενός σαμουράι και τη δουλικότητα ενός υπηρέτη, έτσι και ο Τζάρμους προσφέρει σε κάποιον το πιο ελεύθερο στέλεχος της ταινίας, ανακατεύοντάς το με κινηματογραφικές συνταγές που δεν οδηγούν πουθενά, πέρα από ένα κλειστό σύστημα εικόνων που ξεθωριάζει με τον καιρό. Για ποιον θυσιάζει τις εικόνες του ο Τζάρμους; Σε ποιον σκύβει το κεφάλι; Ποιον ακολουθεί; Πρέπει κάποτε να το μάθουμε.

Τι είναι αυτό που τον ωθεί να επαναλαμβάνει με εμμονή τη σκηνή που ο Λούι σώζει τον έφηβο Γκοστ Ντογκ από μια αιματηρή συμπλοκή στον δρόμο; Αυτό το υπογραμμισμένο βαρετό φλας μπακ, λες και το κοινό δεν έχει μνήμη ή την πρέπουσα συγκέντρωση, καταντάει ανυπόφορο, μας προσβάλλει. Λες και ο Τζάρμους δεν έμαθε τίποτε από το «Ρασομόν» του Κουροσάβα: τα πράγματα στο σινεμά πρέπει να είναι διάφανα όπως η βροχή, σχεδόν αόρατα στα μάτια του θεατή, προκειμένου να παραδοθεί άνευ όρων στο «λευκό βλέφαρο της οθόνης». Μα σ’ αυτό δεν φταίει ο Τζάρμους, αλλά η Αμερική που στηρίζεται στον μύθο και όχι στην αποδοχή πως μια ταινία είναι ένας εκρηκτικός μηχανισμός που όσο συντηρεί το αίνιγμα, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η συνδεσμολογία.

Το αντίτυπο με τα διηγήματα του Ακουταγκάουα αλλάζει χέρια: από την κόρη του αρχιμαφιόζου, στον Γκοστ Ντογκ και στην Περλίν, υλοποιώντας τις τρεις εκδοχές αθωότητας που στηρίζουν το πιο τρυφερό πλευρό της ταινίας. Η Λουίζ ακόμη να καταλάβει πώς γεννήθηκε μέσα στον υπόκοσμο. Παρακολουθεί τα γεγονότα μ’ ένα ερωτηματικό χαραγμένο στο αθώο της πρόσωπο. Ο Γκοστ Ντογκ σημαδεύει με το όπλο και πάντα ευστοχεί, μα το βλέμμα του παραμένει υγρό και αθώο. Η μικρή κάθεται στο πάρκο, ανυποψίαστη. Δεν ξέρει πόσο εύκολα εξαπλώνεται η ταραχή στον κόσμο. Πίσω από τη γαλήνη, φωλιάζει η βία. Μόνο τα περιστέρια πετάνε.

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που το αγαπημένο διήγημα του Γκοστ Ντογκ και της Περλίν, γραμμένο από τον Ιάπωνα συγγραφέα, είναι αυτό που έχει τον τίτλο «Στο σύσκιο με τα μπαμπού» –εδώ παίρνω τη μετάφραση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοβάλτιο–, μια ιστορία βιασμού πλεγμένη από μαρτυρίες που συγκρούονται μεταξύ τους. Ο Κουροσάβα την επεξεργάστηκε υποδειγματικά για το κλασικό ασπρόμαυρο φιλμ του ’50. Δεν υπάρχει αλήθεια. Υπάρχουν όψεις της αλήθειας. Δεν υπάρχουν γεγονότα. Υπάρχουν παραλλαγές των γεγονότων. Δεν υπάρχει η ταινία «Ghost Dog». Αλλά διάφορες παραποιήσεις της που προβάλλονται στο κεφάλι του κάθε θεατή.

Ετσι, για μένα τουλάχιστον, θα είναι για πάντα μια ρευστή και γενναία ταινία, κινηματογραφημένη με την κάμερα του Ρόμπι Μίλερ, η οποία δικαιώνεται μόνον όταν δραπετεύει από την πλοκή της, λες και θέλει απλώς να κοιτάξει από ψηλά το ξημέρωμα στην πόλη, ενώ βρίσκεται περιτριγυρισμένη από δεκάδες περιστέρια που γουργουρίζουν. Σιχαίνομαι τα περιστέρια. Ευτυχώς, κατεβαίνοντας τη Ζωοδόχου Πηγής, δεν πετυχαίνω κανένα. Κάπου κοιμούνται.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT