Παράλληλοι κόσμοι σε μια βίλα

Η ταξική διαφορά ανάμεσα σε μια οικιακή βοηθό και στους εργοδότες της

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σιωπηλή καμαριέρα ★★★
ΔΡΑΜΑ (2023), 94΄
Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Φάους
Ερμηνείες: Πόλα Γκριμάλντο, Αριάντνα Γκιλ

Κοινωνικά ανήσυχο σινεμά με μοντέρνα ματιά από τον Καταλανό κινηματογραφιστή Μιγκέλ Φάους, σε ένα υποσχόμενο μεγάλου μήκους ντεμπούτο. Η Αννα (Πόλα Γκριμάλντο), μια νέα κοπέλα από την Κολομβία, εργάζεται εσωτερική οικιακή βοηθός στην πολυτελή εξοχική βίλα μιας εύπορης οικογένειας στην Κόστα Μπράβα.

Από τη μια, η νεαρή κοπέλα από την Κολομβία που εργάζεται σκληρά και από την άλλη, τα παιδιά της οικογένειας που ενδιαφέρονται μόνο για πάρτι και σόσιαλ μίντια.

Η αφοσίωση στα αφεντικά της, ωστόσο, θα κλονιστεί όταν θα μάθει πως εκείνα της έχουν δώσει κάποιες ψεύτικες υποσχέσεις σχετικά με την άδεια παραμονής. Ταυτόχρονα, μια άλλη οικιακή βοηθός στη γειτονιά, της φανερώνει έναν γοητευτικό κόσμο θερινών απολαύσεων.

Ο Φάους τοποθετεί σχεδόν εξ ολοκλήρου την ταινία του μέσα στο «κλειστό» περιβάλλον της βίλας, εκεί όπου η Αννα υπηρετεί από το πρωί μέχρι το βράδυ κάθε επιθυμία των εργοδοτών της. Οι τελευταίοι είναι μεν ευγενικοί απέναντί της, φροντίζουν ωστόσο σταθερά να της υπενθυμίζουν τη θέση της. Αυτή η χτυπητή ταξική –αλλά όχι μόνο– διαφορά είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινείται ολόκληρη η ταινία, παρουσιάζοντας ουσιαστικά δύο διαφορετικούς κόσμους, που τέμνονται μόνο όσο χρειάζεται για να συνειδητοποιεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου.

Από τη μια, η νεαρή κοπέλα από την Κολομβία που εργάζεται σκληρά προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της μικρής αδελφής της και από την άλλη, τα δύο παιδιά της οικογένειας, περίπου συνομήλικοί της, απορροφημένα από την εικόνα τους στα σόσιαλ μίντια και τα καθημερινά πάρτι.

Σιωπηλή κραυγή

Ολα αυτά βέβαια ο Φάους δεν τα παρουσιάζει με τρόπο καταγγελτικό ή υπερβολικά σχηματικό. Η ηρωίδα του δεν γίνεται «αγία» ούτε οι πλούσιοι εργοδότες της δαιμονοποιούνται· η προσέγγισή του είναι ήσυχη, σχεδόν σιωπηλή, όπως ο τίτλος της ταινίας, προτιμώντας να σχηματίσει χαρακτηριστικές εικόνες –τα κάδρα του είναι εξαιρετικά– και στη συνέχεια να αφήσει τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Στα θετικά και η μικρή διάρκεια, γύρω στη μιάμιση ώρα, που βοηθάει ώστε να διατηρηθεί σφιχτό το σύνολο, δίχως αχρείαστους πλατειασμούς και παρεκκλίσεις.

Από την άλλη, το φινάλε μοιάζει κάπως βεβιασμένο και αδύναμο, συγκριτικά πάντα με ανάλογες (σπουδαίες) ταινίες, όπως τα εκρηκτικά «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο, που έρχονται αρκετά συχνά στο μυαλό κατά τη διάρκεια και αυτού του φιλμ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT