Το φεστιβάλ όταν έφυγαν τα… τανκς

Η νέα εποχή για τον μεγαλύτερο κινηματογραφικό θεσμό της χώρας άρχισε με το τέλος της κυριαρχίας του Τζέιμς Πάρις

7' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1974 ο άνεμος ελευθερίας φούσκωνε τις προσδοκίες και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο δεκαπεντάχρονος θεσμός έδειχνε να αφήνει πίσω το παρελθόν: την ασπρόμαυρη «Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» της πρώτης εξαετίας (1960-1965). τις λογοκριτικές παρεμβάσεις και τους αποκλεισμούς της δικτατορίας, την άνοδο και την κάθοδο της κινηματογραφικής «βασιλείας» του Τζέιμς Πάρις, την «απομόνωση» της προοδευτικής κινηματογραφίας, την αίγλη και τη λάμψη που επισκίαζε τις οργανωτικές αδυναμίες και τις κρατικές παρεμβάσεις.  

Η σκοτεινή περίοδος όμως έφερνε και νέες κινηματογραφικές φωνές: τη «Νίκη του ελληνικού κινηματογράφου», όπως έγραφε ο ξένος Τύπος το 1966, εκθειάζοντας τις ταινίες των Ροβήρου Μανθούλη, Αλέξη Δαμιανού, Τάκη Κανελλόπουλου, Αλέξη Γρίβα, μιλώντας για «καινούργιες αισθητικές και θεματικές αναζητήσεις», την πρωτοπορία του Νίκου Κούνδουρου και μια νέα γενιά Ελλήνων σκηνοθετών (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Τάσιος, Παπαστάθης, Τάσος Ψαρράς, Τάκης Παπαγιαννίδης, Βασιλική Ηλιοπούλου, Νίκος Αντωνάκος, Κώστας Φέρρης) που «εκτόπιζαν τους εκπροσώπους του αποθνήσκοντος εμπορικού κινηματογράφου», όπως έγραφαν οι κριτικοί της εποχής.

Οι νέες ιδέες, τα όνειρα και η έντονη επαναστατική διάθεση έχασαν τον προσανατολισμό τους τη δεκαετία του ’80, όμως αυτό που ακολούθησε ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Eφερε στο προσκήνιο εκπατρισμένους δημιουργούς, τον Ζυλ Ντασσέν ως πρόεδρο του παράλληλου Διεθνούς Φεστιβάλ και τη Μελίνα Μερκούρη που επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη 14 χρόνια μετά την τελευταία της παράσταση, για να διαδραματίσει αργότερα σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη του θεσμού ως υπουργός Πολιτισμού.

Το φεστιβάλ όταν έφυγαν τα… τανκς-1
Ο Διονύσης Σαββόπουλος τραγουδάει, η Μελίνα Μερκούρη ανάβει τσιγάρο. Η Μεταπολίτευση τα συγχωρούσε και τα επέτρεπε όλα. (Φωτογραφία: ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)

Η ανάγνωση των γεγονότων 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, δεν θα μπορούσε να είναι γραμμική αφού οι μεταγενέστερες πραγματικότητες και η σημερινή πολιτική ορθότητα αναπτύσσουν τις δικές τους συσχετίσεις. Μεσολαβούν, η διαχείριση της μνήμης, τα αιτούμενα κάθε εποχής και οι μορφές για τη διεκδίκησή τους, η οπτική των σινεφίλ απέναντι στην πρωτοποριακή, πειραματική ή πολιτική κινηματογραφική γραφή. «Δυο στιγμές» μιας μαρτυρίας της σκηνοθέτριας Αντουανέττας Αγγελίδη στην «Κ» αποτυπώνουν έναν από αυτούς τους συσχετισμούς. Εχουν διαφορά 44 χρόνια. Και οι δυο αφορούν την προβολή της ταινίας της Idées Fixes / Dies Irae (Παραλλαγές στο ίδιο θέμα). Η πρώτη στο Αντι-Φεστιβάλ των Κινηματογραφιστών, το 1977 στη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη, στο πλαίσιο του «Χώρα, σε βλέπω» της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το 2021 σε ένα αφιέρωμα στο σύνολο του έργου της.

ΣΤΙΓΜΗ ΠΡΩΤΗ (1977). «Το ακροατήριο κραυγάζει ρυθμικά στον παλμό του συγκοπτόμενου λεξικού της ταινίας. Ακούγονται μόνο ανδρικές φωνές που γιουχάρουν το ανοίκειο φιλμ της παλαβής γυναίκας, που βάζει το σώμα της, το αιδοίο της μέσα στο έργο. Αποφασίζω να θεωρήσω ότι αυτό είναι συμμετοχή. Σηκώνομαι και ευχαριστώ. Αρχίζουν να με πλησιάζουν απειλητικά. Ας μιλήσουμε, προτείνω. Και δέχονται. Με κατηγορούν για ελιτίστρια, το έργο μου για μη πολιτικό. Επιχειρηματολογούμε μέχρι τα ξημερώματα. Και την άλλη μέρα συνεχίζουμε στον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων. Λέω πως το είδος γραφής είναι πολιτική πράξη. Πως τα μηνύματα διεισδύουν στο σύνολο των κινηματογραφικών κωδίκων, όπως εμπλέκεται το σώμα της δημιουργού στο έργο. Πως το προσωπικό είναι πολιτικό». 

ΣΤΙΓΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (2021). «Η ίδια ταινία. Η αίθουσα κατάμεστη από νέες και νέους. Δίψα για παθιασμένη συζήτηση, για την εμπλοκή της αβανγκάρντ με τον φεμινισμό, για τις πρωτοπορίες στην Ελλάδα και διεθνώς». 

Ανάμεσα στο 1977 και το 2021, παρατηρεί η κ. Αγγελίδη, «άλλα πράγματα προχώρησαν, άλλα πισωγύρισαν επικίνδυνα. Μια τέτοια ορμή για το καινούργιο πήγε χαμένη. Τι κρίμα! Ομως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ενσωματώθηκαν στη συζήτηση τα φεμινιστικά ερωτήματα που δεν υπήρχαν στην ωμή αντίληψη του πολιτικού. Το 1992 το φεστιβάλ διεθνοποιείται, φέρνει σε επαφή δημιουργούς και κοινό με τον διεθνή κινηματογράφο. Το 2004 ιδρύεται το πρώτο Τμήμα Κινηματογράφου της χώρας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (όπου δίδαξα για χρόνια). Η χώρα θα περάσει οικονομική κρίση, και ο ελληνικός κινηματογράφος μια νέα άνθηση. Τελικά, η σχέση της τέχνης με τη γενικότερη πορεία μιας χώρας δεν είναι ούτε μονοσήμαντη ούτε γραμμική. Ευτυχώς!».

Επανεκκίνηση με… αντιφεστιβάλ και βραβεία του «β΄ εξώστη»

Στην πρώτη μεταπολιτευτική διοργάνωση (1974) ο Παύλος Ζάννας (εμπνευστής και οργανωτής του θεσμού) καλούσε δημόσια φορείς και συλλογικά όργανα «να συνεργαστούν για την αναμόρφωση του φεστιβάλ». Πρωταρχικό αιτούμενο στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια ήταν ένας λειτουργικός θεσμός με νέα οργανωτική ανεξάρτητη μορφή χωρίς τις αγκυλώσεις που δημιουργούσε το νεφελώδες σχήμα ΔΕΘ και υπουργείου Βιομηχανίας στα οποία υπαγόταν το φεστιβάλ. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες και τα υπομνήματα δεν αρκούσαν. Ούτε οι μικρές «νίκες»: κατάργηση της επιτροπής λογοκρισίας και υποβολή ταινιών απευθείας από τους δημιουργούς στην επιτροπή προκρίσεων (1975), αντιφεστιβάλ των «κομμένων» σκηνοθετών, απονομές βραβείων του «β΄ εξώστη» επί σκηνής.

Την πρωτοβουλία πήραν το 1977 κινηματογραφιστές και όλη η πρωτοπορία του ελληνικού κινηματογράφου με πρωτεργάτες τον Παύλο Ζάννα και τον Μανώλη Ανδρόνικο. «Το αντιφεστιβάλ ήρθε σαν ένας αέρας ελευθερίας που μας πήρε και μας σήκωσε. Ηταν μια επαναστατική πράξη στην προσπάθειά μας να τα αλλάξουμε όλα, ελεύθερα, δημιουργικά με δημοκρατικές διαδικασίες και να κάνουμε Τέχνη», θυμάται η ηθοποιός Θέμις Μπαζάκα. Ηταν 16 χρόνων. Συμμετείχε στην ομάδα περιφρούρηση της ανεξάρτητης διοργάνωσης που είχε την υποστήριξη σύσσωμου του κινηματογραφικού και πνευματικού κόσμου παρά την προσπάθεια της ΔΕΘ και του υπουργείου Βιομηχανίας να το σταματήσουν καταγγέλλοντας την πρωτοβουλία ως «κομματική γιορτή» πανηγύρι της εξτρεμιστικής Αριστεράς και περιστασιακών συνεταίρων της. Το υπουργείο Βιομηχανίας παρέδωσε τελικά τη σκυτάλη του θεσμού στην αρμοδιότητα του υπ. Πολιτισμού το 1981 (επί υπουργίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου).

«Ηταν μια επαναστατική πράξη στην προσπάθειά μας να τα αλλάξουμε όλα, ελεύθερα, δημιουργικά και να κάνουμε Τέχνη», θυμάται η 16χρονη τότε Θέμις Μπαζάκα.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία άνοιγε νέο κύκλο διεκδικήσεων και εξελίξεων. Μεγάλο θέμα συζήτησης ήταν το υπό διαμόρφωση κινηματογραφικό νομοσχέδιο το οποίο ψηφίστηκε το 1986. Με νέο σχήμα και με την εκπροσώπηση όλων των σωματείων, δυσκίνητο και γραφειοκρατικό, δυσχέραινε τις προσπάθειες καλλιτεχνικών διευθυντών όπως του Θανάση Ρετζή να θέσει τον θεσμό «σε μια νέα κοίτη χωρίς να χάνει κάτι από την παράδοση». Εν τω μεταξύ, ο «β΄ εξώστης» είχε χάσει τη δυναμική και την αξιοπιστία του· «σκληρό, αγράμματο και αναιδή» τον χαρακτήριζε ήδη από το 1979 ο Τύπος.

Το φεστιβάλ όταν έφυγαν τα… τανκς-2
Το φεστιβάλ υπήρξε χώρος διεκδικήσεων και πολιτικών ζυμώσεων. Επειτα από επτά χρόνια σιωπής, ο εξώστης απέκτησε φωνή και δικαιώματα. (Φωτογραφία: ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)

«Πράγματι το κοινό ήταν πολύ σκληρό», λέει η Θέμις Μπαζάκα. «Εζησα την αποδοκιμασία του ως διαγωνιζόμενη στο “Οστρια”, το τέλος του παιχνιδιού/Ανδρέας Θωμόπουλος, το 1984. Η ταινία δεν άρεσε. Γιουχαΐστηκα. Σηκώθηκα και υποκλίθηκα. Οι κραυγές και τα γέλια σταμάτησαν. Με χειροκρότησαν. Ενα χρόνο πριν είχα φύγει από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών με επευφημίες, μ’ έναν τρελό ενθουσιασμό από το αναπάντεχο βραβείο β΄ γυναικείου ρόλου στο “Ρεμπέτικο” του Κώστα Φέρρη. Το γιουχάισμα όμως με προσγείωσε».

Το φεστιβάλ έμπαινε στην πιο δύσκολη και αβέβαιη εποχή του. Οι αλλεπάλληλες παραιτήσεις διευθυντών σε συνδυασμό με την κρίση του ελληνικού κινηματογράφου (1988), οι συζητήσεις για το παρόν και το ασαφές μέλλον του, οι «απογοητευτικές» και «αμφιλεγόμενης ποιότητας ταινίες» στην επετειακή 30ή διοργάνωση (1989), και η οικονομική στενότητα, σημάδεψαν το τέλος της δεκαετίας του ’80. Το φεστιβάλ τότε «μύριζε μούχλα», θυμάται ο κριτικός κινηματογράφου Θωμάς Λιναράς.

Ο Μισέλ Δημόπουλος

Η σανίδα σωτηρίας ήρθε από τον Μισέλ Δημόπουλο. Το 32ο Φεστιβάλ (1991) σφράγιζε την εποχή του θεσμού ως Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Εκλεισε χωρίς την απονομή επτά βασικών βραβείων, καθώς «η πλειοψηφία των ταινιών υπηρετούσε μια τηλεοπτική, παρά κινηματογραφική αισθητική». Η αισιοδοξία ωστόσο για την αλλαγή της πορείας περίσσευε. 

Με σταθερή την αρχική του έδρα στο Ολύμπιον όπου επέστρεψε (1997) επί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, άπλωσε τη δράση του (1999) σε τέσσερις επιπλέον αίθουσες στην Α΄ προβλήτα του λιμανιού και με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που το καθιέρωνε ως τον κατ’ εξοχήν φορέα διεθνούς προβολής και προώθησης της ελληνικής κινηματογραφικής προβολής, έβαλε πλώρη για τη νέα χιλιετία.

Το φεστιβάλ όταν έφυγαν τα… τανκς-3
Φεστιβάλ εντός και εκτός του φεστιβάλ. Για όλες τις ταινίες, όλους τους κινηματογραφιστές και όλους τους σινεφίλ. Η διάθεση για δημιουργία μεγάλη και η ζήτηση επίσης. (Φωτογραφία: ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)

«Ο Μισέλ Δημόπουλος ήταν ο μάστορας που χάραξε την πορεία του στο μέλλον υλοποιώντας τη σοφή ιδέα της διεθνοποίησης», εκτιμά ο Βασίλης Κεχαγιάς. «Είμαι πεπεισμένος ότι ο εκσυγχρονισμός του ολοκληρώθηκε από τον Μισέλ Δημόπουλο στον οποίο οφείλει και τη σημερινή του εμβέλεια», ομολογεί ο πρόεδρος της ΠΕΚΚ. Ο Δημόπουλος αφουγκράστηκε τις διεθνείς συνθήκες. «Πήρε ένα φεστιβάλ τοπικής εμβελείας, το άνοιξε στον κόσμο, ανανέωσε το κοινό του, απεγκλώβισε την απομόνωση της ελληνικής κινηματογραφίας καλώντας την να συμπορευτεί με την παγκόσμια έβδομη τέχνη» (το τελευταίο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα ήταν το 1997). 

Σήμερα με τις πολιτικές ανακατατάξεις σε όλη την Ευρώπη πρέπει να εφησυχάζουμε; «Ποτέ! Ούτε στιγμή!», λέει ο πολυπράγμων, γνωστός ως μεταφραστής, Αχιλλέας Κυριακίδης, πιστός θαμώνας του φεστιβάλ από τη δεκαετία του ’80. «Στις εποχές που ζούμε κανένας δεν πρέπει να επαναπαύεται σε όποια θέση κι αν βρίσκεται. Το φεστιβάλ άντεξε χάρη στη φιλοτιμία και στους αγώνες δημιουργών που κατάφεραν ακόμα κι όταν η χούντα διέλυσε την πνευματική άνοιξη του 1965-1966 να το κρατήσουν ζωντανό. Πέτυχε θεσμικά, άνθησε και άκμασε χάρη στη δουλειά των Θανάση Ρετζή, Γρηγόρη Δανάλη, Μισέλ Δημόπουλου, Δημήτρη Εϊπίδη, Θόδωρου Αγγελόπουλου κι άλλων πολλών που έβαλαν το λιθαράκι τους σε δύσκολους καιρούς. Είναι πολύτιμο για όλους μας». Πολύτιμο και αναντικατάστατο είναι για τη Θεσσαλονίκη, για τη χώρα· για όλους εμάς που ζήσαμε τις μεταμορφώσεις του, βλέποντας τον πιο επιτυχημένο θεσμό να λειτουργεί βελτιούμενος διαρκώς και με τη νέα διεύθυνση (Ελίζ Ζαλαντό και Ορέστη Ανδρεαδάκη) να βαδίζει σταθερά με αμείωτη ζωντάνια στο ψηφιακό σύμπαν που το περιβάλλει. Το φεστιβάλ άλλαξε το βλέμμα μας, άλλαξε την πόλη. Μαζί τους αλλάξαμε κι εμείς. 
 
Πηγές: Αφιέρωμα: Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 7 Ημέρες «Καθημερινή» (6-11-1994), «50 Χρόνια Φεστιβάλ Κινηματογράφου 1960/2009» (εκδόσεις Ιανός)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT