Πλοπ!

2' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΚΙΟΥΛΕΚΑ
Πλάνης στην πλάνη της
εκδ. Θίνες, 2024, σελ. 128

Στους αντίποδες ποιητών με δυναμικές πρώτες εμφανίσεις σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία βρίσκονται οι ποιητές που κάνουν όψιμα την πρώτη τους εμφάνιση. Υπάρχει ωστόσο ένα χαρακτηριστικό που συχνά ενώνει πρώιμους και όψιμους: μια ορμή καταρρακτώδης, μια πίεση που επιβάλλει όλα να ειπωθούν μέσα σε ένα βιβλίο, σαν να μην υπάρχει αύριο. Καμιά φορά, αυτό συμβαίνει ακόμη και μέσα σε ένα και το αυτό ποίημα όταν, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, συνωστίζονται εκεί υφολογικά και μετρικά ευρήματα, εικόνες και ιδέες. Η διακεκριμένη, γερμανοτραφής αρχιτέκτων Κατερίνα Γκιουλέκα μετέχει αυτής της ορμητικής πληθωρικότητας στα 74 ποιήματα που απαρτίζουν την υπό συζήτηση συλλογή, την πρώτη εκδοτική της εμφάνιση, σε ώριμη ηλικία.

Οταν η/ο αναγνώστρια/της αντιμετωπίζει ένα τόσο εκτεταμένο, περίτεχνο και καταιγιστικό υλικό, είναι φυσικό σαν πρώτη αντίδραση να «κουμπωθεί». Στην περίπτωση της Γκιουλέκα, εντοπίζω στρατηγικές που, συνειδητά ή ασυνείδητα, η ποιήτρια εφαρμόζει για να ξεκουμπώσει τις επιφυλάξεις μας ή, έστω, για να χαλαρώσει κάπως τις σφιχτές κουμπότρυπες. Ενα στοιχείο που μας κερδίζει διαβάζοντας είναι ο ρυθμός, η ποικιλία των ελεύθερα εναλλασσόμενων μέτρων, οι διάσπαρτες ομοιοκαταληξίες, οι παρηχήσεις. Για όποιαν/ον αντιλαμβάνεται την ποίηση (και) ως γλωσσικό εργαστήριο πειραματισμού και ως παιχνίδι με τη γλώσσα, η Γκιουλέκα δίνει πολλές και καλές αφορμές εκτελώντας, σαν περφόρμερ, ανάλογες ασκήσεις. Αυτή η παιγνιώδης διάθεση δεν αφορά μονάχα τη φόρμα αλλά και το περιεχόμενο: μολονότι κάθε τόσο το πράγμα απειλεί να βαρύνει και να μπουκώσει –δεν θα έχανε, κατά τούτο, τίποτε η συλλογή αν της αφαιρούσε κανείς π.χ. τα δύο εισαγωγικά ποιήματα που μοιάζουν με βαρύγδουπες διακηρύξεις αρχών και προθέσεων («Τολμώ» και «Δεσμών Κήδος»)–, έρχονται συχνά πυκνά ο αυτοσαρκασμός αλλά και η τόλμη των επιλογών να σώσουν το παιχνίδι. Χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή είναι ο τρόπος που τελειώνει το τελευταίο ποίημα της συλλογής («Ζώσα ύλη – οργανική ιλύς»), με ένα «πλοπ». Ενώ το ποίημα έχει, αν δεν λαθεύω, θέμα του τον θάνατο και επιχειρεί απολογισμούς πριν από τον οριστικό αποχαιρετισμό και ενώ, με τόνους οριακά πομπώδεις, επιβάλλεται μια ατμόσφαιρα δραματική κατά την έξοδο (με στίχους όπως «καθώς θα πέφτει πελιδνό σκοτάδι την ίδια εκείνη ώρα/ που αστραπιαία σε χώρο πλέον άχρονο/ θα σε τυφλώσει Φως»), έρχεται κολλητά εκείνο το «πλοπ», με πλάγια γράμματα, μέσα σε παρένθεση, και όλα τα αλλάζει.

Ξαναδιαβάζω λοιπόν τη συλλογή υπό τον ήχο της καρτουνίστικης λέξης. Με κερδίζει, επίσης, η σταθερή επιδίωξη να πραγματευθεί η ποιήτρια το γυναικείο πεπρωμένο. Με απωθούν, από την άλλη, λέξεις αφύσικες στην εποχή μας, όπως «[οι] θύμησες», και ποιήματα στρατευμένου διδακτισμού, όπως το «Ανέμελοι της εύφορης κοιλάδας». Ομως σκαλώνω ευχάριστα στο ποίημα «Οι sharks της σαρκός». Και κάπως έτσι συμβαίνει σε ολόκληρο το βιβλίο. Αν η ποιήτρια εμπιστευόταν περισσότερο το χιούμορ και την πνευματική σπιρτάδα που διαθέτει, η καλαίσθητα τυπωμένη συλλογή θα περιλάμβανε ασφαλώς λιγότερα αλλά πιο σφιχτοδεμένα ποιήματα και θα ήταν στο σύνολό της συμπαγέστερη και απολαυστικότερη στην ανάγνωση. Η ανάγκη να πει υπερβολικά πολλά και η κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης στη δουλειά της προδίδεται και από τις «σημειώσεις» στο τέλος, π.χ. η σημείωση για το «Η Γκιουλ Hiver στη χώρα των Καν(ε)ίς»· γιατί ή θα δουλέψει το λογοπαίγνιο αν είναι το ποίημα αποτελεσματικό (το συγκεκριμένο είναι, και παραθέτω ενδεικτικά: «Η προηγούμενη εγώ/ ξεψύχησε από δίψα/ συρρικνωμένη μέσα στη χούφτα μου/ σε μίαν ακατοίκητη κουζίνα του εξήντα») ή δεν είναι αρκετά επιτυχημένο και βέβαια δεν θα σωθεί με την προσθήκη μιας επεξήγησης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT