Κανονίσαμε να τον δούμε στο σπίτι του στην Παλαιά Κηφισιά. Είχα ακούσει για την περίεργη περιοχή όπου ζούσε: σε ένα δεντροφυτεμένο, μεγάλο χώρο δίπλα σε πολυκατοικίες. Θα του ζητούσα κάποιο κείμενο για το περιοδικό μας. Πήρα την Τζένη μαζί μου για παρέα. Νέα κοπέλα, όμορφη. Πήγαμε με το αυτοκίνητό μου. Φθάσαμε στις 11 το πρωί. Hταν μεγάλος, πάνω από εβδομήντα. Δύσμορφος. Αλλά γεμάτος ζωή και δυναμισμό. Μας υποδέχθηκε με χαμόγελο. Το εσωτερικό του σπιτιού του ήταν μισοσκότεινο. Το τριγύριζαν αναμνήσεις. Αρχαία έπιπλα. Φωτογραφίες. Εκείνος αεικίνητος. Να μας ετοιμάσει καφέ. Δεν σταμάτησε να μιλάει. Για τα πάντα. Καθίσαμε απέναντί του. Περνούσαν τα γεγονότα που τον αφορούσαν μπροστά μας σαν αστραπή. Δεν είχα μαγνητόφωνο και το μετάνιωσα.
Η φωτογραφία
Ενώ μας αράδιαζε ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα για το παρελθόν, το βλέμμα μου στρεφόταν ένα γύρο. Eμεινα σε μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία μιας κοπέλας. Με παρακολούθησε. «Φίλη μου», δήλωσε και συνέχισε. Κάθε τόσο σηκωνόταν να ανοίξει κάποιο συρτάρι, να βγάλει χειρόγραφα από μια βαλίτσα. Να απαγγείλει κάτι όρθιος. Τον κοιτούσαμε μαγεμένοι σχεδόν. Eστηνε παράσταση. Μας είπε και για το εγκώμιο του Εγγονόπουλου γι’ αυτόν μέσα στη δικτατορία. Eδειξε και τη φωτογραφία του ποιητή. Hταν τόσο πηγαίος που δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε αυτά που έλεγε.
Μας διηγήθηκε για τον Καχτίτση. Τη σχέση τους. Τις ταλαιπωρίες του συγγραφέα στον Καναδά. Τα βάσανά του με τη γυναίκα του. Oσα του έγραφε κρυφά απ’ αυτήν. Μας διάβαζε αποσπάσματα από τα γράμματά του. Μια γνωριμία μέσω επιστολογραφίας. Δεν σταματούσε. Τον συνοδεύαμε με επιφωνήματα και μικρά σχόλια. Αυτά μόνο μπορούσαμε να αρθρώσουμε. Πήγε πολύ πίσω στον συγγενή του στρατιωτικό. Δεν θυμάμαι τι είπε. Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι, όπως και η Τζένη. Αυτός συνέχιζε απτόητος. Είπε για τον Μακρή, τη δυστυχία του. Το σκόρπιο αρχείο του. Τη δεινή του προφορικότητα. Το τέλος του. Διηγήθηκε το περιστατικό με την αυτοκτονία του. Ολ’ αυτά μαζί με διάφορα σκόρπια γεγονότα του βίου του.
Κάθε τόσο σηκωνόταν να ανοίξει κάποιο συρτάρι, να βγάλει χειρόγραφα από μια βαλίτσα. Να απαγγείλει κάτι όρθιος. Τον κοιτούσαμε μαγεμένοι σχεδόν. Eστηνε παράσταση.
Μιλούσε ασταμάτητα, αεικίνητος. Να μας δείχνει γράμματα, φωτογραφίες, συνεντεύξεις και εμείς να μηρυκάζουμε. Hταν τόσο πληθωρικός, αέρας που φύσαγε ακατάστατος. Δεν σκέφθηκα τότε να καταγράψω σπίτι τις εντυπώσεις μου. Τις άφησα να κατασταλάξουν και οι περισσότερες μου διέφυγαν. Αλλά ήταν και η παρουσίασή τους εντυπωσιακή. Τι παράσταση… Eπαιζε με τις ώρες τον εαυτό του, τον μυστικό, αυτόν που δεν εμφάνιζε πουθενά. Μπορεί σε κάποιες γυναίκες του. Iσως. Hταν ένα κρυμμένο αρχείο, που άνοιγε απότομα και έκλεινε. Αποσπασματικά. Εάν είχα προνοήσει να καταγράψω όλα όσα έλεγε, θα έβγαζα βιβλίο, με τον ίδιο αγνώριστο: περιχαρή, αεικίνητο. Πρόλαβε και τράβηξε αργότερα η φίλη Στεφανή επεισόδια για την τηλεόραση μαζί του. Δεν ξέρω μπροστά στον φακό ποια ήταν η αντίδρασή του. Οχι αυτή που μας έδειξε εκείνη την ημέρα, ασφαλώς. Που δεν είχε μηχανές αλλά τα μάτια και το μυαλό μας. Αλλά η αμέλειά μου με εμπόδισε να γράψω αμέσως. Ας έλεγα για καταστάλαγμα. Για να δικαιολογηθώ μετά. Oταν θα χρειαζόταν να σημειώσω όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Oπως τώρα, που έχω στο μυαλό μου την εικόνα του, τις κινήσεις του αλλά αποσπάσματα όσων έλεγε. Και δεν αποτύπωσε πουθενά. Τα διαλείμματα στην Ιστορία, τις απαλές του παρατηρήσεις, τα σχόλιά του για το φως, τη σκόνη. Για τον εαυτό του, τη μοναξιά του, τις απασχολήσεις του. Τα ξενύχτια του. Αυθόρμητα, εξομολογητικά.
Μεταμόρφωση
Είχε μεταμορφωθεί σε κάτι εξωπραγματικό. Δεν ήταν ο ίδιος που μας υποδέχθηκε. Οι κινήσεις του σώματος, τα χέρια, η φωνή του είχαν αλλάξει. Εάν δεν τον είχα διαβάσει θα έλεγα ότι ήταν ένας μοναδικός προφορικός λόγιος, που μετέδιδε ολοζώντανη τη θέρμη του. Το μικρόφωνο, εάν υπήρχε, θα έπρεπε να είναι κρυφό, να μην το ξέρει. Διαφορετικά θα υποκρινόταν, ήμουν βέβαιος γι’ αυτό. Τώρα ήταν εκεί και έδινε ολόκληρο τον εαυτό του σ’ ό,τι έλεγε. Από το πιο ασήμαντο έως το πιο καίριο. Τον θυμάμαι να τριγυρίζει ολόγυρά μας και να μιλάει ασταμάτητα. Είχαμε χάσει τον έλεγχο.
Κατά τις 8 το βράδυ μας έριξε την πρόταση –καλύτερα: μας πίεσε– να μας κεράσει σε μια ταβέρνα που ήταν κοντά στο σπίτι του. Στο αυτοκίνητό μου είχε σκύψει από το πίσω κάθισμα και μας έλεγε διάφορα. Στην ταβέρνα δεν σταμάτησε. Καθίσαμε απέναντί του και ακούγαμε. Κυριολεκτικά ξέπνοοι τον ακολουθήσαμε μετά σε μια βόλτα στον κήπο του. Εκεί με ένα φακό μας απαριθμούσε τα φυτά του. Τα χάιδευε. Μας είπε για τις πυγολαμπίδες που λιγόστευαν πια. Μετά τα μεσάνυχτα οδηγώντας έριχνα φευγαλέες ματιές στην Τζένη που καθόταν αμίλητη δίπλα μου.