Αλλαξε ο τρόπος που ακούμε μουσική

Από το πικάπ φτάσαμε στο Spotify και από τους «κύκλους τραγουδιών» στα νάιλον βίντεο κλιπ των «απόλυτων σταρ»

8' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To 1960, ο αδυσώπητος πολιτικός διχασμός, η φτώχεια και η μετανάστευση ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία. Και όμως, τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, πλήθος μουσικόφιλων πλημμύρισε την εστία των Κρητών φοιτητών για να παρακολουθήσει τη συζήτηση με θέμα ποιος «Επιτάφιος» (αυτός σε ενορχήστρωση Χατζιδάκι με τη Μούσχουρη ή εκείνος σε ενορχήστρωση Χιώτη με τον Μπιθικώτση) ταίριαζε καλύτερα στην ολόδροση μουσική του Θεοδωράκη και τη σπαρακτική ποίηση του Ρίτσου. Είχε σημασία: Στον «Επιτάφιο» συναντήθηκαν για πρώτη φορά η λαϊκή παράδοση και η λόγια δημιουργία, ο αστικός κόσμος και η αριστερή διεκδίκηση. Αυτό υπήρξε το έργο που σηματοδότησε τη γέννηση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού

Μαζί με την κοινωνία, η επταετία της δικτατορίας μαγάρισε και το ελληνικό τραγούδι με ρηχότητα και νεοπλουτισμό. Και όμως: Λίγο πριν και λίγο μετά τη Μεταπολίτευση, παλαιοί και νέοι δημιουργοί μας πρόσφεραν πλήθος από νέους ανθούς που οφείλουμε στη σπορά του ’60. Μέσα σε μόλις μία δεκαετία, κυκλοφόρησαν δίσκοι που αγαπήθηκαν και αναδείχθηκαν ιστορικοί. «Ο Μεγάλος Ερωτικός» (Μάνος Χατζιδάκις, 1972), «Βρώμικο ψωμί» (Διονύσης Σαββόπουλος, 1972), «Στην Ανατολή» (Μίκης Θεοδωράκης, 1974), «Το Μεγάλο μας τσίρκο» (Σταύρος Ξαρχάκος, 1974), «Μετανάστες» (Γιάννης Μαρκόπουλος, 1974), «Τα τραγούδια μας» (Μάνος Λοΐζος, 1976), «Η εκδίκηση της γυφτιάς» (Νίκος Ξυδάκης, 1978), «Ο Σταυρός του Νότου» (Θάνος Μικρούτσικος, 1979), «Φατμέ» (Νίκος Πορτοκάλογλου, 1981) και πόσοι ακόμη. 

Συνθέτες διαφορετικών γενεών εκφράζονταν τότε με κύκλους τραγουδιών με μουσική και στιχουργική ενότητα, καθώς και με κοινωνικές αιχμές, που συχνά δημιουργούσαν στις παρέες τη διάθεση να ανταμώνουν σε κάποιο σπίτι για να τους ακούν μαζί. Κάθε τόσο, καινούργια ορμητήρια αναδείκνυαν ταλαντούχους νέους καλλιτέχνες. Μόνον ο Χατζιδάκις, μεταξύ 1975 και 1991, δημιούργησε το πρόγραμμα του Τρίτου, το περιοδικό «Τέταρτο», τους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας και της Καλαμάτας, τον Μουσικό Αύγουστο του Ηρακλείου και τον «Σείριο». 

Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, η αναβίωση του παλιού λαϊκού μέσ’ από τις νεανικές κομπανίες εξέφρασε και την πολιτική ευφορία της εποχής. «Η εκδίκηση της γυφτιάς» και «Τα τραγούδια της Χαρούλας» μάς πρόσφεραν τον ευφάνταστο, ανατρεπτικό λόγο του Μανώλη Ρασούλη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, νέοι τραγουδοποιοί, όπως οι Φατμέ και οι αδελφοί Κατσιμίχα, μελοποίησαν με ηλεκτρικό ήχο τον βιωματικό τους στίχο. Μια δεύτερη ομάδα ομοτέχνων τους, με τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου κ.ά., κέρδισε τη δική της θέση στο ελληνικό τραγούδι της δεκαετίας του ’90. Η ρίμα του θυμού, το λόου μπαπ και το χιπ χοπ πήραν σειρά και συνεχίζουν μέχρι σήμερα με μεγάλη δημοφιλία ανάμεσα στους νέους. 

Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες λιγόστεψαν απογοητευτικά οι νέοι κύκλοι τραγουδιών. Τα επιδεικτικά βίντεο κλιπ πρόσφεραν αφειδώς τηλεοπτικό χρόνο στα ιδιωτικά κανάλια, που είχαν αρχίσει να μεταλλάσσουν υστερόβουλα τη μαζική κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας. Σε μια συνέντευξή μας το 1991, ο Χατζιδάκις μου είχε πει πως, όταν αποκαλύφθηκε το ρεμπέτικο, «αρχικά, το πανίσχυρο τότε ελαφρό το πολέμησε. Ομως, έπειτα οικειοποιήθηκε το ντύσιμό του. Ετσι δημιουργήθηκε το λεγόμενο “ελαφρολαϊκό”, αυτό το θλιβερό κατασκεύασμα που έχει φτάσει ώς τις μέρες μας, οπότε και κυριαρχεί». 

«Ζούμε την εισβολή του Τίποτα», θα συμπέραινε την ίδια εποχή ο Πορτοκάλογλου. Βεβαίως, συνέχισαν να καταγράφονται νέες εκδοχές μουσικής ψυχαγωγίας.  Π.χ. η παρέα Κραουνάκη Νικολακοπούλου –  Πρωτοψάλτη Βουτσινά Παντελιδάκη θα αποδείκνυε με τη «Λεωφόρο» ότι ένα ψυχαγωγικό πρόγραμμα μπορούσε να αποτελεί καλλιτεχνική πρόταση και ταυτόχρονα να έχει καρδιά. Εξω καρδιά.  

«Λαϊκοπόπ»

Ενα νέο «κατασκεύασμα, όμως, έχει φτάσει έως τις μέρες μας, οπότε και κυριαρχεί». Ο καινούργιος συνδυασμός αφορά πλέον το ελαφρολαϊκό και την ποπ. Η λαϊκοπόπ εξυπηρετεί καθημερινές, πολύωρες μαζικές ανάγκες. Ανατρέχω ξανά στον Χατζιδάκι: «Είναι πλάνη ότι στη δεκαετία του ’60 κυριαρχούσε το καλό τραγούδι», μου είχε επισημάνει. «Η διαφορά είναι ότι το τότε ελαφρό τραγούδι γνώριζε ποια ήταν η θέση του. Ενώ το σημερινό αντίστοιχό του καταχράται δίχως όρια όποιους ρόλους μπορεί». Και σε άλλη στιγμή: «Η έννοια της λαϊκότητας στην  εποχή μας έχει διαστραφεί επικίνδυνα. Λαϊκό θεωρείται σήμερα ό,τι δεν προέρχεται από τον λαό, αλλά τον κολακεύει τόσο, ώστε να το καταναλώσει».

«Είναι πλάνη ότι στη δεκαετία του ’60 κυριαρχούσε το καλό τραγούδι. Η διαφορά είναι ότι το τότε ελαφρό τραγούδι γνώριζε ποια ήταν η θέση του. Ενώ το σημερινό αντίστοιχό του καταχράται δίχως όρια όποιους ρόλους μπορεί». Μάνος Χατζιδάκις

Πιο οργανωμένη από ποτέ, η λαϊκοπόπ χρησιμεύει ως ρεπερτόριο για αρκετούς ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, για τις πίστες, για τα τηλεοπτικά ριάλιτι, για τις εμβριθείς συζητήσεις στα πρωινάδικα και, βέβαια, για να κολακεύει μεγάλο μέρος του κοινού που δεν έχει άλλα ερεθίσματα. 
Τι είναι αυτό ωστόσο που κατέστησε αυτό το είδος διασκέδασης τόσο ισχυρό σε μια κοινωνία που, λίγα χρόνια πριν, εναγκαλιζόταν ένα γνήσιο, ζωογόνο, βιωματικό τραγούδι με βαθιά καταγωγή στη συλλογική της μνήμη; Και παράλληλα, τι είναι αυτό που αλλοίωσε τόσο πολύ το νόημα που δίναμε στην πολιτική, στον δημόσιο λόγο, στη μαζική κουλτούρα; Ισως, μεταξύ άλλων, είναι το παγκόσμιο ξεθώριασμα της ιδεολογίας που συνήγειρε μεγάλο μέρος αυτής της κοινωνίας και εκφραζόταν με αυτό το τραγούδι. Οι κυνικές διαψεύσεις εντός της χώρας μας βοήθησαν στη συνέχεια να επικρατήσει το λάιφσταϊλ όχι μόνον ως διασκέδαση, αλλά και ως ιδεολογία. Το πιο ανήσυχο τραγούδι, που δεν έχασε το σφρίγος του στα χρόνια της στυγνής ανελευθερίας, άρχισε να χλωμιάζει σ’ εκείνα της αγοραίας ελευθεριότητας. «Το Διογένης Παλλάς έρχεται σαν επιστέγασμα, σαν ένα αίτημα μιας κοινωνίας που το γεμίζει, ενώ το Μέγαρο της Μουσικής είναι ένα όνειρο εκείνων που το κατασκεύασαν και διόλου καθολικό αίτημα του τόπου», με προσγείωνε ο Χατζιδάκις. Υμνητικές συνεντεύξεις από τους νεόκοπους «απόλυτους σταρ» έπαιρναν πια και ορισμένοι πολιτικοί συντάκτες. Οι ώρες της ιδιωτικής τηλεόρασης ποτέ δεν είναι αρκετές όταν πρόκειται για την προβολή του αγοραίου τραγουδιού. Μεγάλο μέρος του κοινού έχει την ανάγκη μιας ευδαιμονικής μεταμφίεσης. Από τις αφίσες έως το Instagram, το photoshop είναι το καινούργιο μακιγιάζ. 

Από την άλλη, καλλιτέχνες όπως ο Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Αγγελάκας αποφεύγουν τα ΜΜΕ. Και όμως, εξακολουθούν να γεμίζουν στάδια με νέους.

Η διαδικτυακή ακρόαση έχει επηρεάσει και τον τρόπο παραγωγής

Είναι ενδιαφέρον ότι η τεχνολογία εξελίχθηκε παράλληλα με τις συνήθειες του κοινού. Τόσο συστηματικά, ώστε συμβάλλει πλέον και στη διαμόρφωσή τους. Οταν ακόμη κυκλοφορούσαν πολλά concept album, η τεχνολογία του πικάπ μάς αποθάρρυνε από το να διακόψουμε την τελετουργία της ακρόασης (συχνά επρόκειτο όντως για τελετουργία). Τα cd player μας εξοικείωσαν με μια διαφορετική, συνεχώς διακοπτόμενη διαδικασία. Το Ιντερνετ ενίσχυσε την έξη στη δειγματοληπτική ακρόαση. Ενώ το Spotify την αξιοποίησε στατιστικά. Σύμφωνα με έρευνα, το 35% των ακροατών του μετά τα πρώτα 30 δευτερόλεπτα περνάει στο επόμενο τραγούδι. Και στο 24% αρκούν μόλις πέντε δευτερόλεπτα, πριν το εγκαταλείψει.

Η διαδικτυακή κατανάλωση της μουσικής επηρεάζει και την παραγωγή της. Σχεδόν κάθε μουσικής. Καθώς το νεανικό κοινό της πλατφόρμας κλασικού ρεπερτορίου Ιdagio προτιμά το μπαρόκ, μερικές ιστορικές δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν να στηρίζουν και εκείνες αυτό το μουσικό είδος, ώστε να ανανεώσουν το «περιεχόμενο» (το content, σύμφωνα με τη διαδεδομένη κενολογία του μάρκετινγκ). Το content που διαθέτει η Ιdagio στο κοινό. 

Ειδικά στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, ελάχιστοι νέοι δίσκοι εκδίδονται. Κυρίως ακούμε μεμονωμένα τραγούδια μέσω του Ιντερνετ. Η διάρκειά τους έχει τυποποιηθεί. Πόσο καιρό έχετε ν’ ακούσετε (σε ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο) ένα μικρό έπος όπως το «Stairway to Heaven», το «Bohemian Rhapsody», αλλά και το «Φάνης» και το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο»;

Πρόκειται, ασφαλώς, για σπάνια, εξαιρετικά τραγούδια. Ομως, δεν έμειναν στο περιθώριο. Εκφράζουν πάντοτε μια εποχή όπου η δημιουργία και η λατρευτική αποδοχή της μουσικής καθρέφτιζαν ανεπιφύλακτα και ενθαρρυντικά, ό,τι ήμασταν, θαυμάζαμε ή προσδοκούσαμε. 

Σήμερα, ο καθένας μας διαθέτει από μιαν άυλη δισκοθήκη της ψηφιακής μας ανυπομονησίας. Νομίζουμε ότι ακούμε πολλή μουσική, αλλά στην πραγματικότητα ακούμε πολλή από την ίδια σε άτολμες παραλλαγές.

Οι εξαιρέσεις

Ευτυχώς, υπάρχουν εξαιρέσεις: Σύμφωνα με τη Media Inspector, το πρώτο πεντάμηνο του 2024, το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ μετέδωσε 8.452 διαφορετικά τραγούδια. Δηλαδή, από έξι έως είκοσι φορές περισσότερα απ’ όσα μετέδωσαν ιδιωτικοί σταθμοί με επίσης ελληνικό ρεπερτόριο.  

Τα κοινωνικά δίκτυα δεν απουσιάζουν από την αδιάκοπη εναλλαγή καταναλωτικών ερεθισμάτων. Ολο και περισσότεροι συμμετέχουν σε αυτό που ο Φοίβος Δεληβοριάς εύστοχα χαρακτηρίζει «αυτοσελεμπριτοποίηση». Στο TikTok θεωρούν ότι «η κοινότητα έλκεται από τραγούδια που είναι γεμάτα από αυτοπεποίθηση, ενδυνάμωση, ηχητικά μοναδικά και χορευτικά». Eύκολα μπορεί κανείς να αναλύσει ποια κομμάτια έχουν καλή απόδοση κάθε εβδομάδα, βάσει του αριθμού των βίντεο στα οποία αυτά ακούγονται. Πολλοί φιλόδοξοι νέοι μουσικοί σπεύδουν να τα μιμηθούν.  

Καθώς όλα αλλάζουν, δεν θα μπορούσαν να εξαιρεθούν οι μουσικές πηγές. Σύμφωνα με έρευνες της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ενωσης (EBU), οι Ευρωπαίοι πολίτες αφιερώνουν σχεδόν 60 λεπτά λιγότερα στην ακρόαση ραδιοφώνου σε σχέση με το 2003. Προτιμούν τα smartphones. Αντίθετα, η ακρόαση των πλατφορμών music streaming αυξάνεται. Σε έρευνα που διεξήγαγε η Διεθνής Ομοσπονδία της Φωνογραφικής Βιομηχανίας (IFPI) το καλοκαίρι του 2022 σε 18 αγορές, πάνω από το 50% των χρηστών του Διαδικτύου ηλικίας 16-64 ετών άκουγε μουσική από πλατφόρμες σαν το Spotify, το Apple Music κ.ά.

Ζούμε λοιπόν σε ένα μουσικό περιβάλλον οργανωμένο με καταναλωτικά κριτήρια; Δεν υπάρχει κάτι ξεχωριστό, κάτι μεγάλο στο οποίο καλλιτέχνες και κοινό να κατατείνουν, όπως αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση; Και δεν μπορούμε πια να περιμένουμε δημιουργικά απρόοπτα; Ακόμη και αν όλα τα προηγούμενα αληθεύουν, το τελευταίο σίγουρα δεν αληθεύει, και αυτό είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα σε μια γιορτινή επέτειο όπως τα 50 χρόνια δημοκρατίας. 

Σημαίνουσες προσωπικότητες ανάμεσα στους νέους δημιουργούς δεν έχουν φανεί. Ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, αρκετά τραγούδια συνεχίζουν να καταγράφουν με οξυδέρκεια και ευαισθησία τον τρόπο που αλλάζουμε. Ανανεώνουν έτσι τη συλλογική μας μνήμη απέναντι στην επελαύνουσα συλλογική μας αμνησία.

Σε μια συζήτησή μας το 2012, ο Θεοδωράκης υποστήριξε ότι «στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 συντελέστηκε η “κατεδάφιση” που μετάλλαξε ριζικά τον ελληνικό λαό. Χάθηκε το ήθος, υποβαθμίστηκε το μορφωτικό μας επίπεδο, εκμηδενίστηκε η πολιτιστική μας αγωγή». Για να προσθέσει, όμως: «Παρ’ ολ’ αυτά, οι Ελληνες πάντα κάτι συνθέτουν». 

Πολλοί νέοι καλλιτέχνες δεν παύουν να δοκιμάζονται με ταλέντο, επιμονή και χιούμορ, δίχως τις προκαταλήψεις των παλιών. «Ο νέος Χατζιδάκις μπορεί να είναι ένα παιδί που δουλεύει κούριερ», με είχε αιφνιδιάσει κάποτε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. «Οφείλουμε να τον ανακαλύψουμε». 
 
*Ο κ. Φώτης Απέργης είναι δημοσιογράφος, διευθυντής των μουσικών σταθμών της ΕΡΤ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT