Ενα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά στη σύγχρονη δημιουργία της λεγόμενης «λόγιας» μουσικής βρίσκεται στο σημερινό Παρίσι. Αλλά είναι από την Ελλάδα, από τη Θεσσαλονίκη για την ακρίβεια. Λέγεται Σοφία Αβραμίδου και ο ήχος της είναι ασυνήθιστος, αλλόκοτος, τρομακτικός κατά τόπους, επιθετικός ενίοτε, υποβλητικός, γεμάτος εκπλήξεις και οπωσδήποτε άκρως προσωπικός και ιδιαίτερος.
Για τη μουσική της Αβραμίδου μου πρωτομίλησε ο Αντώνης Στεφάνου, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Μου έστειλε τρία βίντεο με έργα της. Ηταν οι «Μεταλλαγές», το «Geranomachie», το «Α Hug To Die» – έπειτα μόνος ανακάλυψα και το «Keep Digging the Hare Hole». Ομολογώ ότι μου ανοίχτηκε ένα ηχητικό σύμπαν, οργανικό, πλήρες, παλλόμενο. Και αυτό μέσα από φαινομενικά παράταιρους συνδυασμούς μουσικών οργάνων ή/και ανορθόδοξη χρήση τους. Η Αβραμίδου πρέπει να έχει ένα «εσωτερικό αυτί» και να πιάνει ηχητικές δυνατότητες που διαφεύγουν στους υπόλοιπους.
Η πιο πρόσφατη δουλειά της Αβραμίδου είναι από τις κορυφαίες της έως τώρα: η «λοξή» όπερα –ή μουσική παράσταση, αν προτιμάτε– με ερμηνευτές και μαριονέτες «De l’autre côté d’Alice» (Από την άλλη πλευρά της Αλίκης), βασισμένη στο δεύτερο βιβλίο του Λούις Κάρολ «Η Αλίκη πίσω από τον καθρέφτη». Το λιμπρέτο, μου είπε η ίδια η συνθέτις σε ένα σύντομο πέρασμά της από την Αθήνα προτού επιστρέψει στη βάση της, το Παρίσι, «είναι της εξαιρετικής ηθοποιού και συγγραφέως Mélanie Le Moine».
Ας μην τα λέω εγώ όμως άλλο. Ο λόγος στην ίδια τη Σοφία Αβραμίδου.
• Μουσική ξεκίνησα από πολύ μικρή στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκα σε ένα σπίτι στο οποίο υπήρχαν πολλά μουσικά όργανα. Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη αγάπη στη μουσική, ερασιτεχνικά. Ηταν γιατρός, ωστόσο είχε πάντοτε αυτή την τάση να ανακαλύπτει διαφορετικά μουσικά όργανα. Επαιζε ως αυτοδίδακτος, είχε μουσικό αυτί όπως λέμε, οπότε το σπίτι μας ήταν ένα μικρό μουσικό μουσείο.
• Ανακάλυψα την αγάπη μου στη μουσική και μέσα από τη φωνή μου. Το τραγούδι ήταν για μένα μια αβίαστη πηγή έκφρασης από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η γιαγιά μου τραγουδούσε σεφαραδίτικα τραγούδια. Η μία μου γιαγιά γεννήθηκε στην Κριμαία μετά τον διωγμό της οικογένειάς της από την Αργυρούπολη (σημερινή Γκιούσχανε) της Τουρκίας. Η άλλη μου γιαγιά έχει γεννηθεί στην Κερασούντα. Και οι δύο γιαγιάδες τραγουδούσαν. Η άλλη τραγουδούσε ποντιακά τραγούδια, οπότε η επαφή μου με το τραγούδι ήταν συνεχής και στενή από πάρα πολύ νωρίς. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα να τραγουδάω. Είναι κάτι που έγινε πάρα πολύ πηγαία και αβίαστα. Υπήρχε κι ένα πιάνο στο σπίτι. Οπότε για μένα ήταν μονόδρομος, ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική. Δεν είναι ότι κάποια στιγμή το αποφάσισα.
• Ζήτησα και έκανα μαθήματα πιάνου στο ωδείο, τελείωσα το Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο, έπειτα το Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο. Εκεί πήρα και την κατεύθυνση της σύνθεσης. Στα 18 δεν συνέθετα τη δική μου μουσική αλλά έκανα διασκευές για τα διάφορα μουσικά σχήματα με τα οποία συνεργαζόμουν. Ηθελα να διασκευάζω για ασυνήθιστα μουσικά όργανα, ήδη από τότε, αλλοιώνοντας κάπως τον αρχικό χαρακτήρα των τραγουδιών, να δίνω μια δική μου διάσταση στα ήδη υπάρχοντα τραγούδια. Αυτοσχεδίαζα πάρα πολύ. Καταλάβαινα ότι είχα κάτι πολύ προσωπικό να μοιραστώ οπότε ακολούθησα την κατεύθυνση της σύνθεσης.
Τα ακούσματα
• Ακουγα τους κλασικούς αλλά μεγάλωσα και με τη μουσική του Χατζιδάκι, όπως και της Λένας Πλάτωνος. Και οι δύο με έχουν καθορίσει. Επίσης αγαπούσα πολύ το σινεμά και την κινηματογραφική μουσική, «ζευγάρια» όπως τον Νίνο Ρότα και τον Φελίνι, τον Ενιο Μορικόνε και τον Τζουζέπε Τορνατόρε, τον Μπέρναρντ Χέρμαν και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, Ντάνι Ελφμαν και Τιμ Μπάρτον – από τους λατρεμένους μου ο Ελφμαν. Αυτό το ονειρικο-εφιαλτικό στοιχείο έγραψε με κάποιο τρόπο μέσα μου.
Το τραγούδι ήταν για μένα μια αβίαστη πηγή έκφρασης από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Η μία μου γιαγιά τραγουδούσε σεφαραδίτικα τραγούδια, η άλλη ποντιακά.
• Αφού ολοκλήρωσα σπουδές στο Αριστοτέλειο, πήγα στη Ρώμη, στη μουσική Ακαδημία της Σάντα Σετσίλια για μεταπτυχιακές σπουδές, τις δεύτερες δηλαδή μετά το Αριστοτέλειο. Εκεί έκανα τρία χρόνια σύνθεση και μετά έφυγα στο Παρίσι διότι κατάλαβα ότι εκεί μπορεί να έβρισκα αυτά που αναζητούσα μέσα μου. Εζησα εκεί επτά χρόνια και βρήκα μια ελευθερία που δεν ήταν μονάχα καλλιτεχνική. Δεν ξέρω όμως αν έγινε «πατρίδα» μου. Δυσκολεύομαι πολύ με αυτή τη λέξη. Ούτε την Ελλάδα νιώθω πια ακριβώς ως πατρίδα. Νιώθω λίγο σαν ξένη όταν έρχομαι εδώ, αλλά και στο Παρίσι συμβαίνει αυτό, απλώς στο Παρίσι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για αυτό που κάνω. Υπάρχει αυτή η ένωση ενεργειών και η αμοιβαία κατανόηση και σύνδεση, ζωτικής σημασίας όλα αυτά. Ωστόσο ο τόπος μου είναι η μουσική, εκεί νιώθω σπίτι μου.
• Στο Παρίσι το πρώτο διάστημα έκανα κι άλλες δουλειές. Το Παρίσι δεν έχει ανάγκη κανέναν, δεν με είχε ανάγκη και το ήξερα, μάλλον εμείς έχουμε ανάγκη το Παρίσι οπότε έπρεπε να προσαρμοστώ, να συστηθώ, να στήσω έναν κύκλο, να βιοποριστώ ώστε να μπορώ να κάνω τη μουσική μου. Η μεγάλη ευκαιρία ήταν να γράφω μουσική η οποία να παίζεται. Είχα τότε μια ανάθεση από την Μπιενάλε της Βενετίας. Τα χρήματα ήταν ελάχιστα αλλά ήταν σημαντικό για μένα. Πλέον, έχω αναθέσεις στο Παρίσι για μέχρι το 2027, το 2028.
• Το «De l’autre côté d’Alice» έχει μια πολύ σύγχρονη διάθεση και ισχυρές αναφορές στην πατριαρχία, στην ελευθερία – όχι μόνο τη σωματική μα και την πνευματική. Είναι και μια αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας. Η αισθητική του είναι γεμάτη από το nonsense πνεύμα του Κάρολ. Η σκηνοθέτις της παράστασης, Aurelie Hubeau, έδωσε μια ποιητική διάσταση μέσα από τη λεπτότητα του θεάτρου αντικειμένων. Είναι μια ώρα μουσική, μουσικό θέατρο για τέσσερις μουσικούς, σοπράνο και τέσσερις μαριονετίστες. Είναι μια συνεργασία με το Ensemble Intercontemporain, το Institut International de la Marionnette και το κέντρο Grame ηλεκτρονικής μουσικής. Η μαριονέτα προέρχεται από έναν άλλο κόσμο, αλλά έρχεται να μιλήσει για τον άνθρωπο δίνοντας μια πολύ ποιητική και υβριδική διάσταση στα πράγματα.
• Η μουσική μου εμπνέεται από τη λογοτεχνία, από τη μυθολογία, από θεατρικά έργα, από τις ιστορίες των αδελφών Γκριμ. Εχω γράψει πολλά έργα εμπνευσμένα από τις ιστορίες τους, όπως το «Κορίτσι χωρίς χέρια», «Χάνσελ και Γκρέτελ», «Ο λύκος και τα επτά κατσικάκια». Με ενδιαφέρουν οι αντιθέσεις μεταξύ λογικού και παράλογου, αγνού και κυνικού. Αυτά τα δίπολα, μεταξύ φαινομενικής ισορροπίας και της απόλυτης ανισορροπίας.
• Εχω συνθέσει το έργο «Géranomachie» (Γερανομαχία) για 24 μουσικούς και ηλεκτρονικά το οποίο είναι εμπνευσμένο από τον μύθο της Οινόης – τη μάχη μεταξύ γερανών και πυγμαίων. Το έργο πραγματεύεται αυτά τα αντιφατικά στοιχεία: πουλιά και άνθρωποι, ουρανός και γη, ζωή και θάνατος. Αυτά τα αντιθετικά στοιχεία συμβολίζονται από τον ακουστικό και τον ηλεκτρονικό ήχο. Αλλοτε δημιουργούν ένα περίτεχνο και οργανικό ηχητικό περιβάλλον, ενώ άλλες φορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση και διχοτομία, δίνοντας την αίσθηση της πραγματικής μάχης. Ολο αυτό έχει μια αντανάκλαση σε ζητήματα επίκαιρα, όπως το προσφυγικό, με τη μη αποδοχή του διαφορετικού.
• Εχω πια περιορίσει τη δραστηριότητά μου ως τραγουδίστριας αλλά ακόμα και όταν δεν τραγουδώ με τη φωνή μου, τραγουδώ με τη μουσική μου. Η μουσική μου αφορά κυρίως την επεξεργασία του ηχοχρώματος, καθώς και την εξέλιξη της φόρμας μέσα από μια δραματουργία αντιθέσεων και συνεχώς εκπλήξεων. Ενας ήχος μπορεί να περιέχει ποιητικές εικόνες από φαντασιώσεις, φοβίες και όνειρά μας, αλλά μπορεί και από τη λογοτεχνία. Δεν με ενδιαφέρει μία αφηρημένη εξερεύνηση του ήχου αλλά μια ποιητική έρευνα μέσω του ήχου: τον εύθραυστο και υβριδικό σύνδεσμο ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη μουσική. Κάτι που οδηγεί τη μουσική μου σκέψη είναι η επίκληση στην ποιητική φαντασία.
Οι επιδράσεις
• Μεγάλη επιρροή σε όλους μας ήταν και παραμένει ο Ιάννης Ξενάκης. Ο Ξενάκης είναι τεράστιο κεφάλαιο, όχι μόνο στη Γαλλία. Δεν ξέρω αν αυτό η Ελλάδα το αντιλαμβάνεται. Αλλά αυτό δεν μου κάνει εντύπωση. Πάντως ο Ξενάκης είναι μεγάλη επιρροή και όχι μόνο μουσική. Σκέφτομαι πως αν όλη η φύση, όλο το σύμπαν μπορούσε να μεταστοιχειωθεί σε μουσική, θα ήταν η μουσική του Ξενάκη. Πολυδιάστατη προσωπικότητα και αυτοί οι καλλιτέχνες ήταν για μένα μια μεγάλη επιρροή. Ενας συνθέτης που με επηρέασε βαθιά είναι και ο Αμερικανός Τζορτζ Κραμπ: όταν άκουσα για πρώτη φορά τη μουσική του, είπα αυτό θέλω να κάνω κι εγώ. Το παράδοξο είναι ότι ο Κραμπ άργησε να βρει τη μουσική του γλώσσα. Η μουσική του μου αποπνέει έναν απελευθερωμένο καλλιτέχνη με ποιητική ευαισθησία.
• Κοιτάζω μπροστά πια. Εχω ένα μεγάλο πρότζεκτ στο φεστιβάλ Présences 2026, της γαλλικής ραδιοφωνίας, όπου θα συνθέσω ένα έργο για συμφωνική ορχήστρα, για την Orchestre National de France, καθώς και ένα έργο για φωνή και ηλεκτρονικά σε συνεργασία με το Ircam, όπου θα τραγουδήσω η ίδια.