Μια «αλογόμυγα» στη Σίλικον Βάλεϊ

Η Κάρα Σουίσερ, η πιο διάσημη δημοσιογράφος του τεχνολογικού ρεπορτάζ, αποδομεί την ελίτ της καινοτομίας

8' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

KARA SWISHER
Burn Book, A tech love story
Εκδ.: Piatkus, 2024
σελ.: 305

Απ’ την αυγή κιόλας της τεχνολογικής επανάστασης, στις ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα εκεί που χτυπάει εδώ και δεκαετίες η καρδιά της καινοτομίας, στη Σίλικον Βάλεϊ, η ύπαρξη του σταρ επιχειρηματία της τεχνολογίας δημιούργησε την ανάγκη της γέννησης του σταρ δημοσιογράφου της τεχνολογίας. Στην αρχή οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τις τεχνολογικές εξελίξεις δεν ήταν πολλοί. Γιατί να ασχοληθεί κανείς με παιδιά που ξημεροβραδιάζονταν σε γκαράζ για να φτιάξουν λογισμικά και υλισμικά; Το γεγονός αυτό έδωσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους αυτόπτες μάρτυρες της ανάδυσης της ψηφιακής εποχής. Πολλοί απορροφήθηκαν απ’ τη βιομηχανία κι άλλοι έχασαν τον προσανατολισμό τους μέσα στον λαβύρινθο των δρόμων που ανοίγονταν.

Μοιράζει απλόχερα τεκμηριωμένες (για εκείνη) προσβολές, αποκαλεί τον Τραμπ φασίστα και τον Αλεξ Τζόουνς «έναν απ’ τους χειρότερους ανθρώπους στο Διαδίκτυο (και τον κόσμο)».

Η Κάρα Σουίσερ παρέμεινε σταθερή. Εχει ταχθεί στη δημοσιογραφία εδώ και 40 χρόνια και συνεχίζει. Ξεκίνησε την καριέρα της απ’ τη Washington Post στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη συνέχεια στα τέλη του ’90 πήγε στη Wall Street Journal. Ειδικεύτηκε στην τεχνολογία, μετακόμισε στη Σίλικον Βάλεϊ και παρακολούθησε όλη τη διαδρομή της ψηφιακής επανάστασης. Είδε μπροστά στα μάτια της να σκάει η φούσκα των dot.com, γνώρισε τους πρωτοπόρους και τα ιερά τέρατα της βιομηχανίας, έγινε μια απ’ τις πλέον διάσημες καταγραφείς της γέννησης της νέας εποχής. Πρόσφατα κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία της, με τον τίτλο Burn Book, A tech love story, όπου αφηγείται όσα έζησε στο ρεπορτάζ της διακεκαυμένης ζώνης. Στο εξώφυλλο του βιβλίου ποζάρει η ίδια, με τα γυαλιά ηλίου που έχουν γίνει σήμα κατατεθέν της. Στη θέση των φακών, όμως, βρίσκονται φλόγες, ευθεία αναφορά στο «καυτό» ρεπορτάζ της.

Η Κάρα Σουίσερ στέκεται επάξια στον ρόλο που της έχει αποδώσει η ζωή. Τα οφέλη και τα προνόμια που της επιδαψιλεύει το ρεπορτάζ είναι άφθονα. Αλλά η Σουίσερ δεν θαμπώνεται ούτε απ’ τον πλούτο ούτε απ’ τη φήμη των νέων αυτοκρατόρων. Δεν διστάζει να πει ελεύθερα τη γνώμη της, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η δουλειά της δεν είναι να γίνεται αρεστή στους δισεκατομμυριούχους. Κάνει ρεπορτάζ, βγάζει ειδήσεις και δεν ξεχνάει ότι η δουλειά της είναι να ελέγχει αυτούς τους ανθρώπους, όχι να τους χαϊδεύει ούτε να τους υπηρετεί. Ο ρόλος της είναι να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα.

Γεννήθηκε το 1962. Σε ηλικία 5 ετών χάνει ξαφνικά τον πατέρα της, ο οποίος ήταν μόλις 35. Το γεγονός την καθορίζει όσο τίποτα άλλο και της διδάσκει ότι η ζωή είναι σύντομη, ότι δεν έχει «χρόνο για χάσιμο», όπως γράφει. Κάνει σπουδές δημοσιογραφίας και πιάνει δουλειά ως ασκούμενη στην Post. Τυχαία αρχίζει να παρακολουθεί τα τεχνολογικά ζητήματα και σταδιακά καθιερώνεται στον χώρο. Οταν έρχεται για πρώτη φορά σ’ επαφή με το Ιντερνετ, νιώθει ότι έχει χτυπήσει φλέβα χρυσού. Γνωρίζεται με τον Γουόλτ Μόσμπεργκ, βετεράνο δημοσιογράφο της Σίλικον Βάλεϊ και ξεκινούν μια σειρά συνεδρίων, το All Things Digital, το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, με το πρώτο κιόλας συνέδριο να αποκομίζει κέρδη ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων.

Οι συνεντεύξεις του διδύμου αποκτούν θρυλικό χαρακτήρα. Στις κόκκινες καρέκλες της σκηνής τους κάθονται όλοι ανεξαιρέτως οι παίκτες της τεχνολογικής σκηνής των ΗΠΑ. Και η Σουίσερ δεν απαρνείται ούτε στιγμή την ελευθεροστομία της. «Είχαμε αυστηρούς κανόνες για να προστατεύσουμε τη δημοσιογραφική μας ακεραιότητα. Δεν πληρώναμε τους ομιλητές ούτε τα οδοιπορικά τους. Δεν δίναμε από πριν τις ερωτήσεις ούτε χαριζόμασταν σε κανέναν. Δεν απολογούμασταν σε σπόνσορες όταν τους εκνευρίζαμε ούτε τους παρείχαμε προνομιακή μεταχείριση. Κανείς δεν μπορούσε να κρυφτεί στη σκηνή μας ούτε καν εμείς. Ως αποτέλεσμα, τα συνέδριά μας κέρδισαν γρήγορα τη φήμη του μέρους όπου θα πήγαινες να αποδείξεις την αξία σου ως ηγέτης της τεχνολογίας».

Μια «αλογόμυγα» στη Σίλικον Βάλεϊ-1
Η Κάρα Σουίσερ ποζάρει στο εξώφυλλο της αυτοβιογραφίας της, με τα γυαλιά ηλίου που έχουν γίνει σήμα κατατεθέν της. Στη θέση των φακών, όμως, βρίσκονται φλόγες, ευθεία αναφορά στο «καυτό» ρεπορτάζ της.

Στην αυτοβιογραφία της δικαιώνει τη φήμη της βιτριολικής. Μοιράζει απλόχερα τις –τεκμηριωμένες για εκείνη– προσβολές της σε πρόσωπα, που είτε της φέρθηκαν άσχημα μέσα στις δεκαετίες του ρεπορτάζ είτε εκείνη κρίνει ότι είναι σκάρτοι άνθρωποι. Αποκαλεί τον Ντόναλντ Τραμπ φασίστα, «το μεγαλύτερο τρολ στα σόσιαλ μίντια» και τον Αλεξ Τζόουνς «έναν απ’ τους χειρότερους ανθρώπους στο Διαδίκτυο (και τον κόσμο)». Επιτίθεται σε πασίγνωστους ανθρώπους της τεχνολογίας, σε τεράστιους επενδυτές, χωρίς να νοιάζεται για την ισχύ τους. Τους βλέπει όλους χωρίς δέος. «Γνωρίστε τους γονείς των ισχυρών», λέει συμβουλεύοντας τους νεότερους συναδέλφους, αυτοί τα αποκαλύπτουν όλα.

«Μικρομέγαλοι» και «ψεύτες» οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας

Η Σουίσερ αποδομεί τον λαμπερό κόσμο της τεχνολογίας. Μας αφήνει να δούμε τι γίνεται στα παρασκήνια, χωρίς να φοβάται η ίδια να εκτεθεί, και με κάθε ευκαιρία αναφέρεται στη λεσβιακή της ταυτότητα. Ξεγυμνώνει έναν κόσμο δύναμης και απληστίας, κι έχει την έπαρση του ανθρώπου που γνωρίζει ότι βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων. Συνομιλεί με νυν και πρώην προέδρους της χώρας, εισχωρεί σε δωμάτια που λαμβάνονται αποφάσεις, της ανοίγονται άνθρωποι που ασκούν υπέρμετρη εξουσία. Κι εκεί που βλέπει κατάχρηση, δεν διστάζει να μιλήσει. Ουσιαστικά, αντιμιλάει στην εξουσία. «Ημουν αποφασισμένη να δείξω στους ανθρώπους όχι πώς δούλευε το ρολόι, αλλά τι ώρα ήταν», γράφει. «Το βιβλίο αυτό είναι για μένα και την τεχνολογία, για μια σχέση που ξεκίνησε σαν μια γλυκερή ιστορία αγάπης αλλά κατέληξε με τον χρόνο να γίνει πικρή», προσθέτει. 

Ανελέητη κριτική

Βέβαια, το βιβλίο αυτό ασχολείται κυρίως με άνδρες –γιατί άνδρες είναι κυρίως– και πιο συγκεκριμένα μ’ εκείνους που έχτισαν τη βιομηχανία της τεχνολογίας.

Η Σουίσερ ασκεί ανελέητη κριτική ειδικά στις εταιρείες των social media. Αποκαλεί μικρομέγαλους (man-boys) και ψεύτες τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους της Σίλικον Βάλεϊ, συνειδητοποιώντας πόσο σοβαρή είναι η ανωριμότητα και η επιπολαιότητά τους. «Πολύ συχνά», γράφει, «οι εφευρέτες παρουσιάζονται ως ήρωες. Αποσιωπούμε τα λάθη τους στην αφήγησή μας.

«Δεν έχω δει άλλη  ομάδα ισχυρών και πλουσίων ανθρώπων να βλέπουν τους  εαυτούς τους τόσο έντονα ως θύματα», γράφει, φωτογραφίζοντας μεταξύ άλλων και τον Ελον Μασκ.

Οι περισσότεροι έχουν υποστεί σοβαρές βλάβες, συνήθως νωρίς στη ζωή τους. Πολλοί απ’ αυτούς γίνονται αλαζόνες μασκαρεύοντας μια βαθιά αυτολύπηση και θυμό. Δεν έχω δει άλλη ομάδα ισχυρών και πλουσίων ανθρώπων να βλέπουν τους εαυτούς τους τόσο έντονα ως θύματα», γράφει η Σουίσερ, φωτογραφίζοντας μεταξύ άλλων και τον Ελον Μασκ. Σε κάποια φάση λέει ότι τους χαρακτηρίζει η γελοιότητα. Και φτάνει στο σημείο να φωνάζει το πρώην αφεντικό της, τον Ρούπερτ Μέρντοχ, «θείο Σατανά».

Το βιβλίο είναι εσκεμμένα πικάντικο και γεμάτο ερεθιστικές λεπτομέρειες. Αυτή είναι η περσόνα που έχει οικοδομήσει μέσα στα χρόνια η Σουίσερ. Μια ενοχλητική αλογόμυγα στη Σίλικον Βάλεϊ. Ο Τζεφ Μπέζος ασχολήθηκε με το εμπόριο των βιβλίων στην Amazon, όχι γιατί αγαπούσε το διάβασμα, αλλά γιατί αυτό ήταν το προϊόν που μπορούσε να διακινηθεί ευκολότερα. Ο Τράβις Κάλανικ, ο ιδρυτής της Uber, ενσαρκώνει το «ασχημότερο πρόσωπο της τεχνολογίας». Οι εφευρέτες και τα στελέχη αγνοούν τα ζητήματα ασφάλειας όχι γιατί είναι απαραίτητα απαίσιοι, αλλά γιατί δεν έχουν νιώσει ανασφάλεια ούτε μια μέρα στη ζωή τους. Η δημοσιογράφος ισχυρίζεται ότι δεν ήταν «fanboy» του Στιβ Τζομπς, αλλά τιτλοφορεί το κεφάλαιο για εκείνον «Χρυσός Θεός». Ο θαυμασμός της για εκείνον γίνεται έκδηλος όταν τον συναντά προς το τέλος της ζωής του. Για τον Μπιλ Γκέιτς δεν τρέφει μεν τα ίδια αισθήματα, αλλά δεν τον κοσμεί με επίθετα. Είναι περήφανη που κατόρθωσε να τοποθετήσει το δίδυμο Τζομπς και Γκέιτς, που αλληλομισούνταν, στην ίδια σκηνή για μια συνέντευξη η οποία έμελλε να μείνει στην Ιστορία.

Για ορισμένα πρόσωπα, ωστόσο, δεν δείχνει τόσο τακτ. Το κεφάλαιο για τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook τιτλοφορείται «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος». Η Σουίσερ πιστεύει ότι ο Μαρκ είναι πολύ λίγος για τη δύναμη που έχει στα χέρια του. Ηταν η πρώτη που του πήρε μεγάλη δημόσια συνέντευξη. Πρόκειται για την περίφημη σκηνή που ο Ζούκερμπεργκ ιδρώνει και βγάζει την μπλούζα του. Η δημοσιογράφος διηγείται ένα περιστατικό όπου της προσφέρεται δουλειά στο Facebook κι εκείνη την απορρίπτει γιατί πιστεύει ότι τα social media δεν ενδιαφέρονται για τη δημοσιογραφία. Αν δεχόταν όμως, θα μπορούσε κάποια μέρα να αγοράσει ένα αεροπλάνο, όπως της είπε κυνικά ένα στέλεχος του Facebook. «Δεν πειράζει, αντί να έχω ένα πακτωλό χρημάτων, σήμερα μπορώ να λέω: “Fuck your metaverse, Μαρκ. Just fuck it”». Κάποια στιγμή τη βρίζει ο Ελον Μασκ, κι εκείνη δεν διστάζει να τον αποκαλέσει έναν «ολοφάνερα χαλασμένο άνθρωπο».

«Κασσάνδρα»

Στο τέλος του βιβλίου, η Σουίσερ βαθμολογεί τους ανθρώπους της τεχνολογίας με μια δική της μονάδα μέτρησης. Για να είναι δίκαιη, αναφέρεται και σ’ εκείνους που συμπαθεί. Την έχουν χαρακτηρίσει Κασσάνδρα, αλλά

Το κεφάλαιο για τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook τιτλοφορείται «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος» – Η Σουίσερ πιστεύει ότι ο Μαρκ είναι πολύ λίγος για τη δύναμη που έχει στα χέρια του.

δεν φαίνεται να προσβάλλεται απ’ τον χαρακτηρισμό, γιατί ξέρει από Ιστορία. Η βιομηχανία της τεχνολογίας ξεκίνησε με ρομαντικά ιδανικά, και κατέληξε σ’ αυτό το χάος. Η Σουίσερ ήταν εκεί για να καταγράψει αυτή την τρομακτική πορεία. Τώρα, η δημοσιογράφος νιώθει δικαιωμένη, γιατί όσοι έχουν μάτια βλέπουν τα κοινωνικά προβλήματα που έχουν προκαλέσει οι ανώριμοι δισεκατομμυριούχοι: παραπληροφόρηση, πόλωση, εθισμός, χειραγώγηση, είναι μερικές μόνο απ’ τις «ακούσιες συνέπειες» της δράσης τους.

«Oλη μου η καριέρα αναλώθηκε στο να στέκομαι απέναντι από ισχυρούς ανθρώπους», γράφει η Σουίσερ. Στις δημοκρατίες, πάντοτε πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτήν, για να κάνουν τις άβολες ερωτήσεις, και να «τσιμπούν» τα ισχυρά άλογα. Το τι καταφέρνουν, μπορεί να μην είναι ορατό σε όλους. «Πρέπει να δράσουμε», μας παροτρύνει η δημοσιογράφος παραβιάζοντας το όριο μεταξύ ακτιβισμού και δημοσιογραφίας, και «να κοιτάτε πάντα πάνω», θυμίζοντας την ταινία «Μην κοιτάτε πάνω». Η Σουίσερ είναι ένα γνήσιο προϊόν μιας κουλτούρας που κυριαρχεί στον πλανήτη, χωρίς κανέναν αντίπαλο. Είναι μια παρρησιαστής, με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Μισέλ Φουκό. Αντιφατική, αλλά αυθεντική. Πιθανώς τα τελευταία λόγια του Τζομπς, όπως τα αναφέρει η Σουίσερ, να συμπυκνώνουν το αίσθημα που βιώνει ο αναγνώστης σε κάποια σημεία της αυτοβιογραφίας της: «Ω, γουάου, ω γουάου».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT