Η σάρκα της ζωής και το ακατανόητο του χρόνου

Η σάρκα της ζωής και το ακατανόητο του χρόνου

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
Ροή αέρα
Τετράδια χειρωνακτικής γραφής
εκδ. Πατάκη, σελ. 101

«Ετσι να μ’ ακούτε». Είναι τουλάχιστον από το 2020, με την έκδοση του «MCMXLIV: Κανένας εαυτός» (εκδ. Πατάκη), που ο Γιώργος Βέλτσος (γεν. 1944) έχει αποφασίσει να βάλει σε μια σειρά τον κόσμο γύρω από τον ίδιο αλλά και εαυτόν μέσα στον κόσμο – αποκλειστικά με την ποίηση υπό μάλης, χωρίς τα δοκίμια και χωρίς το θέατρο πια.

Δίνει διαρκώς μια μάχη για να διασώσει τους ποιητικούς, εικαστικούς και μουσικούς συνομιλητές του, με τους οποίους έμοιαζε πάντα συγγραφικά ερωτευμένος και οργίλος· μια μάχη για να προλάβει τον χρόνο και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς με τα υπαρξιακά του φαντάσματα, με τα οποία ήταν πάντα ερωτευμένος, πιο ήπιος όμως εδώ· για να θέσει μια και καλή τους όρους του απέναντι στη γλώσσα, στη γραφή, τοποθετώντας εαυτόν εντός της ποίησης – σαν να μην τον νοιάζει πια ούτε ο χρόνος, όπως λέει, ούτε οτιδήποτε άλλο έχει υιοθετήσει ως ιδιότητα πέραν του ποιητή-«οργανοπαίχτη».

«Δεν με καθησυχάζει το ότι η γραφή είναι ήδη (είδη) το “ύφος” του γραπτού χωρίς κατατάξεις. Δεν μου φτάνει ακόμη ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα “όργανο”. Αλλά να μη ζητώ πολλά. Ούτε θεωρητικός ούτε λογοτέχνης υπήρξα, ούτως ειπείν. Οργανοπαίχτης; Ναι», λέει, σαν από ανάγκη επιστολικής εξομολόγησης, ανάμεσα στα ποιήματα. Η «Ροή αέρα», το πιο πρόσφατο έργο του, είναι ακόμα μία απόπειρα τελικής αναμέτρησης με όσα καταπιάστηκε ως ακαταπόνητος γραφιάς δεκαετίες τώρα.

Με ένα –αυτοβιογραφικό ίσως– αφηγηματικό όχημα που παραπέμπει στις ιατρικές πράξεις επί ενός ασθενούς νοσοκομείου που δεν ανασαίνει μα και δεν βλέπει, τα τετράδια χειρωνακτικής γραφής, όπως υποτιτλίζει τη συλλογή του, είναι η πιο απτή ποίηση που έχει γράψει έως τώρα ο Γιώργος Βέλτσος. Βαθιά σωματικά, σπαρακτικά πιασμένα από τη σάρκα της ζωής και το ακατανόητο του χρόνου, τα ποιήματα της «Ροής αέρα» συνολομογούν ότι «κι από τις δυο πλευρές λευκή σελίδα/ Ανάγκη να γράψω πάλι/ πάλι να εξαπατηθώ».

«Οπως αόμματος/ στου δρόμου τη γωνιά/ αγγίζω με παγωμένα δάχτυλα/ τα πρόσωπά σας/ Μα με τα χρόνια έχασα/ το όφελος του λυπημού/ Πέταξα ρίζες στο χέρσο», επιμένει το ποίημα (και ο αφηγητής του) να καταδικάζει εαυτό για την πολυετή του αναμέτρηση με κάτι που «πίστεψα πως από την “άλλη πλευρά” –την altra riva, όπου βρίσκεται η χαρά– ο χρόνος δεν θα με απασχολεί πλέον. Γράφοντας θα γινόμουν αθάνατος και θα αναγνώριζα στη μορφή αυτού που γράφω το ποίημα».

«Γύρεψα στην απογύμνωση την ευθυκρισία». Ο Γιώργος Βέλτσος απογυμνώνεται, ομολογεί τα πάθη του, εξομολογείται τις αισθήσεις του, εξανθρωπίζει την οργή του για τη χώρα κι εκείνους που την οδηγούν, συμφιλιώνεται – «ο μόνος μάρτυς του εαυτού μου είμαι εγώ». Κι οι αναγνώστες, μάρτυρες ανακουφισμένοι του ποιήματος· αυτού που τόσο πολεμά ο ποιητής να κατορθώσει και κατά βάθος παρακαλεί να μην τελειώσει.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT