Μια απολαυστική και αυθάδης μυθιστορηματική αυτοβιογραφία

Μια απολαυστική και αυθάδης μυθιστορηματική αυτοβιογραφία

Η Βερόνικα Ράιμο εξιστορεί βαθιά προσωπικές σκέψεις και εμπειρίες χωρίς να δημιουργεί την αίσθηση κλειδαρότρυπας

3' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΡΑΪΜΟ
Ας πούμε πως είμαι εγώ
μτφρ.: ∆ήμητρα ∆ότση
εκδ. Δώμα, σελ. 216

Μα καλά, 45 χρόνων και αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία της; Ομολογώ ότι αναρωτήθηκα πολλές φορές, ψευτοαγανακτισμένη, πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο «Ας πούμε πως είμαι εγώ». Το ξεκίνησα γεμάτη περιέργεια, το συνέχισα ώς τις μικρές ώρες της νύχτας και το ξανάπιασα ξημερώματα πριν από τη δουλειά. Δεν ξέρω αν η ίδια η Ιταλίδα συγγραφέας θεωρεί τη ζωή της απολαυστική, η αφήγησή της όμως είναι. Απολαυστική, πνευματώδης, χιουμοριστική, προσβλητική, αυτοσαρκαστική, εικονοκλαστική, αυθάδης.

Και δεν πρόκειται ακριβώς για αυτοβιογραφία – η αλήθεια είναι ότι τόσο ο αυθεντικός ιταλικός τίτλος «Nienta di vero», δηλαδή τίποτα αληθινό, όσο και ο πολύ εύγλωττος ελληνικός υπονοούν ότι η αφήγηση της Ράιμο δεν ακολουθεί με ακρίβεια τα γεγονότα της ζωής της. Το βιβλίο ανήκει στο γοητευτικό είδος της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας ή αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας, το οποίο η Ράιμο προσεγγίζει με θάρρος και προσαρμόζει στα δικά της μέτρα με μια πολύ μελετημένη αφέλεια και μετρημένη ανεμελιά, στήνοντας ένα σκηνικό που της επιτρέπει να εξιστορεί βαθιά προσωπικές σκέψεις και εμπειρίες χωρίς όμως να δημιουργεί την αίσθηση κλειδαρότρυπας στη ζωή της. Αντίθετα, πολύ προσεκτικά δημιουργεί για τον αναγνώστη ένα καλειδοσκόπιο με εικόνες από την παιδική, εφηβική και ενήλικη ζωή της αφηγήτριας που δεν επιβεβαιώνει ποτέ ότι είναι η ίδια.

Ξεκινάει συστήνοντας την τυπική, δυσλειτουργική, τοξική συχνά οικογένειά της, μια μητέρα εμμονική με τα παιδιά της και έναν αρρωστοφοβικό πατέρα που είχε μανία να χωρίζει το σπίτι με τοίχους. Και έναν αδερφό, επίσης συγγραφέα, που υπήρξε ο συνοδοιπόρος της και συνωμότης στα παιδικά χρόνια της μεγάλης βαρεμάρας, «που είχε καπαρώσει τον ρόλο της μεγαλοφυΐας του σπιτιού» όπως γράφει, και που μέχρι και σήμερα βρίσκεται ένα τηλεφώνημα και μερικές ειρωνικές ατάκες μακριά. «Αν η μητέρα μου ήταν υπέρ το δέον φοβική, ο πατέρας μου διέθετε μια πιο λεπτή μορφή παράνοιας», εξηγεί. «Οι σπουδές του στη χημεία τον έκαναν να βλέπει τον κόσμο σαν μια μεγάλη εστία μολυσματικών παραγόντων, απ’ τους οποίους έπρεπε να προστατευόμαστε διαρκώς».

Το Τσερνόμπιλ

Κάπως έτσι έπαθαν οικογενειακώς μια ελαφρά αβιταμίνωση επειδή επί τρία χρόνια μετά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ έτρωγαν μόνο τυποποιημένα τρόφιμα. Κάπως έτσι πέρασε εβδομάδες άπλυτη και τυλιγμένη με χαρτί υγείας για να μην ιδρώνει ενόσω είχε ρευματικό πυρετό. Κάπως έτσι δεν έκανε ποτέ παράτολμα πράγματα όπως να μάθει κολύμπι ή ποδήλατο, πατινάζ ή σχοινάκι και πέρασε τα παιδικά της χρόνια κλεισμένη στους εκατό τοίχους του πατρικού της σπιτιού όπου με τον αδερφό της έμαθαν «να βαριόμαστε καλύτερα από κάθε άλλον». Και καταλήγει, με θυμηδία ανάμεικτη με πίκρα: «Ενα μόνο πράγμα φοβόταν η οικογένειά μου περισσότερο και από το τοξικό νέφος του Τσερνόμπιλ: την απόλαυση».

Με την ίδια αφοπλιστική και γλαφυρή ειλικρίνεια και με μια συγγραφική ζωηράδα που κρατάει τον ρυθμό στην ανάγνωση, η Ράιμο περιγράφει την πάλη της με τη δυσκοιλιότητα, τον –σύντομο– φόβο της για τα ανδρικά γεννητικά όργανα, τη σχέση της με το σεξ, με τους άνδρες και με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της. Επίσης, την αγάπη της για τα σπίτια των άλλων («Μου αρέσει να ζω σε σπίτια άλλων. Να ανακαλύπτω τα βιβλία τους, τους δίσκους τους, τα ερωτικά τους γκάτζετ, τους οργασμούς των γειτόνων τους, να λούζομαι με τα σαμπουάν τους, να πίνω καφέ απ’ τα φλιτζάνια τους. Αυτή η επαφή με το αλλότριο με κάνει να νιώθω ο εαυτός μου»). Και ακόμα, τον αγώνα της να κοιμηθεί και μια διάγνωση που αφήνει ασχολίαστη: «Το πρόβλημά σας δεν είναι η αϋπνία· είναι ο παλιοχαρακτήρας σας». Διάσπαρτες στο βιβλίο είναι και άλλες αποδείξεις για αυτό, τις οποίες αφήνει τον αναγνώστη να εντοπίσει μόνος του.

Τελικά δεν θα μάθουμε ποτέ πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο της Ράιμο, που της χάρισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και μια υποψηφιότητα για το Μπούκερ το 2024. Ούτε και έχει κάποια σημασία. Αυτή η ιστορία, ακόμη κι αν δεν είναι ακριβώς η δική της, ακόμη κι αν δεν υπήρξε ποτέ όπως περιγράφεται, είναι ωραίο που γράφτηκε.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT