Τζένη Μαστοράκη: Πυξίδα που έκανε δύση τον βορρά

Τζένη Μαστοράκη: Πυξίδα που έκανε δύση τον βορρά

Και τώρα, πώς να πενθήσω ιδιωτικά μέσα στον πάνδημο θρήνο; Τι δικαίωμα έχω να απομονώσω τις ιδιωτικές μου στιγμές από ένα πρόσωπο που χάριζε λέξεις απλόχερα;

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρίτη, 30 Ιουλίου, ώρα 20.12 – ένα μήνυμα στο Viber, με αυτή την τόσο κυνική του ακρίβεια, σήμανε το αμετάκλητο. Το ανεπίστροφο του θανάτου της Τζένης Μαστοράκη. Ηταν «εκείνη» η ώρα. Ενα τέλος προδιαγεγραμμένο, το οποίο εκείνη, σφίγγοντας τα δόντια, απωθούσε με κάθε της ανάσα, με κάθε βήχα, αντιδρώντας στον «φυσιολογικό ορό του σύμπαντος/ αδειάζοντας στάγδην ενδοφλεβίως/ στις φλέβες του κάτω κόσμου/ ξέφτια – τις σολωμικές σου λέξεις», όπως έγραψε ο Γιάννης Αντιόχου.

Και ξαφνικά, χαλάει η πυξίδα, χάνεται ο βορράς. Σαν εκείνο τον «Χαμένο βορρά» της Νάνσι Χιούστον, για τους ανθρώπους με τις δύο πατρίδες, για εκείνους που επιβιώνουν σε ένα «μεταξύ».

«Πέθανε η Τζένη» – «Πέθανε η σπουδαία ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη». Σε ποια πατρίδα να πατήσω; Ποια γυναίκα έφυγε; Η Τζένη ή η Μαστοράκη;

Πυξίδα. Που έκανε –όχι ξαφνικά μα πάντα αναπάντεχα– δύση τον βορρά. Πυξίδα στις δυο πατρίδες· της πραγματικότητας και των λέξεων που την περιγράφουν· του τοτέμ και της φίλης· του «Μ’ ένα στεφάνι φως» –με το σπαρακτικό «θα ‘ρθεί»– και του «blood of my life»· του Χόλντεν Κόλφιλντ, της Γέρμα, του Πέτερ Κιν και του Πρίγκιπα του Χόμπουργκ και του «εδώ μεταφράζεις τέρατα».

Και τώρα πού βρίσκομαι; Ως γραφιάς και ως Δημήτρης, πού πάω; Πώς «μέσα μου θα αγρυπνά η σπουδαία ποιήτρια», όπως έγραψε η Ευτυχία Παναγιώτου;

Αυτό επισυμβαίνει όμως· αυτός ο χαμένος βορράς σε αποπροσανατολίζει όταν στις 20.12 μιας Τρίτης περνάει στα βάθη των αιώνων ένας άνθρωπος που συνυπήρξατε –αφόρητοι αόριστοι– σε διάφορα «εδώ»· ένας άνθρωπος που είναι –ανακουφιστικοί ενεστώτες– εθνικό γλωσσικό κεφάλαιο.

Οσο έγραφα, εκείνη την Τρίτη, έναν δημοσιογραφικό αποχαιρετισμό, προσπαθώντας να μην κατρακυλήσω στο προσωπικό πένθος, το μυαλό μένει κολλημένο στις 21 Φεβρουαρίου – τα γενέθλια της Τζένης και της μαμάς μου. Το 2009, τη χρονιά που όρμησα στη ζωή της σαν ευτυχές αποδημητικό πουλί με ένα τρεμάμενο μήνυμα στον τηλεφωνητή που τελείωνε με ένα «πρώτα ο θεός» που την ξεσήκωσε, η Τζένη, του ’49, γινόταν εξήντα· η μαμά μου, του ’60, γινόταν σαράντα εννιά.

Εμοιαζε, ακόμα και τότε, λογικό να αναζητώ αριθμολογίες και δυσδιάκριτες συνδέσεις με ένα τοτέμ· πώς να πιστέψεις ότι γελάς καπνίζοντας, λέγοντας ιστορίες για ζουλού και φίδια, με την Τζένη Μαστοράκη;

Και τώρα, πώς να πενθήσω ιδιωτικά μέσα στον πάνδημο θρήνο; Τι δικαίωμα έχω να απομονώσω τις ιδιωτικές μου στιγμές από ένα πρόσωπο που χάριζε λέξεις απλόχερα – λέξεις που σήμαιναν· λέξεις που μαρτυρούσαν τα ευρύχωρα, τα αγαπητικά ελληνικά της;

Προσπαθώντας, λοιπόν, να ισορροπήσω ανάμεσα στο πένθος για την ποιήτρια και σε εκείνο της φίλης, συνειδητοποιώ ότι είναι πιο «εύκολο» να πενθήσω για την Τζένη Μαστοράκη. Η απόσταση του τοτέμ σώζει.

Στου Ζωγράφου όμως θάψαμε σε κρύπτη την Τζένη. «Επ’ ελπίδι αναστάσεως», όπως αντέγραψε από την Ακολουθία του Μεσονυκτικού ένας από τους πιο γενναιόδωρους γιατρούς του μάταιου τούτου κόσμου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT