«Ν’ ανάψουνε τα τέλια, ολοταχώς»

Χαρτογράφηση της νυχτερινής διασκέδασης – Από το αλόγιστο ξέδομα, στην επίδειξη νεοπλουτισμού σε κλαμπ και πίστες

9' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η σκηνή στην περίφημη ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ολα είναι δρόμος» έχει μείνει κλασική: O Γιώργος Αρμένης, στον ρόλο ενός χωρισμένου μεγαλεμπόρου, αγοράζει το επαρχιακό σκυλάδικο «Βιετνάμ», έχει ήδη σπάσει εκατοντάδες πιάτα, τώρα θέλει να σπάσει και το μαγαζί. Ξημερώματα, χορεύει το τελευταίο του ζεϊμπέκικο και πριν ανατείλει ο ήλιος, προστάζει τον οδηγό του εκσκαφέα: «Ηλία, ρίχ’ το!». Δύο ημέρες κράτησε άυπνο ο σκηνοθέτης τον καταξιωμένο πρωταγωνιστή για να πετύχει τη λήψη.

Το «Ηλία, ρίχ’ το» ρίζωσε, γιατί αποκαλύπτει αλήθειες δεκαετιών. Το λαϊκό ξέδομα και ξόδεμα ήταν τόσο ισχυρό στον συλλογικό μας βίο, που η κινηματογραφική του απεικόνιση έχει ενταχθεί πλέον στη μαζική κουλτούρα. Αποκαλυπτική ήταν και η ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή (εκδ. Κάκτος) το οποίο εστιάζει στα σκυλάδικα της βόρειας Ελλάδας και στις ξέφρενες νύχτες της δεκαετίας του ’80, με τους μπράβους, την κονσομασιόν, όπως και το βιβλίο του Κώστα Γανωτή «Περιμένοντας τον Λάκη Ρα» (εκδ. του Εικοστού Πρώτου). Ο γνωστός τραγουδοποιός το 2009 έγραψε γλαφυρά για όλα όσα έζησε πριν βρει τον δρόμο της ποίησης και έναν πιο μοναχικό δρόμο στο τραγούδι: «Μεγαλοϋποσχέσεις στα λεζαντιάρικα τα μπροστινά τραπέζια, γραβάτες εμπριμέ, γυναίκες σαν παγώνια, βλέμματα εκστατικά μεταξύ 3 και 5 το πρωί, γύρω από τη γαλάζια αλκοολούχα φλόγα που λαίμαργα καταβρόχθιζε τραπεζομάντιλα, πουκάμισα, σακάκια, γραβάτες, καμία φορά και αυτά τα παντελόνια. Ενώ στα πίσω, κυρίως στις γωνιές, ακροβολισμένοι μπανιστές, μάγκες που κάναν μούσα. Φουμάρισμα αργό με επιτόπιες περιστροφές σωστές, χωρίς κορώνες και φωνές, πότες του καημού, ντερβίσια και αλάνια του νυχτόβιου συρμού που ανάμεσά τους διακρίνονταν από καιρού εις καιρόν, μέσα στο μισοσκόταδο, και περιγράμματα σαλών, αγίων».

Τα ελληνικά ’80s

Τη δεκαετία του ’80, η επαρχία φούσκωνε σαν παγώνι στα κέντρα που ξεφύτρωναν και «κατάπιναν» άπληστα οικονομίες και σοδειές από καπνά και σιτάρια, όμως και η Αθήνα ζούσε το δικό της ξόδεμα. Τα ρεμπετάδικα και οι κομπανίες ευημερούσαν ακόμη από τη Μεταπολίτευση, όχι μόνο στα πειραιώτικα στέκια και στο Μοσχάτο, αλλά και στο κοσμικό Κολωνάκι. Πρώτα φαγητό στο Minuit της Σκουφά και έπειτα ο «Κουασιμόδος» στην Τσακάλωφ. Ετριζε η ξύλινη σκάλα στο ανέβασμα από τους ξενύχτηδες που ανακάλυπταν την «Οπισθοδρομική κομπανία», τον Μπάμπη Γκολέ ή τον Μπάμπη Τσέρτο.

Στο συνοικιακό Γαλάτσι, η ανεμελιά απενοχοποιήθηκε στην «Ομορφη νύχτα» με τη Γλυκερία. Το ίδιο και στις γειτονικές «Νταλίκες», όπου γινόταν «λαϊκό προσκύνημα» όπως έχει πει ο Χρήστος Νικολόπουλος. Ο δίσκος του «Παίξε Χρήστο επειγόντως» σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη, με τους Ελένη Βιτάλη, Δημήτρη Κοντογιάννη, Πασχάλη Τερζή, έτρεχε από στόμα σε στόμα, ειδικά το «Με τα φώτα νυσταγμένα» με τη στιβαρή ερμηνεία του Γιώργου Σαρρή. Οι περίφημες «Νταλίκες», δηλαδή, το τραγούδι που μπήκε τελευταία στιγμή στον δίσκο του 1982. Στο ομώνυμο υπόγειο στο Γαλάτσι χρειαζόταν μέσον για ένα τραπέζι.

Είναι η δεκαετία του Χρ. Νικολόπουλου. Ο,τι γράφει γίνεται επιτυχία και γεμίζει μαγαζιά. Ο «Σαλονικιός», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, έγινε το αγαπημένο ζεϊμπέκικο των κυβερνητικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ που διαλαλούσαν την προτίμηση στο ξενύχτι και στον χορό: «Οι μπαγλαμάδες ν’ αρχίσουν τσιφτετέλια/ ν’ ανάψουνε τα τέλια, ολοταχώς/ Και τα μπουζούκια να κάψουν το πατάρι/ χορεύει και γουστάρει, ο Σαλονικιός».

Στη γειτονιά της Αχαρνών, οι φοιτητές σχημάτιζαν ουρές για τα «Παιδιά από την Πάτρα» και «άφηναν κάβα» για το επόμενο βράδυ το ουίσκι που περίσσεψε. Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος έχει δικό του κοινό στις «Αμπάρες», ο Μανώλης Αγγελόπουλος ακόμη περισσότερους μετά τη συναυλία του ’83 στον Λυκαβηττό και ο Λευτέρης Πανταζής, ο δαιμόνιος «λουστράκος», μεταμορφώνεται σε επιδέξιο επιχειρηματία του εαυτού του. Υποδέχεται στην είσοδο των κέντρων όπου εμφανίζεται ο ίδιος το κοινό, χαρίζει μπρελόκ με το όνομά του, κυκλοφορεί ΛΕ ΠΑ κολόνια («καλύτερος ήταν ο Αλέν Ντελόν στη Γαλλία;» – όπως είπε ο ίδιος), παίρνει ποσοστά από την γκαρνταρόμπα και τα λουλούδια. Το μέινστριμ του ελληνικού τραγουδιού τον απαξιώνει, όμως δυτικά και βόρεια προάστια μια χαρά τα βρίσκουν στα μαγαζιά όπου τραγουδά, ας δηλώνουν –κυρίως οι δεύτεροι– ότι πάνε να κάνουν χάζι.

Η επαρχία φούσκωνε σαν παγώνι στα κέντρα που ξεφύτρωναν και «κατάπιναν» άπληστα οικονομίες και σοδειές από καπνά και σιτάρια, όμως και η Αθήνα ζούσε 
το δικό της ξόδεμα.

Λαός και Κολωνάκι συνυπάρχουν από τα κέντρα της παραλιακής («Νεράιδα», «Φαντασία», «Δειλινά») και της λεωφόρου Συγγρού μέχρι το «Λίντο» στη Ζωοδόχου Πηγής, το «Μωρό» στη Λ. Αλεξάνδρας, το παρακμιακό «Can Can» στον Κηφισό. Υποβάλλουν τα σέβη τους στη Ρίτα Σακελλαρίου όπου και αν τραγουδά, ποτίζοντας με ουίσκι κύκλους στην πίστα πριν βάλουν φωτιά. Μπροστάρηδες στη Ρίτα υπουργοί όπως ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος αλλά και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος θέλει να του τραγουδά το «Αυτός ο άνθρωπος αυτός» και, ακόμη καλύτερα, το «Γεννήθηκες για την καταστροφή». Αλλά από τον «πρίγκιπα» Τόλη ζητούσε τον «Ανεπανάληπτο».

Η Πλάκα σημείο αναφοράς μέχρι τότε, μετασχηματίζεται με ταχύτητα. Ο Γιώργος Νταλάρας στρέφεται πρώτος στις συναυλίες στον «Ορφέα» και στο «Περοκέ», η Χάρις Αλεξίου σε χώρους με ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Η Ομόνοια έχει τον δικό της ήχο στην πλατεία Βάθη. Χώρους στους οποίους συνωστίζονται νοσταλγοί της επαρχίας με κλαρίνα, βιολιά, κιθάρες και λαούτα, χαρτούρα και οικογενειακές παραγγελιές στον «Ελατο», στα «Αγρίμια», με τους Φιλιώ Πυργάκη, Αλέκο Κτιστάκη, Γιώργο Κόρρο, Βασίλη Σαλέα, το σόι των Σουκαίων κ.ά.

Ο Γιώργος Μαρίνος σταθμεύει κάθε σεζόν στη «Μέδουσα» σε ένα είδος θεάματος όπου είναι πρωταγωνιστής, και ένα νεανικότερο ακροατήριο στο «Αχ Μαρία», στο «Κύτταρο», στο «Ροντέο», στο «Καφεθέατρο». Αργότερα, τα σκήπτρα πήρε το «Μετρό» στου Γκύζη: Τζίμης Πανούσης, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν ανάμεσα στους πολλούς που πέρασαν από εκεί.

Δύο τετραετίες ΠΑΣΟΚ, η νύχτα κορδώνεται στις βάτες και στις χαίτες, ξεδιψά με αλκοόλ, φωτογραφίζεται και τα κέντρα πληθαίναν. Ο ήχος αλλάζει, τα προγράμματα μπολιάζονται με τραγούδια περασμένων δεκαετιών μαζί και απαξιωμένα της β΄ κατηγορίας των μαγαζιών της εθνικής οδού και της Θηβών, ενώ η λαμέ παραλία αναζητεί θέση στην αλλαγή, ίσως για να αποτινάξει αναμνήσεις από τα βράδια που διασκέδαζε και πολλές χουντικές συντροφιές.

Μεταξύ των κλαμπ, δύο μεσουρανούσαν: στο Μαρούσι ο Μάκης Σαλιάρης είχε την «Αυτοκίνηση», ενώ στη Βουλιαγμένη ο Τάσος και ο Σπύρος Μελετόπουλος έφτιαξαν το «Eργοστάσιο», στα πρότυπα του Studio 54. Εκεί συνωστίζονταν εκδότες, πολιτικοί, κοσμικοί, ηθοποιοί – πρώτοι απ’ όλους η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Βλάση Μπονάτσο. Τα πάρτι που δεν πλησίαζες αν δεν ήσουν σελέμπριτι ήταν φημισμένα, στην είσοδο ο Αρης Δαβαράκης, όνομα πρώτο στα περιοδικά, αυτός έκανε μόδα το in και out στον «Ταχυδρόμο». Χορεύτριες παντού, κέφι, καμώματα όπως αυτό της Σοφίας Αλιμπέρτη στην είσοδο του κλαμπ επάνω σε άλογο (αλλά Μπιάνκα Τζάγκερ έτσι δεν γίνεσαι).

Η ταξική ανισότητα ανήκει στο παρελθόν. Η μεσαία τάξη άλλαξε νούμερο και πίστα. Εχει το δικό πρώτο τραπέζι στα κέντρα, συμμετείχε στο ξόδεμα λουλουδιών που φτάνουν με φορτηγά τα βράδια από τα νεκροταφεία, επιδεικνύεται σοσιαλιστικά και, κυρίως, χορεύει παρά ακούει. Ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, από τα πρωτοπαλίκαρα του ΠΑΣΟΚ, δηλώνει: «Εφόσον τα κέντρα διασκεδάσεως παράγουν μουσική, η μουσική παράγει πολιτισμό, δεν μπορείς να τα λες σκυλάδικα». Τα βάφτισε, λοιπόν, «πολιτιστικά κέντρα για τον λαό».

«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια» του Γιάννη Καραλή τραγουδούσε η Γλυκερία, «Βάρα μου το ντέφι» η κουμπάρα της Ελένη Βιτάλη και «Ανοίχτε τα τρελάδικα/ να βγει ο κόσμος έξω», ενώ ο Τάκης Μουσαφίρης δίνει στον κόσμο τον «Ταξιτζή». Ο,τι πρέπει για λεζάντες στις πίστες.

Είναι όμως μια άλλη γενιά που έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της στο ελληνικό τραγούδι. Η μόδα με τις κομπανίες έχει καταλαγιάσει, η παραλία συντηρεί το δικό της φτιασίδωμα, η επαρχία τη χαρτούρα ξοδεύοντας κοινοτικές επιδοτήσεις και ο δίσκος «Κυκλοφορώ και οπλοφορώ» το 1985 των Λίνας Νικολακοπούλου, Σταμάτη Κραουνάκη, Αλκ. Πρωτοψάλτη φέρνει τα πάνω κάτω και στη διασκέδαση. Νέος στίχος, νέος ήχος. Την ίδια εποχή, το κοινό υποδέχεται τα «Ζεστά ποτά» των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα και το «Ρίσκο» των «Φατμέ».

Δύο κλαμπ μεσουρανούσαν: στο Μαρούσι η «Αυτοκίνηση» και στη Βουλιαγμένη 
το «Eργοστάσιο», στα πρότυπα του Studio 54. Εκεί συνωστίζονταν εκδότες, πολιτικοί, κοσμικοί, ηθοποιοί.

Λίγο μετά η «Λεωφόρος» Α΄ και Β΄ των Ανδρέα Βουτσινά, Λίνας Νικολακοπούλου, Σταμάτη Κραουνάκη, Μανώλη Παντελιδάκη, Αλκ. Πρωτοψάλτη επαναπροσδιορίζει το γλέντι με στοιχεία από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, η Ελευθερία Αρβανιτάκη με τη «Νύχτα κατεβαίνει» ανεβάζει τις καθημερινές τον κόσμο στα τραπέζια. Αρχές δεκαετίας του ’90, η Δήμητρα Γαλάνη στο ιστορικό «Χάραμα», δίπλα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, προτείνει κάτι διαφορετικό.

Η πρόταση του Χατζιδάκι

Μεγάλη τομή υπήρξε ο «Σείριος» του Μάνου Χατζιδάκι το 1987 στην Πλάκα. Μια σειρά παραστάσεων στο «Ζουμ» καθήλωσε το κοινό και μεταμόρφωσε στη σκηνή ακόμη και τα πρώτα ονόματα του τραγουδιού. Δύο χρόνια αργότερα, το 1989, ο Διονύσης Σαββόπουλος ξυρίζει μούσι, κόβει γένια και μακριά μαλλιά και παρουσιάζει «Το κούρεμα», το οποίο μιλάει για την αποτυχία της Αριστεράς, τους «Κωλοέλληνες», την πλαστή επαναστατικότητα κ.ά. «Μην περιμένετε αστειάκια και σάτιρες/ γνωστοί μου ξένοι/ για τις κλοπές του Κοσκωτά/ για του αρχηγού την ερωμένη». Μας έδειξε στον καθρέφτη: «τσιφτετέλληνες!». Ηταν προφητικός και το πλήρωσε.

«Τραγούδησε το “Κωλοέλληνες” και θύμωσαν οι ραγιάδες και αδειάσανε το μέρος που λειτουργούσε. […] Αν ήμασταν σε άλλη χώρα, οι πολίτες της χώρας θα συστήνανε σε κάθε ξένο επισκέπτη να σπεύσει να δει και να ακούσει τον Σαββόπουλο στο “Ζουμ”. Εγώ πήγα και θα ξαναπάω. Ακούγοντάς τον ένιωσα συγκίνηση και ποιότητα», τον υποστήριξε ο Μάνος Χατζιδάκις.

«Λοιπόν ας έρθουν του Κουτσόγιωργα οι δασύτριχοι πολίτες/ και οι γνωστοί ιθαγενείς της “Αυριανής” οι τρωγλοδύτες/ καλώς να έρθουν και οι φριχτοί μικρομεσαίοι να ξεσαλώσουν/ χωρίς αυτούς τα μαγαζιά ούτε το φως δε θα πληρώσουν/» τραγούδησε εύστοχα ο Σαββόπουλος για το όραμα κονόμας και ευζωίας.

Ομως, όλα έτρεχαν ανεξέλεγκτα. Μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας επικροτεί τα σλόγκαν του Πανταζή, του Αντύπα και του νέου μιμητή, Γιάννη Βασιλείου, ο οποίος ξετρυπώνει από παρακμιακά μαγαζιά καλώντας «Μπες στο καμπριολέ/ πάμε για κάνα καφέ». Λες και δεν δούλευε κανείς το πρωί, μια απέραντη πίστα έμοιαζε η Αθήνα με τη συμπαράσταση των περιοδικών λάιφ-στάιλ, της ιδιωτικής τηλεόρασης, πολλών καναλαρχών. Δεκαετία του ’90 πια, δεν ιδρώνει τα αυτί μας από το σκάνδαλο Κοσκωτά και τους πολιτικούς που ενεπλάκησαν σε αυτό, ούτε η κοινωνία μοιάζει πραγματικά αναστατωμένη.

Τα πούλμαν ξεφορτώνουν ενισχύσεις για τους χορούς μεσοβδόμαδα. Οι πελάτες έρχονται από την επαρχία ακόμη και από τα Βαλκάνια και το Ισραήλ. Τα γύψινα πιάτα συνεχίζουν να σπάνε, παρότι απαγορευμένα, και να σχηματίζουν λόφους με τα μαραμένα γαρίφαλα, τα λούτρινα αρκουδάκια –σε κάποιες πίστες της Συγγρού– και τις ξεθυμασμένες σαμπάνιες. Το τηλεοπτικό «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, που καθήλωσε το κοινό το 1986-87, έμοιαζε πολύ μακριά από τη νέα τάξη για την οποία μερίδιο ευθύνης είχε και η «πόζα» εκπροσώπων του έντεχνου τραγουδιού, που υποτίμησαν την αγριάδα που ρίζωνε δίπλα τους. Το πρώην όραμα για μια καλύτερη κοινωνία έγινε ατομικό βόλεμα, απληστία και βουλιμική επίδειξη. Ο στίχος υποτάχθηκε στην καψούρα, η μουσική σε αγοραία γκρίνια και το τραγούδι σιγά σιγά άρχισε να γδύνεται όλο και περισσότερο στο πέρασμα των δεκαετιών.

Οι μουσικές σκηνές έγιναν μεγαλύτερες, οι πίστες αρένες, αρκετοί τραγουδιστές όπως ο Αντώνης Ρέμος ειδικεύτηκαν στην κολακεία του πελάτη των πρώτων τραπεζιών «θα τα πούμε στη Μύκονο», και το καινούργιο κοινό ήταν ακόμη πιο εξοικειωμένο με συμπεριφορές ριάλιτι. Ποθούσε να γίνει είδηση, να δειχτεί. Στην πίστα πέταγαν μαζί με τα λουλούδια πια καρέκλες, τραπέζια, σαμπανιέρες, μαξιλάρες από τους καναπέδες που έμπαιναν στις πριβέ θέσεις των κέντρων. «Ευχαριστώ για όλα», έλεγε για τις ρίψεις, ο Π. Παντελίδης. Τι να έκανε;

Ούτε η οικονομική κρίση ούτε τα lockdowns της πανδημίας ανέκοψαν τις συμπεριφορές. Σύντομα τα «μωρά» ξαναβγήκαν μπροστά. Τώρα υψώνουν επιδεικτικά τον δείκτη του χεριού τους, βγάζουν σέλφι, «ανεβάζουν» με το κινητό τους «τη ζημιά» και, πάνω απ’ όλα δηλώνουν ότι ήταν και αυτοί εκεί. Αν στην ανείπωτη χαρά τους αναποδογυρίσουν και το τραπέζι, λεφτά αφορολόγητα υπάρχουν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT