Μια νύχτα μόνο και μετά η καταιγίδα

Ο συγγραφέας που πιο πολύ απ’ όλα αγάπησε τη γη

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΡΑΝΤΟΥΑΝ ΝΑΣΣΑΡ
Ενα ποτήρι οργή
μτφρ.: Αθηνά Ψυλλιά
εκδ. Πατάκη, 2023, σελ. 88

Το 1970 ο Ραντουάν Νασσάρ ζούσε σε μια αγροτική γειτονιά στα περίχωρα του Σάο Πάολο. Εργαζόταν ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Jornal do Bairro, που είχε ιδρύσει λίγα χρόνια πριν με τέσσερα από τα αδέλφια του. Στη διάρκεια δύο εβδομάδων, γράφοντας πυρετωδώς, κατόρθωσε να ολοκληρώσει μια πρώτη εκδοχή του βιβλίου που μια οκταετία αργότερα θα κυκλοφορούσε με τον τίτλο «Ενα ποτήρι οργή». Ενα ζευγάρι δίνει ραντεβού σε ένα επαρχιακό αγροτόσπιτο. Επειτα από μια ολονύχτια σεξουαλική συνεύρεση, ένα τονωτικό ντους και ένα ραχάτικο πρωινό, οι δυο τους, για μια φαινομενικά ασήμαντη αφορμή, εμπλέκονται σε έναν άξεστο, φοβερής έντασης καβγά. Η ορμή της επίθεσής τους είναι τρομακτική, σαν το παθιασμένο μοίρασμα της γύμνιας τους το προηγούμενο βράδυ να ήταν μια προθέρμανση για το βίαιο γδύσιμο της ψυχής τους και το ξέσκισμα της σάρκας τους. Η γλώσσα τους κοφτερή, αδηφάγα, μοιάζει να θέλει να καταβροχθίσει του καθενός την ύπαρξη αφού την κόψει σε μικρά βασανισμένα κομμάτια. Η αφήγηση και η γραφή είναι σαρωτικές, αδιάκοπες, ρέουν με μια δύναμη καταλυτική. Είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσει κανείς, γιατί δεν κυλούν με τη γοητευτική γοργάδα του ρυακιού αλλά με την αντάρα του φουσκωμένου ποταμού. Κάθε ένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου είναι ουσιαστικά μία και μόνη πρόταση, μία και μόνη παράγραφος, ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας φρενήρους αφήγησης.

Τη στιγμή που όλοι πίστεψαν στο ταλέντο του, ο Ραντουάν Νασσάρ ανακοίνωσε πως δεν θα γράψει ποτέ ξανά.

Ο Νασσάρ γελούσε συνεχώς, έχει παραδεχτεί σε μια από τις σπάνιες δημόσιες εξομολογήσεις του, καθώς έγραφε αυτό το βιβλίο, στο οποίο έχει βάλει περιστατικά και χαρακτήρες από τη δική του ζωή. Γεννημένος το 1935, γιος Λιβανέζων μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Σάο Πάολο τη δεκαετία του 1920, μεγάλωσε σε μια μικρή αγροτική πόλη, όπου, σε ένα μικρό κομμάτι γης, ο πατέρας του καλλιεργούσε πορτοκαλιές και κερασιές και εξέτρεφε πουλιά και κουνέλια. Ο Νασσάρ δέθηκε με τη γη, τα ζώα, την καλλιέργεια, την αγροτική ζωή. Αναφορές στην αγροτική ζωή είναι εμφανείς στο «Ενα ποτήρι οργή», όπου άλλωστε ο αφηγητής είναι ένας κτηματίας που ασχολείται με τη γη.

Στα 16 του μετακόμισε στο Σάο Πάολο, στο πανεπιστήμιο του οποίου σπούδασε λογοτεχνία και νομική επιστήμη και στη συνέχεια φιλοσοφία. Το 1967 ίδρυσε με τα αδέλφια του την εφημερίδα Jornal do Bairro, από όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια αργότερα, λόγω διαφωνιών με τον μεγαλύτερο αδελφό του. Τότε, το 1973, έγραψε το βιβλίο «Αρχαία καλλιέργεια» (είναι υπό έκδοση από τις εκδ. Πατάκη), που έφτασε στα ράφια των βιβλιοπωλείων δύο χρόνια αργότερα και αμέσως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησε η κυκλοφορία του «Ενα ποτήρι οργή» τρία χρόνια μετά, που επιβεβαίωσε όσους είχαν αρχίσει να πιθανολογούν ότι θα διεκδικούσε με αξιώσεις μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, ότι είχαν στα χέρια τους τα βιβλία ενός σύγχρονου κλασικού. Σύντομα έλαβε το σημαντικότερο βραβείο λογοτεχνίας της χώρας του, το βραβείο Jabuti, και μία ακόμα διάκριση από την Ακαδημία Γραμμάτων της Βραζιλίας.

Μια νύχτα μόνο και μετά η καταιγίδα-1Κι όμως, λίγα χρόνια μετά, το 1984, στο απόγειο της δόξας του και, όπως θεωρούσαν όλοι, της δημιουργικότητάς του, ο Νασσάρ, μέσω μιας συνέντευξης στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία βραζιλιάνικη εφημερίδα, ανακοίνωσε την απόφασή του να σταματήσει τη συγγραφή. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στο αναγνωστικό κοινό και στον κύκλο του βιβλίου. Για καιρό, όλοι περίμεναν να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για ένα αστείο, για μια μπλόφα, ή να μάθουν ότι άλλαξε γνώμη. Ο Νασσάρ όμως αγόρασε μια μεγάλη φάρμα και επέστρεψε σε αυτό που είχε μάθει να αγαπά από παιδί, στη γη. Αποσύρθηκε εκεί και άρχισε να καλλιεργεί σόγια, καλαμπόκι, φασόλια και σιτάρι. Δυσκολεύτηκε πολύ, πέρασαν χρόνια μέχρι να μπορέσει να έχει έσοδα από το κτήμα. Δεν αναίρεσε όμως ποτέ την απόφασή του.

Ολα αυτά τα χρόνια, εκδότες και ατζέντηδες δεν σταμάτησαν να προσπαθούν να ανακαλύψουν κρυμμένα χειρόγραφα στα συρτάρια του, να παρακαλούν για ένα κείμενό του. Εκείνος επέμενε ότι δεν είχε κάτι. Τελικά, το 1997, παρέδωσε σε έναν εκδοτικό οίκο ένα μικρό διήγημα που είχε γράψει κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1950, το οποίο κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Menina a Caminho», ενώ την ίδια δεκαετία δημοσιεύθηκε σε ένα περιοδικό της Βραζιλίας ένα δοκίμιό του με τίτλο «Maozinhas de Seda».

Οταν το 2011 ο Νασσάρ δώρισε τη φάρμα του στο Πανεπιστήμιο του Σάο Κάρλος, για την ανέγερση ενός νέου κτιρίου, ήταν πολλοί εκείνοι που για λίγο ήλπισαν ότι μπορεί να επέστρεφε στη συγγραφή. Εκείνος όμως απλά συνέχισε την αρκετά ερημίτικη ζωή του σε μια μικρότερη φάρμα όπου ζει μέχρι σήμερα. Αλλωστε, έχει πει ότι η ενασχόληση με τη γη ήταν πάντα η κύρια εργασία του και η συγγραφή «μία ακόμη ασχολία».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT