Ενα κουνέλι που το λέγανε άνθρωπο

Τον Ιούλιο του ’14 ο Ντενί νοσηλεύθηκε ξανά στο «Υγεία». Τον επισκεπτόμουν τα απογεύματα, μετά τη δουλειά. Δεν μιλούσε πια. Τις περισσότερες ώρες κοιμόταν. Καθόμουν δίπλα του και διάβαζα μέχρι ο ήλιος να δύσει προς τον Σαρωνικό

4' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούλιο του ’14 ο Ντενί νοσηλεύθηκε ξανά στο «Υγεία». Τον επισκεπτόμουν τα απογεύματα, μετά τη δουλειά. Δεν μιλούσε πια. Τις περισσότερες ώρες κοιμόταν. Καθόμουν δίπλα του και διάβαζα μέχρι ο ήλιος να δύσει προς τον Σαρωνικό.

Εξω έκανε ζέστη και μου άρεσε να βρίσκομαι στο ήσυχο δωμάτιο του νοσοκομείου με τον κλιματισμό, να διαβάζω για πολλοστή φορά τον «Ξένο» του Καμύ, ν’ ακούω την αναπνοή του Ντενί και τους θορύβους από τον διάδρομο, το σύρσιμο των μεταλλικών τρόλεϊ με τα συμπράγκαλα των νοσηλευτριών και τις χαμηλόφωνες ομιλίες των επισκεπτών που έκρυβαν μέσα στον ψίθυρο την αγωνία μιας πιθανής αμετάκλητης έκβασης. Εγώ δεν είχα καμιά αγωνία. Σε λίγες μέρες θα έφευγα για διακοπές και ήξερα πως δεν θα τον έβλεπα ξανά.

Είχε φτάσει μέχρι τα πενήντα τέσσερα και βέβαια δεν ήταν αρκετό. Είχε μεγαλώσει στα βουνά της ανατολικής Γαλλίας και από μικρός τού άρεσε να περπατάει, να ξαπλώνει κάτω από τα δέντρα και να διαβάζει. Του άρεσε να κυνηγά κουνέλια, να τα πιάνει και να τα χαϊδεύει. Του άρεσε επίσης να τα σχεδιάζει λες και ήταν άνθρωποι. Κάτι που δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει.

Μια μέρα, ένα αγόρι τον σημάδεψε με τη σφεντόνα και ο Ντενί έχασε το αριστερό του μάτι. Ο γιατρός είπε στους γονείς του να μη διαβάζει τόσο, μα αυτός συνέχισε να διαβάζει. Αυτό που κατάλαβα χρόνια αργότερα, αφού τον γνώρισα, ήταν πως ήταν τόσο πεισματάρης που είχε βαλθεί να φτιάξει μια τεράστια βιβλιοθήκη πίσω από το γυάλινο μάτι του. Λες και ήθελε να στηρίξει σε κάθε του φλέβα κι από ένα ράφι, ψάχνοντας να βρει το χαμένο κομμάτι της παιδικής του ηλικίας.

Η ανάγνωση είναι σαν μια διαδρομή από την οικιακή κόλαση στον τεχνητό παράδεισο. Ή ανάποδα. Βάλζερ, Γκομπρόβιτς, Σελίν, Προυστ, Ρεμπό. Αν διαβάσει κανείς το δίγλωσσο «Jour après jour – Μέρα με τη μέρα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Cube Art δύο χρόνια αφού αρρώστησε, θα διαπιστώσει τι εννοώ. Η ιστορία ενός κουνελιού, μέσα από σχέδια και λέξεις, που περιφέρεται στον κόσμο με την τρυφερή παραίτηση του μελλοθανάτου, ήταν αναμφίβολα ο ίδιος ο Ντενί: «Με μικρά βήματα προς την άυπνη νύχτα».

Μετά το σχολείο ήθελε να σπουδάσει λογοτεχνία αλλά τελικά μπήκε στην Καλών Τεχνών της Μπεζανσόν. Εκείνη την εποχή είχε αφήσει μούσι και όλοι τον φωνάζαν «Ο φιλόσοφος». Τότε γνώρισε τη Μαριάννα με την οποία έζησε έως το τέλος της ζωής του. Εφυγε για Παρίσι, όπου ο Ντενί δούλεψε ως νυχτοφύλακας στο μουσείο του Γκιστάβ Μορό και μετά αποφάσισαν να έρθουν στην Αθήνα. Εκαναν μια κόρη, τη Λουκία, η Μαριάννα βρήκε δουλειά στην εφημερίδα και ο Ντενί εργαζόταν περιστασιακά ως εικονογράφος.

«Μερικές φορές νιώθω πως η ζωή είναι ένα κύμα που έρχεται καταπάνω μου. Ομως, να ξέρεις, σε λίγο δεν θα χρειάζομαι τίποτα».

Οταν άρχισα να τον επισκέπτομαι στο διαμέρισμά τους στη Μακρυγιάννη, πάντα καταλήγαμε στο γραφείο του. Ποτέ δεν είχα δει έναν τόσο μικρό χώρο εργασίας, θύμιζε περισσότερο τρύπα, μια μαγική τρύπα όμως με όλες τις απαραίτητες ανέσεις και τους επιθυμητούς περιορισμούς. Ακόμα κι όταν μεταφέρθηκαν σ’ ένα μεγαλύτερο σπίτι, ο Ντενί χωνόταν πάντα σε μια γωνία.

Η βιβλιοθήκη του ήταν επίσης, για εμένα τουλάχιστον, μυθική. Οσο έπρεπε σε μέγεθος, χωρίς τίποτα περιττό, φιλόξενη και φιλική, χωρίς να σου προκαλεί δέος ή τρόμο. Καμιά φορά, όταν περνάω μπροστά από το διώροφο κτίριο στα Πετράλωνα, κοιτάζω κλεφτά από τον δρόμο μέσα από την μπαλκονόπορτα. Η βιβλιοθήκη υπάρχει ακόμα, μα ο Ντενί όχι, και θυμώνω.

Την πρώτη περίοδο που είχε αρρωστήσει, κατέβαινα στη Βούλα με το λεωφορείο για να τον δω. Ζούσαν σ’ ένα οικογενειακό διαμέρισμα από την πλευρά της Μαριάννας, δίπλα στη θάλασσα. Πηγαίναμε λοιπόν κατά εκεί και θυμάμαι να διασχίζει την παραλιακή αδιαφορώντας για τ’ αμάξια. Του φώναζα: «Πρόσεχε, Ντενί!» Κι αυτός, αφού καθόμασταν σε κάποιο παγκάκι, μου έλεγε λαχανιασμένος: «Μερικές φορές νιώθω πως η ζωή είναι ένα κύμα που έρχεται καταπάνω μου. Ομως, να ξέρεις, σε λίγο δεν θα χρειάζομαι τίποτα».

Μετά γυρίζαμε σπίτι και μου έδειχνε τα τελευταία του σχέδια. Ηταν τα πιο ωραία σχέδια που είχε κάνει ποτέ. Επειδή σε κάθε γραμμή που είχε σχεδιάσει έβλεπες τον θάνατο να έρχεται. Και ταυτόχρονα, αναγνώριζες τη σημασία της ζωής, την εύθραυστη και παράλογη οντότητά της, σε κάθε μολυβιά. Τα χέρια του ήδη έτρεμαν.

Ο Ντενί κατάφερε χάρη στη φροντίδα της Μαριάννας να προσθέσει δύο βιβλία στη μικρή στοίβα που είχε ήδη εκδοθεί. Ετσι, δίπλα στο «Τρελό μονοπάτι» και στον «Γάμο της Ανεμί» (αμφότερα από τις εκδόσεις Αγρα), προς το τέλος της ζωής του κυκλοφόρησαν το «Pirquetou» (Cube Art Editions) και το «Ροζ» (εκδόσεις Pαντεβού): «Φταίει το ΡΟΖ. Το ΡΟΖ τρώει τη νύχτα. ΡΟΖ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ». Δεν θ’ αναφερθώ καν στα κατάλοιπά του. Μπορεί κανείς να δει στο σάιτ του (www.denislhomme.com), που θυμίζει μάλλον κιβωτό από χαρτί καθώς βολοδέρνει αγνοημένη στο Διαδίκτυο, τι άφησε πίσω του: ημερολόγια, σχέδια, ποίηση, τετράδια και σημειωματάρια, φάκελοι με επιζωγραφισμένες φωτογραφίες, γεμάτα κουτιά από τα οποία έχεις την αίσθηση πως θα ξεπηδήσουν αναπάντεχα λευκά κουνέλια από ένα σύμπαν ολότελα δικό του.

Μετά την κηδεία, στο Αγκίστρι, πήγαμε να κάνουμε μπάνιο στην παραλία του Μπαχά. Βγάλαμε τα ρούχα μας και βουτήξαμε με τα εσώρουχα στο νερό: η αδελφή του που είχε έρθει από τη Γαλλία, η μητέρα του, τα ανίψια του, οι φίλοι του, η γυναίκα του, η κόρη του κι εγώ. Ξαφνικά, ενώ κολυμπούσαμε, και το μεσημεριανό φως μάς είχε σχεδόν τυφλώσει, η Μαριάννα γύρισε προς την ακτή και φώναξε: Ντενί; Πού είσαι, Ντενί; Ηταν κάποτε ένας άνθρωπος που τον λέγανε Ντενί Λομ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT