Η ιστορία των Δαναΐδων, που έφυγαν από τη Λιβύη ακολουθώντας τον πατέρα τους Δαναό για το άνυδρο Αργος, επειδή φοβούνταν τους 50 γιους του Αιγύπτου, τα πρωτοξαδέλφια τους τα οποία απαιτούσαν να τις παντρευτούν σε μια εποχή ενδογαμίας, πάντα γοήτευε τη Μαριάννα Κάλμπαρη. Κορίτσια και πατέρας επικράτησαν στο Αργος γιατί δίδαξαν στους ανθρώπους να αρδεύουν νερό. Και η γη τους έγινε γονιμότερη και αυτοί βασιλιάδες. Ο Δαναός ως δισέγγονος της Ιούς, η οποία καταγόταν απ’ αυτά τα χώματα, έθεσε αξίωση επί του θρόνου. Το κατάφερε, αλλά για λίγο. Γιατί οι Αιγυπτιάδες κατέφθασαν στο Αργος και απαίτησαν να παντρευτούν τις κόρες με τη βία. Συμφώνησε ο Δαναός, αλλά στις θυγατέρες του έδωσε από ένα μαχαίρι, να αποκεφαλίσουν τους άνδρες τους το πρώτο βράδυ του γάμου. Και εκείνες το έπραξαν εκτός από την Υπερμνήστρα, που ερωτεύθηκε τον ξάδελφο Λυγκέα…
Οι Δαναΐδες ήταν αγαπημένος μύθος και στην αρχαιότητα, λέει στην «Κ», η σκηνοθέτις και καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, που διάλεξε ακριβώς τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου να παρουσιάσει το φετινό καλοκαίρι. Αυτές κλείνουν στις 23 και 24 Αυγούστου το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών στην Επίδαυρο.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα τον Ιούλιο στου Δελφούς και ξάφνιασε το κοινό. «Το έργο δεν το γνωρίζουν επειδή δεν παίζεται συχνά και γι’ αυτό οι περισσότεροι θεατές μπερδεύουν τις “Ικέτιδες” του Αισχύλου με τις “Ικέτιδες” του Ευριπίδη, που βέβαια συνδέονται με άλλο μύθο που ανήκει στον θηβαϊκό κύκλο. Το έργο του Αισχύλου για πρώτη φορά ανέβηκε το 1930 σε μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη στις Δελφικές Γιορτές που έκαναν ο Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ. Επειτα, το 1964, το ανέβασε στην Επίδαυρο ο Αλέξης Σολωμός, το 1977 ακολούθησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος και το 1994 παρουσιάστηκε από τους “Δεσμούς” της Ασπασίας Παπαθανασίου σε μορφή αναλογίου».
Πρόκειται για το πρώτο και μοναδικό έργο που διασώζεται από τη χαμένη τετραλογία του Αισχύλου, τις «Δαναΐδες». «Σχεδόν κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει τον μύθο όταν ανέβηκε στους Δελφούς και εντυπωσιάστηκαν από την ιστορία», σημειώνει η Μαριάννα Κάλμπαρη και συνεχίζει: «Στην ουσία είναι η ιστορία των Ελλήνων. Οι Δαναοί είναι το φύλο που έρχεται και επικρατεί στο Αργος των Πελασγών, που είναι τα ελληνικά χώματα. Και οι Πελασγοί είναι ιστορικά το προελληνικό φύλο που αφομοιώνεται και εκτοπίζεται από τους Δαναούς».
Βέβαια, ένας από τους λόγους που δεν ανεβαίνει συχνά είναι και γιατί δεν έχει και μεγάλους ρόλους. Τρεις όλοι κι όλοι –εδώ έγιναν πέντε οι ρόλοι– όμως ο απόλυτος πρωταγωνιστής του έργου παραμένει ο Χορός. «Οι θεατές εκπλήσσονται από το πόσο επίκαιρο είναι το έργο του Αισχύλου, ειδικά όταν συνειδητοποιούν πόσο βαθιές είναι οι ρίζες των προκαταλήψεων και η θέση της γυναίκας στον κόσμο».
Ρωτάω τη σκηνοθέτιδα γιατί χρησιμοποίησε τη μετάφραση του 1930 που έκανε ο Ιω. Γρυπάρης, όσο ποιητική και αν είναι. «Εκανα μια επεξεργασία στη μετάφραση, αρκετά ώστε να μπορεί να μιλιέται σήμερα, αλλά και να μας δίνει την αίσθηση ότι προέρχεται από πολύ παλιά όπως και ο ίδιος ο μύθος. Επιπλέον, μοίρασα τον λόγο ανάμεσα στις δύο πιο γνωστές Δαναΐδες, την Υπερμνήστρα και την Αμυμώνη, με το επιχείρημα ότι είναι ουσιαστικά οι δυο πλευρές που ενυπάρχουν στα κορίτσια, δηλαδή η πλευρά της Αρτέμιδος και η πλευρά της Αφροδίτης», απαντά η Μαριάννα Κάλμπαρη. Και προσθέτει ότι στα ανεβάσματα έως το 1994, οι σκηνοθέτες εστίαζαν στο προσφυγικό θέμα.
«Τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως, είναι σαν να έφυγε ένα σύννεφο από μπροστά μας και να βλέπουμε αυτά τα κείμενα με πιο καθαρό βλέμμα. Για μένα στάθηκε αποκαλυπτική μια κριτική του Μάριου Πλωρίτη για την πρώτη παράσταση των “Ικέτιδων”, όπου υπογράμμιζε ότι το σημαντικότερο σημείο για εκείνον σ’ αυτό το σπουδαίο κείμενο είναι ότι μιλάει για την πάλη των δύο φύλων. Αυτός λοιπόν είναι και ο κεντρικός άξονας στην παράστασή μας. Θέματα όπως οι πρόσφυγες, η δημοκρατία, η μη ανοχή στη βία είναι παρόντα σ’ αυτό το πολιτικό έργο. Εδώ οι τρεις εξουσίες του έργου, ο πατέρας, ο πολιτικός και ο Αιγύπτιος, δηλαδή ο Δαναός, ο Πελασγός και ο εχθρός, που υποδύονται οι Ακης Σακελλαρίου, Λυδία Κονιόρδου, Γιάννης Τσορτέκης αντίστοιχα, διεκδικούν τα 50 κορίτσια. Διεκδικούν το σώμα τους, όπως οι Αιγύπτιοι, ποιος θα αποφασίζει για το πώς θα ζουν και πώς θα συμπεριφέρονται οι άλλοι δύο».
«Οι θεατές εκπλήσσονται από το πόσο επίκαιρο είναι το έργο του Αισχύλου, ειδικά όταν συνειδητοποιούν πόσο βαθιές είναι οι ρίζες των προκαταλήψεων και η θέση της γυναίκας στον κόσμο».
Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μιλάει για την ενηλικίωση και τη λαχτάρα κάθε ανθρώπου για ελευθερία και δικαιοσύνη, θίγοντας ζητήματα όπως η έμφυλη βία. «Οι θεατές τα καταλαβαίνουν όλα αυτά και οι γυναίκες ακόμη περισσότερο. Στην εποχή μας δεν υπάρχει κορίτσι που δεν καταλαβαίνει τον φόβο του βιασμού». Πόσο άραγε επηρέασε το ανεξάρτητο κοινωνικό κίνημα ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση και σε κάθε μορφή κακοποιητικής συμπεριφοράς, τις παραστάσεις που βλέπουμε μετά το #MeToo; «Οταν αλλάζει η κοινωνία μετατοπιζόμαστε όλοι. Ξαναδιαβάζοντας το έργο αναρωτιόμουν “μα δεν το βλέπαμε;”. Οι ρίζες της πατριαρχίας και πώς καθόρισαν τη θέση της γυναίκας από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα στην κοινωνία. Υπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης των ανθρώπων αυτών με τη μοίρα τους που προσπαθούν να αποφύγουν, όπως σε κάθε τραγωδία, αλλά παράλληλα υπάρχει και το πώς καλείται η κοινωνία να διαχειριστεί αυτά τα ζητήματα».
Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, που είναι συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου, η σκηνοθέτις έκανε μικρές προσθήκες, όπως το ποίημα του Σιμωνίδη του Αμοργίνου, «Ιαμβος κατά των γυναικών», καθώς και το απόσπασμα από τον μονόλογο της Αφροδίτης, τον μόνο που διασώθηκε από το τρίτο έργο της τετραλογίας που χάθηκε. Μοίρασε τον λόγο μεταξύ της Υπερμνήστρας και της Αμυμώνης, που υποδύονται η Λένα Παπαληγούρα και η Λουκία Μιχαλοπούλου. «Αυτές παίρνουν τον λόγο για όλες τις αδελφές τους. Οι Ικέτιδες μιλούν και για τη μετάβαση του κοριτσιού από την αθωότητα στην ωριμότητα όταν καταλαβαίνει τι ζητάνε οι άλλοι από εκείνη».
Στην παράσταση, τα κορίτσια του χορού φορούν τα λευκά φορέματα της εικαστικού Χριστίνας Κάλμπαρη, που ζωγράφισε στο χέρι. Θυμίζουν νύφες και ταυτόχρονα αμαζόνες. Ιδιαίτερα στην Επίδαυρο ο Χορός αποτελείται από 50 κορίτσια από τη χορωδία Chóres και τη Μαρίνα Σάττι, τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και την ακροβατική ομάδα «Και όμως κινείται». «Ηθελα να συνεργαστούμε γιατί γνώριζα τη δουλειά τους και δεν χρειαζόταν να φτιάξουμε την κοινή γλώσσα, την ήξεραν», εξηγεί η σκηνοθέτις.
Μία δεκαετία στο τιμόνι του Θέατρου Τέχνης, η Μαριάννα Κάλμπαρη αντιμετώπισε την οικονομική κρίση, την πανδημία και όλα τα προβλήματα βιωσιμότητας του ιστορικού θεάτρου σε μια περίοδο που το θέατρο αλλάζει. «Αλλάζει ακριβώς επειδή υπάρχει κρίση και, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, η κρίση πολλαπλασίασε τις παραγωγές και τα θεάματα. Γιατί θέατρο κάνεις ακόμη και χειροποίητα». Τονίζει με πάθος ότι το Θέατρο Τέχνης «πρέπει οπωσδήποτε να επιβιώσει, με όποιον τρόπο» και προσθέτει ότι είναι πολύ δύσκολο διότι αντιστέκεται στους κανόνες που επιβάλλει η αγορά και, ακριβώς γι αυτό, δεν μπορεί να ανθοφορεί συνεχώς. «Πρέπει να στηρίζεται και να επιμένει».
Χρέη ευτυχώς δεν έχει, αλλά «πάντα είμαστε με την ψυχή στο στόμα. Υποστηρίζει ότι γίνονται πράγματα που δημιουργούν ελπίδες, «όπως το Μουσείο Καρόλου Κουν, όπου προχωράνε οι μελέτες σε οίκημα που μας παραχώρησε το ΥΠΠΟΑ. Είναι σημαντικό να παραμείνει η μνήμη ζωντανή και εξίσου σημαντικό είναι το καλλιτεχνικό μέρος. Ομως, ρεπερτόριο δεν συνθέτεις χωρίς να έχεις προϋπολογισμό. Ζω με μια καθημερινή αγωνία για δέκα χρόνια. Κάθε σεζόν που ανοίγει, είμαι με μια θηλιά στον λαιμό».
Ο καύσωνας και τα φεστιβάλ
Η Μαριάννα Κάλμπαρη αναφέρεται και σε κάτι που τα τελευταία χρόνια το σπρώχνουμε κάτω από το χαλί και αφορά την κλιματική κρίση. «∆εν ξέρω για πόσα καλοκαίρια ακόμη θα μπορούμε να κάνουμε περιοδείες και φεστιβάλ. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος γίνονται πια αφόρητοι. Θα αρχίσουμε να παίζουμε τέλος Μαρτίου, αρχές Απριλίου, όπως στην αρχαιότητα στα Μεγάλα ∆ιονύσια. ∆εν είναι μόνο οι αντοχές του κοινού που μειώνονται αλλά και των τεχνικών. Και στον τουρισμό θα δούμε αλλαγές. Παλιά έρχονταν γιατί ήθελαν τη ζέστη αλλά η ζέστη δεν είναι πια ίδια.
Αυτό που θεωρούσαμε φαντασία και κάτι μακρινό έρχεται με ταχύτητα».