«…οφείλεται στο ότι ήταν ηλίθιοι…»

Πώς οι επιστολές του Τζορτζ Oργουελ έφτασαν να πωλούνται στο εμπόριο

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές της συγγραφικής του δραστηριότητας, όπως διορθώσεις σε μυθιστορήματά του ή η αλληλογραφία του με τον άνθρωπο ο οποίος απέρριψε ένα από τα εμβληματικότερα έργα του. Οι γνώστες τα θεωρούν ιδιαίτερα πολύτιμα. Και όμως, εκείνα τα ντοκουμέντα του Τζορτζ Οργουελ που παρέμειναν στην κατοχή του πρώτου εκδότη του, Βίκτορ Γκόλαντς, πωλούνται εδώ και λίγο καιρό αποσπασματικά, από διάφορους φορείς της αγοράς βιβλίων, γιατί όπως φαίνεται, δεν κινητοποίησαν το ενδιαφέρον των μετέπειτα κατόχων τους, ούτε όμως και κάποιου ιδρύματος.

Σύμφωνα με τον Guardian, η εταιρεία εμπορίας σπάνιων βιβλίων Peter Harrington προσφέρει, έναντι 75.000 λιρών, ένα μέρος του ντοκουμέντων, το οποίο περιέχει το συμβόλαιο του Οργουελ με τις εκδόσεις Victor Gollancz Ltd για την έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματός του, «Η κόρη του παπά», καθώς και μια επιστολή με τις διορθώσεις του συγγραφέα. Η Peter Harrington πουλάει επίσης, έναντι 50.000 λιρών, γράμματα που σχετίζονται με το τρίτο μυθιστόρημα του Βρετανού, το «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα», τα οποία φανερώνουν ότι ο εκδότης ζήτησε μερικές αλλαγές στο κείμενο. Απογοητευμένος, ο συγγραφέας που θα έγραφε αργότερα το «1984» σημείωνε κάπου ότι θα ικανοποιήσει τις εκδοτικές απαιτήσεις, «καταστρέφοντας λίγο-πολύ όλο το βιβλίο».

Και αν τα παραπάνω έργα είναι ίσως άγνωστα στο ευρύ κοινό, η εταιρεία Jonkers Rare Books πούλησε έναντι 100.000 λιρών το κομμάτι της αλληλογραφίας του Οργουελ με τον Γκόλαντς, το οποίο αποτυπώνει την απόρριψη από τον εκδότη της κλασικής σήμερα «Φάρμας των ζώων». Ο συγγραφέας της νουβέλας εμφανίζεται να τη χαρακτηρίζει σε μια επιστολή του 1944 σαν «ένα μικρό παραμύθι… με πολιτικό μήνυμα». Σε άλλο σημείο γράφει στον Γκόλαντς για το έργο: «Κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως μη αποδεκτό πολιτικά από τη δική σου οπτική γωνία (είναι κατά του Στάλιν)». Ο Γκόλαντς δεν δέχτηκε το σχόλιο, ωστόσο, αφού διάβασε το κείμενο, έγραψε: «Είχες δίκιο και είχα άδικο. Λυπάμαι πολύ. Επέστρεψα το χειρόγραφο». «Ο Γκόλαντς αρνήθηκε να το εκδώσει, γιατί φοβόταν ότι θα διατάρασσε τις αγγλοσοβιετικές σχέσεις… Το αρχείο είναι ανεκτίμητο», δήλωνε στον Guardian η «βετεράνος» του ρεπορτάζ βιβλιαγοράς, Λιζ Τόμσον, η οποία χαρακτήρισε την πώληση των επιστολών ως «πολιτιστικό βανδαλισμό».

Τα γράμματα που αποτυπώνουν την απόρριψη από τον εκδότη της κλασικής πια «Φάρμας των ζώων» πουλήθηκαν έναντι 100.00 λιρών.

Τι άλλο θα μπορούσε να είχε συμβεί; Ο Γκόλαντς πέθανε το 1967 και ο οίκος του πουλήθηκε αργότερα στις εκδόσεις Orion, που με τη σειρά τους αποκτήθηκαν από τον γαλλικό εκδοτικό όμιλο Hachette. Το 2018, η Orion ανέθεσε στον έμπορο σπάνιων βιβλίων Ρικ Γκεκόσκι να την απαλλάξει από το «αρχείο Γκόλαντς» (που περιελάμβανε και αλληλογραφία με συγγραφείς όπως η Ντάφνι ντι Μοριέ, ο Κίνγκσλεϊ Αμις κ.ά.), ωστόσο, ενώ εκείνος προσπάθησε να το πουλήσει στο σύνολό του σε κάποιο ίδρυμα, οι μόνοι που ενδιαφέρθηκαν για κάποια αποσπάσματά του ήταν συλλέκτες και παλαιοβιβλιοπώλες. Στο μεταξύ, το πλήρες αρχείο Οργουελ φυλασσόταν ήδη στο Univercity College του Λονδίνου.

«Κανείς στο διοικητικό συμβούλιο της Orion δεν ενδιαφερόταν πού θα κατέληγε το αρχείο», έλεγε παλιότερα ο Γκεκόσκι, ενθυμούμενος και μια αποθήκη στην οποία βρισκόταν καταχωνιασμένο, σκονισμένο και ανεξερεύνητο ίσως και για πενήντα χρόνια. Ο γιος του Οργουελ, Ρίτσαρντ Μπλερ, κατόρθωσε να αγοράσει μόλις πενήντα επιστολές προκειμένου να τις δωρίσει στο Ιδρυμα Οργουελ, το οποίο επίσης δεν διέθετε μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. «Το ότι κανείς τους δεν είχε ανοίξει το αρχείο για πενήντα χρόνια, οφείλεται στο ότι ήταν ηλίθιοι και δεν κατανοούσαν την αξία του», δήλωνε στον Guardian η πρόεδρος του ιδρύματος, Ζαν Σίτον. Και ο Μπιλ Χάμιλτον, μέλος του ιδρύματος, παρατηρούσε ότι κάποιοι συγγραφείς, όπως η Χίλαρι Μάντελ, που δώρισε χειρόγραφά της σε βιβλιοθήκη των ΗΠΑ, «έχουν μεγάλη επίγνωση της σημασίας του αρχείου τους για τη λογοτεχνική τους κληρονομιά».

Λαπαθιώτης, Παπαντωνίου

«Αυτό είναι το σωστό: έτι ζων, ο συγγραφέας να φροντίζει το περιεχόμενο του αρχείου του», μας λέει και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος παραθέτει και τις περιπτώσεις των αρχείων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που επίσης έχουν γίνει «χίλια κομμάτια» (με ένα μικρό μέρος του δεύτερου να έχει διασωθεί από την Εθνική Πινακοθήκη). «Είναι δύσκολο», προσθέτει, «να πεις σε κάποιον που κατέχει ένα αρχείο, να το χειριστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το ζήτημα λοιπόν τίθεται στη διακριτική ευχέρεια, την ευγένεια, τη σωφροσύνη και τη σοβαρότητα εκείνου στον οποίο η νομική κυριότητα του αρχείου ανήκει».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT