Γράφουν οι Νικόλας Ζώης, Παντελής Τσομπάνης, Ηλίας Μαγκλίνης, Μαρία Τοπάλη, Ηλιάνα Μάγρα, Δημήτρης Αθηνάκης, Ελένη Σαμπάνη και Δημήτρης Καραΐσκος
Από το κέντρο της Αθήνας μέχρι την Τήνο και το Βέρμιο, οι συντάκτες της «Κ» πήγαν σε μουσεία, ανέβηκαν σε ταράτσες, πλαγιές και κατέβηκαν σε ακρογιαλιές, επέστρεψαν στα παιδικά τους εξοχικά και αποκοιμήθηκαν στο γρασίδι γράφοντας για την πανσέληνο του Αυγούστου.
Νικόλας Ζώης
«Ινσταγκραμικό» σκηνικό και πλάκα
«Ολο το ακούω, το ακούω και δεν έχω έρθει ποτέ», έλεγε ζωηρά μια κυρία που μόλις είχε περάσει την είσοδό του. «Εδώ βγάλε μας, να χωρέσει και το φεγγάρι», εξηγούσε μια παρέα στον εθελοντή που τη φωτογράφιζε στην αυλή του. Και η αλήθεια είναι ότι το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού στην Πλάκα δεν άφηνε παραπονεμένο κανέναν: ούτε τους φιλομαθείς ούτε όσους αναζητούσαν απλώς ένα «ινσταγκραμικό» σκηνικό. Τουλάχιστον, μέχρι και εκείνοι να εισέλθουν σε ένα από τα 18 αποκατεστημένα κτίρια που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα και φιλοξενούν περίπου 3.000 αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Εκεί ήταν που το κοινό, πολυπληθές και πολυεθνικό, αλλά όχι «σεληνιασμένο», παρατηρούσε με ενδιαφέρον τις πτυχές του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, όπως λ.χ. ένα παλιό ζευγάρι τσαρούχια ή το σερβίτσιο ενός αστικού σπιτιού. Ενα άμφιο του Χρυσοστόμου Σμύρνης ή ένα φιρμάνι του Αμπντούλ Μετζίτ Χαν. «Ελα, πάμε για παγωτό τώρα», έλεγε σε ένα απορροφημένο πιτσιρίκι η μητέρα του. Από ψηλά, η πανσέληνος έφεγγε για όλους.
Παντελής Τσομπάνης
Κάμερες και κιάλια στον ουρανό
Παραδόξως, αντί για τη στάση Συγγρού – Φιξ, το 040 προς Σύνταγμα άδειασε στη «Μακρυγιάννη», με τον κόσμο να διαχέεται στους έρημους δρόμους γύρω από το Μουσείο της Ακρόπολης. Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Αργοί βηματισμοί, σπρωξίματα στον ώμο, το αδιαχώρητο. «Ελα, Αλεξάνδρα, μ’ ακούς; Δεν μπορώ να σε βρω. Πανικός γίνεται, σου λέω. Πανικός!» φώναζε μια γυναίκα στο κινητό της. Η μπάντα της Πολεμικής Αεροπορίας θα ξεκινούσε σε λίγο. Οι περαστικοί έψαχναν το φεγγάρι. «Θα το κρύβει η Ακρόπολη, πρέπει να πάμε από την άλλη πλευρά», ακούστηκε η μπάσα φωνή ενός άνδρα. Αν έφτανε στο ύψος της Ροβέρτου Γκάλι και αντίκριζε Ελληνες και ξένους να υψώνουν τις κάμερες και τα κιάλια τους στον ουρανό, θα έβλεπε την πανσέληνο. Αλλοι με φλας, άλλοι χωρίς, προσπαθούσαν για πολλά λεπτά να συλλάβουν φωτογραφικά το φεγγάρι και τον φωτισμένο Παρθενώνα. Κανένας δεν φάνηκε να πτοείται που τελικά απαθανάτισε μόνο μια θολή λάμψη.
Ηλίας Μαγκλίνης
Οι τρύπες όπου ζουν οι εξωγήινοι
Πενήντα πανσέληνοι είναι καλό νούμερο όταν τις έχεις δει όλες από το ίδιο σπίτι, τον ίδιο κήπο που καταλήγει στην ίδια παραλία. Το εξοχικό της παιδικής σου ηλικίας ανήκει σε άλλα παιδικά καλοκαίρια, αυτά που τώρα κρατάς απ’ το χέρι. Η αυγουστιάτικη πανσέληνος ανατέλλει πίσω από το σπίτι και φωτίζει όλες τις ηλικίες. Με το τηλεσκόπιο διακρίνουμε τους κρατήρες. Η μικρή της οικογένειας λέει πως είναι τρύπες όπου ζουν οι εξωγήινοι. Κάθε αυγουστιάτικη πανσέληνο θυμάμαι την κουβέντα του Μάικλ Κόλινς, του αστροναύτη του Απόλλων 11. «Για μένα υπάρχουν δύο φεγγάρια: αυτό που βλέπουμε όλοι από τη Γη. Και το άλλο που είδα μέσα από τη σεληνάκατο». Ο καθένας μας έχει το δικό του φεγγάρι κάθε Αύγουστο.
Μαρία Τοπάλη
Δεν μπορείς να της κρυφτείς
Η πανσέληνος με πέτυχε στο σπίτι των παιδικών καλοκαιριών, ψηλά στο Βέρμιο. Ηταν το πρώτο βράδυ των όψιμων διακοπών και αυτό έχει τη σημασία του. Δεν λέγεται τυχαία ότι είναι καθρέφτης το φεγγάρι. Οταν το γέμισμά του συμπορεύεται με την παραμονή σε έναν τόπο τότε στην πανσέληνο κορυφώνεται μαζί της και αυτή η παραμονή, είτε ως ενθουσιασμός των διακοπών που ολοκληρώνονται είτε ως ακριβό δώρο για όποιον έμεινε πίσω, στην ταλαίπωρη πόλη. Αν όμως, όπως συνέβη μ’ εμένα, σε πετύχει σε μετάβαση, η πανσέληνος ξαφνιάζει. Είναι σαν ένα φρούτο να μεγάλωνε ερήμην σου σε αυτό εδώ το τοπίο. «Περίμενε λίγο», ήθελα να πω. «Ακόμα δεν άνοιξα βαλίτσες, ούτε ξεφύλλισα τα παιδικά βιβλία στα ράφια. Δεν τακτοποίησα τη σκέψη μου, δεν ανακάλεσα στη μνήμη τους παλιούς, δεν χαιρέτησα τους νέους. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη». Αυτή, βέβαια, καθρέφτισε αμέσως και αδιακρίτως: βάλσαμα και μύρα του απόβροχου ορεινού αέρα, ασυνήθιστη κούραση από την παρατεταμένη ζέστη, αίσθημα ακαμψίας και ματαίωσης από τις φωτιές της Αθήνας. Δεν πρόλαβα να της κρυφτώ.
Ηλιάνα Μάγρα
Κοιτούσαμε το ίδιο φως
Ο ήλιος, πορφυρός, τεράστιος, βυθίστηκε στον ορίζοντα – η παραλία της Μαυροσπηλιάς αδειάζει. Τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν τον χωμάτινο αφώτιστο δρόμο στοιχισμένα. Πίσω από τους αμμόλοφους, μια λάμψη, σαν να κρύβεται ένας μεγάλος προβολέας, φωτίζει τον ουρανό. Πανσέληνος, γένος θηλυκού, πληθωρική, γεμάτη, τέλεια. Λούζει με φως τον δρόμο, την Κίμωλο, όλο το Αιγαίο. Σαν σε προσκύνημα, τα αυτοκίνητα οδεύουν εκεί όπου χαράσσει ο ουράνιος φάρος. Φτάνεις στο Καλαμίτσι. Κάθεσαι στο τραπέζι που έχει θέα το φεγγάρι. Ο κ. Δημήτρης, ο ψαράς, έχει μόλις δέσει στον μόλο. Επιασε λίγα λυθρίνια. Ενα ζευγάρι ξένων κάνει να φύγει και ύστερα κοντοστέκεται. Αποσβολωμένοι χαζεύουν με δέος την πανσέληνο, που δεσπόζει πάνω από την ακρογιαλιά και τα αλμυρίκια. Η γυναίκα βγάζει το κινητό της, αλλά τέτοια ομορφιά δεν αποτυπώνεται στην οθόνη. Το κλείνει, μένει ακίνητη για ένα δευτερόλεπτο ακόμη, να γεμίσει λίγο από το φως της. Είχε μια παρηγοριά αυτή η πανσέληνος· κι ας ήμασταν αλλού, κοιτούσαμε το ίδιο φως.
Δημήτρης Αθηνάκης
Συναισθηματικές συμπαραδηλώσεις
«Πώς κάνετε έτσι; Μια πανσέληνος είναι και αυτή. Απλώς είναι Αύγουστος και δεν υπάρχουν ειδήσεις», μου έλεγε συνομιλητής μου από το Αστεροσκοπείο Αθηνών με τον υπέροχο πραγματισμό της επιστήμης. Είχε νωρίτερα σαρκάσει τα βαφτίσια του φαινομένου –πανσέληνος του Οξυρρύγχου–, με ένα «λες και είναι ακραίο καιρικό φαινόμενο». Από μια ταράτσα στο Παγκράτι, θυμήθηκα τον στιχουργό Μιχάλη Μαρματάκη, στη δική του ταράτσα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, επ’ ευκαιρία μιας έκλειψης Σελήνης πριν από χρόνια: «Δεν με ενδιαφέρει να δω την έκλειψη. Εγώ θέλω να βλέπω το φεγγάρι να». Αυτή την ιστορία έλεγα στη Μαρία, τη γειτόνισσα που μοιραζόμαστε τη θέα προς τον Υμηττό και, προτού έρθουν οι υπόλοιποι, της έβαλα να ακούσει δύο τραγούδια του: το «Τραγούδι της νύχτας» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τη «Σκόνη» με τον Γιώργο Νταλάρα – ντυμένα μουσικά από τους Τερμίτες. Στα οκτώ-εννέα λεπτά των κομματιών, συγκρούστηκε ξανά εντός μου ο επιστημονικός κυνισμός με τις αισθηματικές συμπαραδηλώσεις ενός φεγγαριού να, που θα ‘λεγε επίμονα ο Μιχάλης αν ακόμη ζούσε. «Πώς κάνουμε έτσι;».
Ελένη Σαμπάνη
Ξυπνώντας απότομα από το χειροκρότημα
Με δυσκολία βρήκαμε ένα μικρό κενό ανάμεσα σε δύο παρέες εφήβων. Βιαστικά στρώσαμε τις πετσέτες μας και βολευτήκαμε όπως όπως, αφού η ταινία στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ είχε ήδη αρχίσει. Η ομάδα του Film Pit μας καλωσόρισε σε αυτόν τον κινηματογραφικό μαραθώνιο των ’80s με τη «Σύγκρουση των Τιτάνων». Οι μικροί θεατές παρακολουθούσαν σιωπηλά, οι μεγαλύτεροι γελούσαν, φωτογράφιζαν το φεγγάρι, άλλοι άνοιγαν το ένα μπουκάλι μπίρας μετά το άλλο. Λίγο πριν αρχίσει «Ο ατσίδας και το λαγωνικό», ρίξαμε μερικές κλεφτές ματιές για μια καλύτερη θέση κοντά στην οθόνη. Μάταια, όμως, αφού το ξέφωτο δεν άρχισε να αδειάζει πριν από τα μισά της κωμωδίας «Μια τρελή, απίθανη πτήση». Η παρέα που καθόταν μπροστά μας κοίταζε τον ουρανό, ψάχνοντας το φεγγάρι. Το ίδιο κάναμε και εμείς, μέχρι που αποκοιμηθήκαμε στα μισά του «Ανεξέλεγκτες καταστάσεις». Ξυπνήσαμε απότομα από το χειροκρότημα όσων έμειναν έως τις 4 το πρωί. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και πήγαμε πιο κοντά στην οθόνη για τη μυστική ταινία του μαραθωνίου. Ηταν το φιλμ κινουμένων σχεδίων «Heavy metal», που μας κράτησε συντροφιά μέχρι σχεδόν να ξημερώσει.
Δημήτρης Καραΐσκος
Μια λίμνη από γαλακτώδες μπλε
Σε μια αγροικία κοντά στο χωριό του Κτικάδου, η πανσέληνος ξεπρόβαλε πάνω από τη γειτονική ράχη, λες και ήθελε να διευκολύνει ακόμη περισσότερο αυτό το προσωρινό ξεθάρρεμα της φύσης. Το λαγκάδι, λουσμένο στο φως, αντηχούσε με μακρινά βελάσματα, μουγκανίσματα, κρωξίματα πουλιών. Οι ξερολιθιές ξεπρόβαλαν μέσα στο λαμπερό φως του φεγγαριού λες και ήταν αυτόφωτες. Η χώρα της Νάξου σίγουρα θα ήταν πολύβουη μέσα στην κορύφωση της σεζόν, το ίδιο και η κατάφωτη Νάουσα της Πάρου που εμφανιζόταν πεντακάθαρα πίσω από τη Δήλο. Μια γραμμή από ψαροκάικα είχαν βγει στ’ ανοιχτά της Ρήνειας, έχοντας βρει τις ιδανικές συνθήκες: μπουνάτσα και φεγγαρόφως. Τα περαστικά καράβια έμοιαζαν να επιπλέουν σε μια λίμνη από γαλακτώδες μπλε. Κάτω από την πανσέληνο, σε ένα λαγκάδι της Τήνου, οι Κυκλάδες έμοιαζαν φευγαλέα να έχουν την αυθεντική τους όψη.