Στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, όταν οι αθλητές άρχισαν να μπαίνουν στο Στάδιο υπό τους ήχους του dj Tiesto –για πρώτη φορά δίχως… εμβατήρια– οι απανταχού φαν της ηλεκτρονικής μουσικής ενθουσιάστηκαν. Εκτοτε η καριέρα του Ολλανδού μουσικού παραγωγού εκτοξεύτηκε στα ουράνια και ο ίδιος συνέχισε να επιστρέφει στη χώρα μας ξανά και ξανά – κατά κανόνα για να παίξει σε κάποιο μεγάλο κλαμπ της Αθήνας ή της Μυκόνου, σπανιότερα για συναυλία σαν εκείνη την αξέχαστη του 2007 στο Ελληνικό. Σχεδόν ποτέ, ωστόσο, για να αποτελέσει μέρος του προγράμματος ενός φεστιβάλ, μαζί με άλλους καλλιτέχνες της διεθνούς και της εγχώριας σκηνής.
«Στόχος μας είναι να ξεφύγουμε από την καθαρή συναυλιακή κουλτούρα, η οποία στη χώρα μας έχει άλλωστε παράδοση, και να πάμε στη φεστιβαλική που είναι λιγότερο διαδεδομένη, τουλάχιστον όσον αφορά την ηλεκτρονική μουσική. Θέλουμε το κοινό να λέει “πάμε στο φεστιβάλ” και όχι “πάμε στον τάδε καλλιτέχνη”», μας λέει ο Ανδρέας Πανάγος, CEO της Candy Cane Events, διοργανώτριας εταιρείας του Primer Festival. Το τελευταίο συμπληρώνει φέτος πέντε χρόνια ζωής και μας προσκαλεί για ένα εκρηκτικό διήμερο (7-8 Σεπτεμβρίου) τόσο στην πλατεία Νερού όσο και στο γειτονικό κλειστό του Τάε Κβον Ντο. Ο λόγος που φέτος προστέθηκε και δεύτερη σκηνή είναι… χρονικός.
«Το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου παίζουμε μουσική από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 6 το πρωί. Αρχικά στην πλατεία Νερού και έπειτα, σεβόμενοι τις ώρες κοινής ησυχίας, μέσα στο κλειστό στάδιο. Εχουμε προμηθευτεί 800 τετραγωνικά μέτρα LED oθονών και χτίζουμε την πιο ψηλή σκηνή που έχει στηθεί ποτέ στην Ελλάδα: 26 μέτρα έναντι 17 της προηγούμενης. Γενικώς έχει γίνει μεγάλη επένδυση από τους ιδιοκτήτες της Candy Cane, οι οποίοι είναι και οι ίδιοι μεγάλοι φαν της συγκεκριμένης μουσικής και ταξιδεύουν στα φεστιβάλ», συνεχίζει ο κ. Πανάγος.
Μπορεί το φετινό πρόγραμμα να μην έχει Τιέστο, όμως οι Ερικ Πριτζ, Μάρτιν Γκάριξ, Μις Μονίκ, Kolsch, το ντουέτο Royksopp είναι μερικά από τα διεθνούς βεληνεκούς ονόματα που θα ανέβουν στις δύο σκηνές του Primer. Ο Ερικ Πριτζ μάλιστα έρχεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά, σε μια σπάνια εμφάνιση, καθώς δεν ταξιδεύει ποτέ με αεροπλάνο και θα φτάσει στη χώρα μας οδικώς από την Κωνσταντινούπολη. «Μελωδική trance, house, ambient, EDM: όλα βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της ηλεκτρονικής μουσικής, όμως δεν είναι το ίδιο. Ενας από τους στόχους μας είναι και να εκπαιδεύσουμε το κοινό, ώστε να γνωρίσει και είδη με τα οποία πιθανώς δεν είναι τόσο εξοικειωμένο», υπογραμμίζει ο κ. Πανάγος.
«Προσελκύουμε και κοινό που δεν ακούει καν αυτή τη μουσική – πέρυσι στον Ντέιβιντ Γκέτα υπήρχαν άνθρωποι που πηγαίνουν μόνο στα μπουζούκια, όμως ήρθαν και πέρασαν υπέροχα», λέει ο διοργανωτής του φεστιβάλ, Ανδρέας Πανάγος.
Εμφαση στο σόου
Ποια είναι όμως η διαφορά ενός «ηλεκτρονικού» φεστιβάλ με ένα π.χ. της ροκ μουσικής; «Εμείς φιλοξενούμε dj συνθέτες και όχι τόσο συγκροτήματα, οπότε δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στο κομμάτι του σόου: οθόνες, βεγγαλικά, λέιζερ, φωτιζόμενα βραχιόλια και φυσικά η χορευτική μουσική που δημιουργεί μια ξεχωριστή ενέργεια. Ο κόσμος έρχεται για τη συνολική εμπειρία, ενώ προσελκύουμε και κοινό που δεν ακούει καν αυτή τη μουσική – πέρυσι στον Ντέιβιντ Γκέτα υπήρχαν άνθρωποι που πηγαίνουν μόνο στα μπουζούκια, όμως ήρθαν και πέρασαν υπέροχα».
Η μεγαλύτερη φιλοδοξία πάντως των συντελεστών του Primer είναι σταδιακά να κατορθώσουν να προσελκύσουν μεγάλο όγκο κοινού από το εξωτερικό και να καθιερώσουν έτσι το φεστιβάλ διεθνώς. «Είναι γνωστό ότι πολλοί Ελληνες ταξιδεύουν κάθε χρόνο στο εξωτερικό για φεστιβάλ, όμως το αντίστροφο ελάχιστα συμβαίνει. Αυτό που έγινε για παράδειγμα φέτος με τους Coldplay, όπου δεκάδες χιλιάδες ξένοι επισκέπτες ήρθαν για τις συναυλίες, ήταν εκπληκτικό. Το είδαν και οι θεσμικοί φορείς και ελπίζω ότι αντιλήφθηκαν τη σημασία του συναυλιακού-φεστιβαλικού τουρισμού», σημειώνει ο κ. Πανάγος και συνεχίζει: «Διοργανώσεις όπως το Untold στη Ρουμανία, το Exit στη Σερβία και ακόμη περισσότερο η Tomorrowland στο Βέλγιο προσελκύουν εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, σε χώρες που δεν έχουν καν το τουριστικό brand της Ελλάδας».
Οσο για τη συνταγή της επιτυχίας, αυτή μάλλον περιέχει αρκετά συστατικά. «Αρχικά προφανώς χρειάζονται σοβαρές επενδύσεις και όχι αρπαχτές. Οι κρατικοί φορείς πρέπει να είναι υποστηρικτικοί. Κάτι πολύ βασικό επίσης είναι οι κατάλληλοι χώροι, ειδικά οι χειμερινοί, οι οποίοι λείπουν από την Ελλάδα. Και το καλοκαίρι όμως δεν εκμεταλλευόμαστε τα προτερήματά μας. Ημουν πρόσφατα σε ένα φεστιβάλ στην Κοστάντσα, επάνω στην παραλία, με πέντε σκηνές και 80.000 εισιτήρια. Εμείς έχουμε τόσες παραλίες και δεν κάνουμε τίποτα. Αν καταφέρουμε να προσελκύσουμε τη νεολαία της Ευρώπης και γνωρίσει την Ελλάδα, αυτοί οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να έρχονται και τα επόμενα χρόνια. Χρειάζεται δουλειά, όμως, δεν είναι εύκολη πίστα».