Μια Oasis στην έρημο του μίσους

Επειτα από 15 χρόνια, το συγκρότημα από το Μάντσεστερ αφήνει πίσω τις έριδες για χάρη... μερικών εκατομμυρίων λιρών

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την τριετία 1997-2000, θυμάμαι τον Νόελ Γκάλαχερ στις τοπικές παμπ, κοντά στα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας Creation Records, στο Primrose Hill του βόρειου Λονδίνου. Είχε μετακομίσει στα τέλη του ’90 και εμφανιζόταν κάθε τόσο με αδιάβροχα άνορακ με κουκούλα, γυαλιά ηλίου και κούρεμα που θύμιζε τον Πολ Γουέλερ. Εβλεπε στην τηλεόραση της παμπ την ομάδα του, Μάντσεστερ Σίτι, κι έβριζε φωναχτά όταν έχανε. Στο υπέρθυρο του σπιτιού του, πάνω στο τζάμι, ήταν γραμμένες σε ψυχεδελικό στυλ οι λέξεις «Supernova Heights», λες κι επρόκειτο για κάποια αστική έπαυλη της υψηλής κοινωνίας που τελούσε υπό κατάληψη. 

Σε εκείνο το τριώροφο ακίνητο που έγινε θρυλικό για τα πάρτι του, τα παιδιά της εργατικής τάξης του Μάντσεστερ κατακτούσαν την αεικίνητη μητρόπολη της εργασίας και του κέρδους και της έδειχναν το δάχτυλο τεμπελιάζοντας και ξενυχτώντας. Ειδικά τα αδέλφια Νόελ και Λίαμ Γκάλαχερ των Oasis και οι δύο πρώτοι τους δίσκοι, που έβγαλαν το 1994 και 1995 με την Creation Records, μπήκαν για τα καλά στο πάνθεον της ροκ. 

Οι Νόελ και Λίαμ Γκάλαχερ ανακοίνωσαν ότι θα ξαναπαίξουν σε μια μεγάλη τουρνέ το επόμενο καλοκαίρι.

Το Μάντσεστερ, η «δεύτερη πόλη» της Αγγλίας, γκρίζα και βιομηχανική, έριξε χρώμα στη μουντάδα τις στα τέλη του ’70 – αρχές του ’80 με μια δισκογραφική εταιρεία, τη Factory Records, η οποία έβγαλε το πιο εμπορικό σινγκλ όλων των εποχών, το «Blue Monday», και στήριξε το θρυλικό κλαμπ Haçienda, ένα πρώην εργοστάσιο στο κέντρο της πόλης, όπου μεταξύ 1982-1997 γιγαντώθηκε θριαμβευτικά μια φρέσκια μουσική κουλτούρα. Εκεί, τα νέα ηλεκτρονικά μέσα παντρεύτηκαν με μια φουτουριστική επιστροφή στα ’60s κάτω από έναν ήχο που βαφτίστηκε «Madchester». 

Τα ηχητικά τοπία που σμίλευσαν ντόπιες μπάντες όπως οι 808 State και οι Stone Roses απλώθηκαν από το ψηφιακό στο αναλογικό σε μια ενιαία αισθητική, με ένα απολύτως διακριτό «τοπικό» χρώμα. Μέσα από αυτό το χωνευτήρι ξεπήδησαν και τα αδέλφια Νόελ και Λίαμ Γκάλαχερ με τους Oasis. 

Πόλεμος και «ειρήνη»

Αλλά όλα τα ωραία δεν κρατούν για πολύ – ειδικά όταν μιλάμε για τους αδελφούς Γκάλαχερ. Το 2009, έχοντας μπει σε ένα σύννεφο καβγάδων και καταχρήσεων, τα δύο αδέλφια διέλυσαν την μπάντα και την αδελφική τους σχέση, ξεκινώντας μια βεντέτα που τροφοδότησε γενναία τον αχόρταγο «κίτρινο» Τύπο της χώρας για 15 χρόνια.

Πριν από λίγες ημέρες, σκηνοθέτησαν ένα τέλος στη διάσημη διαμάχη, ανακοινώνοντας ότι θα ξαναπαίξουν σε μια μεγάλη βρετανική τουρνέ το επόμενο καλοκαίρι. «Θα το έκανα για 100 εκατομμύρια λίρες», είχε πει τρία χρόνια πριν σε μια συνέντευξη ο Νόελ, ερωτηθείς αν θα ξαναέσμιγε με τον αδελφό του επί σκηνής. Οπως φαίνεται, έχει ακόμη παρόμοιες προθέσεις, εφόσον υπολογίζεται πως τα έσοδα από τις επερχόμενες συναυλίες θα φτάσουν τα 400 εκατομμύρια, με τους ίδιους τους Γκάλαχερ να καρπώνονται τουλάχιστον τα 50 από αυτά και τους διοργανωτές να προσβλέπουν σε ένα «μεγάλο κόλπο», έχοντας κλείσει χώρους όπως το Γουέμπλεϊ που χωρούν σχεδόν 100.000 κόσμου. 

Δεν ήταν, δε, καθόλου αναπάντεχο, το γεγονός ότι αφού ανακοινώθηκε η τουρνέ, το Ιντερνετ γέμισε με σχόλια που προτείνουν μια επανένωση των συμπατριωτών τους Σμιθς και μια ανακωχή στη χρόνια αντιδικία μεταξύ Μόρισεϊ και Μαρ. Ο ίδιος ο Τζόνι Μαρ, όμως, δεν άφησε καμία ελπίδα, ανεβάζοντας στο προφίλ του στο X, χωρίς λεζάντα, μια φωτογραφία του ακροδεξιού Νάιτζελ Φάρατζ, τον οποίο είχε στηρίξει ο Μόρισεϊ. Μάλλον, ο μεγάλος συνθέτης και κιθαρίστας γνωρίζει ότι αυτός και ο αντίδικός του άφησαν πίσω μια μουσική παρακαταθήκη τόσο αυτόνομα θεϊκή και υπερβατική, που ούτε επηρεάζεται από τα ανθρώπινα ούτε έχει ανάγκη από κάποια «δευτέρα παρουσία».

Κοιτώντας πίσω, συνειδητοποιεί κανείς ότι η μουσική των Oasis στάθηκε λιγότερο ισχυρή από την περσόνα τους, με την ίδια έννοια που ο Κερτ Κομπέιν ήταν περισσότερο συγκινητικός ως ανθρώπινη μορφή παρά ως μουσικός – ως κιθαρίστας ή συνθέτης. Δεν μπόρεσε να πλησιάσει καλλιτεχνικά τον άνθρωπο που τον ενέπνευσε, τον Γκρεγκ Σέιτζ των Wipers, με τον ίδιο τρόπο που οι Oasis δεν θα μπορούσαν ποτέ να αναπαραγάγουν την κοσμογονία που αντηχεί στα παλλόμενα ντραμς του Μάικ Τζόις στο «Still Ill» του 1984.

Η ευφυής, ευκίνητη θηλυπρέπεια των στίχων του Μόρισεϊ και της μουσικής του Τζόνι Μαρ απέχει παρασάγγας από την αρσενική, μάτσο βαρύτητα των Γκάλαχερ, οι οποίοι ελλείψει καλλιτεχνικού διαμετρήματος ποντάρουν τώρα στο εύκολο αφήγημα της νοσταλγίας, ελπίζοντας να αναβιώσουν τα αισιόδοξα ’90s για λίγες ώρες επί σκηνής. 

Ποδόσφαιρο και μπίρα

Η «ζόρικη» πόζα τους στην ασπρόμαυρη φωτογραφία στην αφίσα της τουρνέ συνοψίζει τη γνώριμη Αγγλία των «lads» που αγαπούν το ποδόσφαιρο και την μπίρα. Ο Τζορτζ Μπεστ είναι ακόμη ζωντανός στη συλλογική μνήμη και οι Γκάλαχερ συνεχίζουν στο χνάρι του. Πριν από λίγες ημέρες, ο Νόελ εκθείασε τον αδελφό του ως εξής: «H φωνή μου είναι σαν μια Γκίνες την Τρίτη. Του Λίαμ είναι σαν 10 σφηνάκια τεκίλα την Παρασκευή».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT