Ο Αριστοφάνης γέλασε από τα «Θυμαράκια»

Ο Αριστοφάνης γέλασε από τα «Θυμαράκια»

2' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι ωραίος ο Αριστοφάνης! Ηταν η ιδέα που επικάθισε στη σκέψη μου μετά το δυνατό χειροκρότημα για τους «Ορνιθες» σε σκηνοθεσία του Αρη Μπινιάρη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου

Ο Κάρολος Κουν έδωσε άλλη πνοή στον Αριστοφάνη, αναδεικνύοντας το λαϊκό του στοιχείο. Κάτι που ενίσχυε, έκανε πιο εύληπτο στο κοινό, τον στόχο του Αριστοφάνη για σάτιρα των όσων –επαναλαμβανόμενα– χαρακτηρίζουν την πόλη. Ωστόσο, οι παραστάσεις του Κουν αποτελούν θεατρική ιστορία του 20ού αιώνα. Οι επίγονοι δεν φάνηκαν άξιοι.

Επί δεκαετίες, κατά κανόνα, σκηνοθέτες έργων του Αριστοφάνη, σε μια προσπάθεια να προσφέρουν το γέλιο, υπερτόνιζαν τις κωμικές καταστάσεις και τα σεξουαλικά υπονοούμενα του κειμένου, μετέτρεπαν τους ρόλους σε καρικατούρες. 

Ακόμη όσοι –και κατά δήλωσή τους ήταν πολλοί– ήθελαν να προβάλουν τα κακώς κείμενα της σημερινής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, το έκαναν με χοντροκομμένη αισθητική βιντεοκασέτας των ’80s. Μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Αριστοφάνης χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για παραστάσεις-«αρπαχτές», που όργωναν την Ελλάδα με μόνο στόχο το ταμείο. Ο Αριστοφάνης απουσίαζε.

Αν επικεντρώσεις στη σάτιρα και στο σεξουαλικώς νοούμενο, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η ποίηση των έργων του να εξαφανιστεί. Γιατί ο Αριστοφάνης ήταν ποιητής και αυτή είναι μια διαστασή του που αγνοούμε», έλεγε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός (στη Ματίνα Καλτάκη για τη Lifo, 16/6/2016) όταν ανέβασε τη «Λυσιστράτη» σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου.  

Οσο για την ανάγκη προσαρμογών των κειμένων του Αριστοφάνη στη σημερινή εποχή, ο Μαρμαρινός είναι σαφής: «Ωρες ώρες, νιώθεις την ανάγκη να κάνεις ένα στοπ, διερωτώμενος “τώρα ποιος μιλάει”, γιατί αυτά που ακούς γεφυρώνουν 2.000 χρόνια, χωρίς καμιά ουσιαστική διαφορά ως προς τη γενικότερη ανθρώπινη συνθήκη. Η μόνη διαφορά είναι η τεχνολογία των κινητών και των υπολογιστών».

Εμεινα στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού καθώς, κατά την άποψή μου, είναι η πρώτη την τελευταία δεκαετία η οποία ανέδειξε με ευκρινή τρόπο την ποιητικότητα του Αριστοφάνη. Χαρακτηριστικά, ο χορός των γυναικών, ντυμένος με διαφανή πέπλα, υμνούσε το γυναικείο σώμα και ενίσχυε με «σκηνική γλυκύτητα» τα όπλα που διέθεταν για την ειρήνη. 

Ακολούθησαν οι «Βάτραχοι», πρώτοι ήταν το 2021 σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη, και κατόπιν, το 2023, σε σκηνοθεσία της Εφης Μπίρμπα. Δύο παραστάσεις εσωστρεφείς, με το βάρος στο πολιτικό μήνυμα του έργου. Στους «Βατράχους» ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Αδη για να πάρει μαζί του έναν ποιητή –τον Ευριπίδη ή τον Αισχύλο, όποιος κερδίσει στη δικανική μάχη–, που θα σώσει την πόλη. Ο Μπινιάρης στους «Ορνιθες» διηγήθηκε το ταξίδι των δύο πρωταγωνιστών του στην ουτοπία των πουλιών, με τρόπο κομψό, στιβαρό, αστείο. Κάπως όπως η ελευθερία που νιώθεις όταν βλέπεις τον κόσμο από ψηλά.

Οσο για το ταμείο–έγνοια των παραγωγών και σκηνοθετών, ο Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος (στο έργο «Αριστοφάνης – σάτιρα, θέατρο, ποίηση») δίνει την απάντηση (το απόσπασμα από το πλούσιο πρόγραμμα των «Ορνίθων»): «Το καλλιτεχνικό ένστικτο του Αριστοφάνη τον ειδοποιεί ότι το κοινό που του έδινε την ευκαιρία να ξεδιπλώνει την ευρηματικότητά του σε χοντροκοπιά, αυτό το ίδιο κοινό είναι άξιο να γευθεί την ίδια ώρα ποίηση, και μάλιστα πολύ συχνά υψηλότατη ποίηση». Το αγνοούν οι σκηνοθέτες;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT