Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ μόνο για μη Ρώσους

Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ μόνο για μη Ρώσους

Αναμνήσεις από στρατόπεδα εργασίας για μέλη των εθνικών μειονοτήτων

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΝΤΑΛΙΑ ΓΚΡΙΝΚΕΒΙΤΣΟΥΤΕ
Σκιές στην τούνδρα
μτφρ.: Κωνσταντίνα Στασινού
εκδ. Βακχικόν, 2023, σελ. 190
 
ΝΙΚΟΛΑΕ ΝΤΑΜΠΙΖΑ
Η Βεσσαραβία μου.
Εργασία για το σπίτι
μτφρ.: Αντζελα Μπράτσου
εκδ. Βακχικόν, 2023, σελ. 428
 
ΝΟΡΑ ΙΚΣΤΕΝΑ
Μητρικό γάλα
μτφρ.: Μαριάννα Αβούρη
εκδ. Βακχικόν, 2023, σελ. 196

Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Βακχικόν τρία βιβλία –ένα χρονικό-μαρτυρία και δύο μυθιστορήματα– με περιεχόμενο που αφορά τις διώξεις πολιτών στην ΕΣΣΔ. Σε αντίθεση με γνωστούς εκπροσώπους της «λογοτεχνίας του γκουλάγκ», όπως ο Βαρλάμ Σαλάμοφ και ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, οι συγγραφείς των βιβλίων αυτών δεν γράφουν στα ρωσικά, καθώς προέρχονται από άλλες εθνότητες της ΕΣΣΔ. Το κοινό αυτό χαρακτηριστικό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο για την οπτική τού διπλά κατατρεγμένου πολίτη (που αντιμετωπίζει αφενός ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, αφετέρου τον ρωσικό ιμπεριαλισμό υπό τον μπολσεβικικό μανδύα) όσο και για τη λογοτεχνική αξία των κειμένων τριών συγγραφέων που γράφουν σε «περιφερειακές» γλώσσες και δεν προέρχονται από την παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας.

Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ μόνο για μη Ρώσους-1Η Ντάλια Γκρινκεβιτσούτε γεννήθηκε το 1927 στο Κάουνας. Στα δεκατέσσερά της είχε την ατυχία να συμπεριληφθεί μαζί με την οικογένειά της στο πρώτο κύμα μαζικών εκτοπίσεων Λιθουανών στη Σιβηρία από το σοβιετικό καθεστώς (τον Ιούνιο του 1941). 

Εζησε επί οκτώ χρόνια με τη μητέρα της και τον αδερφό της σε ένα νησάκι στις εκβολές του ποταμού Λένα στη θάλασσα Λάπτεφ, βόρεια του αρκτικού κύκλου. Απέδρασε το 1949 και επέστρεψε παράνομα στη Λιθουανία. Κατέγραψε τότε τις αναμνήσεις της από το στρατόπεδο εργασίας και έθαψε τα χειρόγραφα μέσα σε ένα γυάλινο βάζο στον κήπο του σπιτιού της, φοβούμενη πως θα ξανασυλληφθεί, όπερ και συνέβη το 1951. Το 1954 –έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν– της επετράπη να σπουδάσει ιατρική στο Ομσκ και, εν τέλει, επέστρεψε στο Κάουνας, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της το 1960. 

Φοβερό κρύο, πείνα, αρρώστιες, στερήσεις, εξοντωτική εργασία. Ακόμη και οι επιζώντες συντρίβονται σωματικά και ηθικά…

Τα χειρόγραφα θεωρούνταν χαμένα και βρέθηκαν τυχαία το 1991, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο της Γκρινκεβιτσούτε, η οποία δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη Λιθουανία ελεύθερη. Εκδόθηκαν το 1997 με τον τίτλο «Λιθουανοί στη θάλασσα Λάπτεφ» (το «Σκιές στην τούνδρα» αποτελεί μετάφραση του τίτλου της αγγλικής έκδοσης) και εξιστορούν τα πρώτα χρόνια της εξορίας της δημιουργού τους. Η Γκρινκεβιτσούτε περιγράφει με ενάργεια τις ακραίες συνθήκες –το φοβερό κρύο, την πείνα ιδίως των πρώτων ετών, τις αρρώστιες, τις στερήσεις, την εξοντωτική εργασία– και το πώς αυτές συντρίβουν σωματικά και ηθικά τους ανθρώπους, ακόμη κι αν καταφέρουν να επιζήσουν. Ακριβώς επειδή υπογραμμίζουν μια τραγική αντίφαση, συγκλονιστικές είναι οι αναφορές στην ομορφιά του σιβηρικού τοπίου και στην ιδιαίτερη λάμψη των αστεριών της πολικής νύχτας.

Ο «εχθρός του λαού» και το όνειρο της ανεξαρτησίας

Ο Νικολάε Νταμπίζα γεννήθηκε το 1948 σε ένα χωριό της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Το 1966 αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο για «αντισοβιετική δράση και φιλορουμανική προπαγάνδα» και συνέχισε τις σπουδές του από το 1970. 

Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ μόνο για μη Ρώσους-2Υπήρξε φιλόλογος και αρχισυντάκτης (από το 1986) της εφημερίδας Literatura si Arta (Λογοτεχνία και Τέχνη), η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα για την εθνική ανεξαρτησία της Μολδαβίας
Εγραψε ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο, και χρημάτισε μέλος της Ακαδημίας της Μολδαβίας, καθώς και βουλευτής (1990-1994, 1998-2001). Πέθανε το 2021. 

Το «Η Βεσσαραβία μου. Εργασία για το σπίτι» (2009) είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», κυριολεκτικά από τη μία άκρη της ΕΣΣΔ έως την άλλη. Ο καθηγητής Μιχάι Ούλμου συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία ως «εχθρός του λαού». Τελευταία στιγμή προτού τον πάρουν από την τάξη του εν ώρα μαθήματος οι στρατιώτες, προλαβαίνει να βάλει στους μαθητές του «εργασία για το σπίτι». Η μαθήτρια Μαρία Ραζέσου, ερωτευμένη με τον καθηγητή της, τον ακολουθεί από το μικρό χωριό της Βεσσαραβίας μέχρι στις ακτές του Ειρηνικού, προκειμένου να του επιστρέψει ένα βιβλίο του ρομαντικού εθνικιστή ποιητή Μιχάι Εμινέσκου (1850-1889). 

Τα παιδιά του Στάλιν

Η αφήγηση είναι άλλοτε ευρηματική, με ειρωνικό χιούμορ και στοιχεία παραλόγου, άλλοτε προβλέψιμη, ενίοτε στερεοτυπική και μελό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο, οι αναφορές του βιβλίου στη μοίρα των παιδιών των κρατουμένων στα γκουλάγκ (γνωστών και ως «παιδιά του Στάλιν»), που μεγάλωναν και τα ίδια σε στρατόπεδα και ορφανοτροφεία.

Η Νόρα Ικστενα γεννήθηκε στη Ρίγα το 1969. Σπούδασε λετονική φιλολογία στην πατρίδα της και αγγλική στη Νέα Υόρκη. Είναι πεζογράφος, ποιήτρια και δοκιμιογράφος (εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της το 1995). Βιβλία και κείμενά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Συμμετέχει ενεργά στη λογοτεχνική ζωή της Λετονίας και έχει βραβευτεί κατ’ επανάληψη για το έργο της. Το «Μητρικό γάλα» κυκλοφόρησε στα λετονικά το 2015 (έκτοτε μεταφράστηκε σε δεκατέσσερις γλώσσες). 

Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ μόνο για μη Ρώσους-3Πρόκειται για την ιστορία δύο γυναικών, μητέρας και κόρης, οι οποίες εναλλάσσονται ως αφηγήτριες. 

Η κάθε μία εξιστορεί το παρελθόν (το προσωπικό της και το κοινό τους παρελθόν), ώσπου οι αφηγήσεις συναντιούνται στο μυθοπλαστικό παρόν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δηλαδή στην εποχή Γκορμπατσόφ, όταν αρχίζει να πνέει ο άνεμος της αλλαγής στην ΕΣΣΔ αλλά και πλησιάζει το τέλος της σοβιετικής εξουσίας στη Βαλτική. 

Η μητέρα είναι τραγική φυσιογνωμία: πρωτοποριακή γιατρός, που πέφτει στη δυσμένεια του καθεστώτος και χάνει τη δουλειά της, διανοούμενη, που διαβάζει δυτική λογοτεχνία σε παράνομες εκδόσεις σαμιζντάτ και μισεί τους Ρώσους και τη ρωσική γλώσσα, αφήνεται στη δίνη της κατάθλιψης. 

Ο ρόλος της μητέρας

Η κόρη προσπαθεί να τελειώσει το σοβιετικό σχολείο χωρίς προβλήματα και, παράλληλα, να φροντίσει (και να καταλάβει) την προβληματική μητέρα, η οποία ποτέ δεν τη θήλασε: «Στα είκοσι χρόνια που έζησα με τη μητέρα μου, δεν μπόρεσα να τη ρωτήσω γιατί μου στέρησε το στήθος της. Δεν μπόρεσα, γιατί τότε δεν το γνώριζα ακόμη. Και θα ήταν μια ακατάλληλη ερώτηση γιατί, όπως αποδείχτηκε, τον ρόλο της μητέρας έμελλε να τον πάρω εγώ». 

Η ιστορία ενός Μολδαβού δασκάλου, που εκτοπίστηκε στη Σιβηρία, στην άλλη άκρη της ΕΣΣΔ, και μιας Λετονής γιατρού, που το καθεστώς την οδηγεί στην απομόνωση και στη δίνη της κατάθλιψης.

Εμμεσα, από τις αφηγήσεις των δύο γυναικών μαθαίνουμε στοιχεία του βίου μιας τρίτης: της γιαγιάς (μητέρας της γιατρού), με την οποία αναγκάστηκε να ζήσει για ένα διάστημα η εγγονή. 

Η αυτοκαταστροφική γιατρός (δεν μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματα των ηρωίδων) συνθλίβεται ανάμεσα στη μητέρα και στην κόρη της και, παράλληλα, συνθλίβεται από τη μισητή σοβιετική εξουσία: γεννημένη επί Στάλιν, έχει ακούσει για την ανεξάρτητη Λετονία (1918-1939) μόνο από τη μητέρα της και δεν βρίσκει τον τρόπο να ελπίσει –όπως κάνει από κάποια στιγμή και μετά η κόρη της– ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ξανασυμβεί στο μέλλον. 

Με αριστοτεχνικό τρόπο, η Ικστενα κεντάει τις προσωπικές σχέσεις στον καμβά της τραγικής ιστορίας των Βαλτικών Χωρών, σε ένα μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT