Σκοτεινές οι βουλές των θεών

Εύστοχη και εμπνευσμένη σκηνοθετική πρόταση του Δημήτρη Καραντζά στην τραγωδία «Ηρακλής μαινόμενος»

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ποιος έχει μεγαλύτερα δεινά από τα δικά μου; Δεινά έχω τόσα που άλλο δεν χωρά».
Ηρακλής μαινόμενος (416 π.Χ.)

«Οποιος στο αναπόφευκτο αντιστέκεται δεν έχει καμία ελπίδα», αναφωνεί η Μεγάρα, η κόρη του Κρέοντα, σύζυγος του Ηρακλή και νύφη του Αμφιτρύωνα. Πράγματι, κανείς δεν είναι άτρωτος απέναντι στις θεϊκές δυνάμεις. Ούτε ο ημίθεος Ηρακλής. Κανένας θνητός επίσης δεν γυρίζει από τον Κάτω Κόσμο. Ο Ηρακλής όμως επιστρέφει από τον Αδη για να τιμωρήσει τον Λύκο, αυταρχικό τύραννο της Θήβας, να σώσει τον πατέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του από τον βέβαιο θάνατο. Μόνο που η βούληση των θεών είναι διαφορετική.

Τα πράγματα ως προς την πατρότητα του Ηρακλή είναι περίπλοκα. Ο Δίας πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και κοιμήθηκε με την Αλκμήνη. Ο Ηρακλής ήταν καρπός της απιστίας. Η Ηρα τυφλώνεται από τη ζήλια της και οργανώνει το σχέδιο εκδίκησης του Δία και καταστροφής της οικογένειας του Ηρακλή. Ο τραγικός ήρωας, θολωμένος από τη μανία της Λύσσας, σκοτώνει ο ίδιος τη Μεγάρα και τα παιδιά του.

Ο Ευριπίδης προβάλλει τα ανθρώπινα ελαττώματα των θεϊκών μορφών και ειρωνεύεται την παντοδυναμία τους.

Και στον «Ηρακλή μαινόμενο», ο Ευριπίδης υπερτονίζει τα ανθρώπινα ελαττώματα των θεϊκών μορφών και ειρωνεύεται την παντοδυναμία τους. Oι θεοί στις τραγωδίες του δεν είναι δίκαιοι ή άδικοι, ηθικοί ή ανήθικοι, είναι απλώς δυνατοί. Ολοι οι θνητοί οφείλουν να υποτάσσονται στη δύναμή τους. Οι θεοί είναι ανίκητοι, και ό,τι επιθυμούν, αυτό και επιβάλλουν. Οσα δεινά και αν κοστίζει στους ανθρώπους αυτή η επιθυμία τους. Ο πανίσχυρος Πενθέας ευτελίζεται από τον Διόνυσο, και ο Ηρακλής πληρώνει το τίμημα της απιστίας του Δία.

Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθέτησε μια παράσταση εστιασμένη στον θρήνο και αφιερωμένη στον πόνο που προκαλεί ο «φρικτός θάνατος» των αγαπημένων προσώπων. Η οπτική του αφαιρετική, ουσιαστική και αισθητικά εικαστική. Συνέλαβε πλήρως την ειρωνική στάση του Ευριπίδη απέναντι στη μοίρα και επεξεργάστηκε μια ανθρωποκεντρική θεώρηση του ευριπίδειου δράματος. Σκηνοθέτησε την «κατάμαυρη τραγωδία» με ουσιαστική γνώση της σχέσης του θεϊκού και του ανθρώπινου στοιχείου, και κατέθεσε μια εύστοχη και εμπνευσμένη σκηνοθετική πρόταση σωστά οριοθετημένη ως προς την τήρηση του μέτρου προσαρμογής των τραγικών ηρώων στα ανθρώπινα πάθη των θεών. Διατήρησε ωραίες ισορροπίες σιωπής και κραυγής, ανέδειξε τις σκηνικές πτυχές της συντριβής του Ηρακλή και δημιούργησε ένα σκηνικό κέντρο βάρους με άξονα το δραματικό φορτίο της εκδίκησης. Ρύθμισε τη σχέση του Χορού των πέντε Θηβαίων Γερόντων (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος) με τους χαρακτήρες σε άρτια χορογραφημένα σχήματα. Οδήγησε τα τραγικά πρόσωπα στη δραματική κορύφωση στις σκηνές των συγκρούσεων ανάμεσα στον Λύκο και στον Αμφιτρύωνα, στην Ιριδα και στη Λύσσα, και κυρίως στον θρήνο του Ηρακλή όταν συνειδητοποιεί την απάντηση στο δικό του ερώτημα: «Τι είναι όλοι αυτοί οι νεκροί εδώ πέρα;». Η σκηνοθεσία αξιοποίησε συνδυαστικά το μουσικό στοιχείο (Φώτης Σιώτας), την κίνηση του Χορού (Τάσος Καραχάλιος) και τις τραγικές κορυφώσεις.

Το πένθος αποτυπώνεται στα σκουρόχρωμα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη) αλλά και στη σκηνογραφική πρόταση του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, ενός «εσωτερικού» χώρου που εγκλωβίζει τα τραγικά πρόσωπα σε έναν κλειστό αλλά διαφανή «οίκο», που παραπέμπει σε χώρο ικεσίας, θυσίας, νεκροστολίσματος και ανθρωποκτονίας.

Το πένθος ταιριάζει στη Μεγάρα και η Στεφανία Γουλιώτη ανταποκρίθηκε στην πρόκληση. Υπερτόνισε με προσήλωση στο τελετουργικό του θρήνου τον ρόλο της τραγικής μητέρας που νεκροστολίζει τα παιδιά της, προτού τα παραδώσει στον Λύκο, και μύησε τους θεατές στη σιωπή. Η Ηρώ Μπέζου, Ιρις και αγγελιαφόρος της Ηρας, και η Αννα Καλαϊτζίδου ως Λύσσα, κόρη του Ουρανού και της Νύχτας, απέδωσαν μια σκηνή εξαιρετικής θεατρικότητας, ιδιαίτερα δυναμική στο πεδίο της σύγκρουσης ανάμεσα στη «σωφροσύνη» και στη θεϊκή επιταγή.

Ο Γιώργος Γάλλος (Αμφιτρύων), ο Αινείας Τσαμάτης (Λύκος) και ο Νίκος Μήλιας (Θησέας) διαμόρφωσαν έναν ισχυρό υπαρξιακό πυρήνα, απόλυτα ευθυγραμμισμένο με την πρόθεση να αναδειχθεί η ψυχογραφική διάσταση των ρόλων τους.

Η σκηνοθετική οπτική της αφαίρεσης και των χαμηλών τόνων υπονομεύεται από την ερμηνεία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη στον ρόλο του Ηρακλή. Ο ηθοποιός δημιούργησε έναν στιβαρό αλλά και ευάλωτο στις επιταγές της μοίρας ανθρώπινο ήρωα και προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στον «μαινόμενο» και συνετό εαυτό του. Βιώνει τη «μανία» ως μια ψυχική κατάσταση όπου ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει τις παρορμήσεις του, την οργή, τον θυμό, την εκρηκτικότητα κι εντέλει το μένος του. «Τι τη θέλω τη ζωή αφού σκότωσα τα παιδιά μου με το ίδιο μου το χέρι;» κραυγάζει απελπισμένος, όταν στο τέλος συνέρχεται από τη Λύσσα με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς και συνειδητοποιεί τι έπραξε. Ο Χορός αποχωρεί «μέσα στη θλίψη και στα δάκρυα». «Ολοι χαθήκαμε από την πικρή βολή της Ηρας. Αλίμονο!».

*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT