ΒΕΝΕΤΙΑ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Είναι πάντα ευπρόσδεκτη μια ευχάριστη έκπληξη κατά τη διάρκεια μιας πρεμιέρας σε μεγάλο φεστιβάλ. Πόσο μάλλον όταν οι προσδοκίες για την ταινία που παρακολουθείς είναι ήδη υψηλές. Τέτοιες ήταν φυσικά για το «Queer», το νέο φιλμ του Λούκα Γκουαντανίνο, το οποίο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Οσο για την έκπληξη, αυτή ήταν η φανταστική ερμηνεία του Ντάνιελ Κρεγκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία τον βάζει γερά στην κούρσα για το σχετικό βραβείο της φετινής Μόστρα. Οχι πως δεν γνωρίζαμε την αξία του Βρετανού ηθοποιού, όμως, όπως επισήμανε και ο σκηνοθέτης του στη μεσημεριανή συνέντευξη Τύπου, «ένα από τα χαρακτηριστικά των σπουδαίων ηθοποιών είναι η γενναιοδωρία στην προσέγγισή τους – το να μοιάζουν θνητοί στην οθόνη. Πολύ λίγοι αστέρες επιτρέπουν να φανούν τόσο εύθραυστοι».
Είναι φανερό πως ο Γκουαντανίνο επιθυμούσε διακαώς να φέρει στο σινεμά τις σελίδες του Μπάροουζ, ενώ ο Κρεγκ με τη σειρά του ήθελε πάντα να παίξει σε μια ταινία του Γκουαντανίνο. «Οταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο ήμουν 17 χρόνων· ένας μεγαλομανής νεαρός στο Παλέρμο, που ονειρευόταν να χτίσει κόσμους μέσα από το σινεμά. Ερωτεύτηκα αμέσως αυτή την ολοζώντανη φαντασία, τη φοβερή σύνδεση ανάμεσα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, την απόλυτη απουσία επικριτικότητας και τη ρομαντική ιδέα μιας περιπέτειας στο πλευρό κάποιου που θέλεις και αγαπάς. Ολα αυτά με μεταμόρφωσαν αληθινά και για πάντα», μας είπε ο Ιταλός κινηματογραφιστής.
Πράγματι η ταινία του καταφέρνει να επικοινωνήσει βαθιά με το πνεύμα όχι μόνο του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά γενικότερα της γραφής του Μπάροουζ. Η ιστορία του Λι, ενός γκέι άνδρα, βυθισμένου στο αλκοόλ και στις καταχρήσεις, ο οποίος γνωρίζει τον έρωτα στην Πόλη του Μεξικού, μεταφράζεται σε ένα τολμηρό φιλμ βουτηγμένο στον ιδρώτα, στον ερωτισμό και στο πνεύμα ελευθερίας. Στο δεύτερο μέρος, η αναζήτηση των δύο ανδρών για το ναρκωτικό που «δεν σε μαστουρώνει, αλλά σου δείχνει τον καθρέφτη» λειτουργεί ουσιαστικά ως αλληγορία για τη διαρκή αναζήτηση του εαυτού, καθώς και της επικοινωνίας-επαφής με τον διπλανό, τον αγαπημένο. «Το “Queer” είναι κάτι σαν συναισθηματικό χτύπημα, έχει να κάνει με την απώλεια, τη μοναξιά, τη νοσταλγία», είπε από την πλευρά του ο Ντάνιελ Κρεγκ.
«Το “Queer” είναι κάτι σαν συναι-σθηματικό χτύπημα, έχει να κάνει με την απώλεια, τη μοναξιά, τη νοσταλγία», είπε ο Βρετανός ηθοποιός.
Λατρεία της φύσης
Χθες στη Βενετία, όμως, είχαμε πρεμιέρα και για μια ταινία (εν μέρει) ελληνική. Το «Harvest» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη έχει βέβαια ως συμπαραγωγούς τη Faliro House και τη Haos Films, μεταξύ πολλών άλλων από το εξωτερικό, όμως το σημαντικότερο είναι ότι σηματοδοτεί την επιστροφή της Ελληνίδας σκηνοθέτιδος και μάλιστα στο επίσημο διαγωνιστικό ενός μεγάλου φεστιβάλ. Η ταινία της μεταφέρει επίσης βιβλίο, εκείνο του Τζιμ Κρέις, σύμφωνα με το οποίο ένα ξέγνοιαστο χωριό, τοποθετημένο σε απροσδιόριστο χρόνο και χώρο, δέχεται την εισβολή της μοντερνικότητας και ουσιαστικά… εξαφανίζεται, αφού ένας νέος ιδιοκτήτης γης αποφασίζει να μετατρέψει όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε βοσκοτόπια. Ολα αυτά φυσικά όχι ακριβώς σε ρεαλιστικό περιβάλλον, με μια ελαφρώς παραισθησιακή ατμόσφαιρα και έναν πρωταγωνιστή (Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς) που δεν δρα, αλλά βασικά παρατηρεί.
«Λάτρεψα το γεγονός ότι ο βασικός χαρακτήρας δεν κάνει τίποτα. Πρόκειται για μια κοινότητα τόσο αθώα, ώστε δεν αντιλαμβάνεται έννοιες όπως η εξουσία, η ενοχή, η δράση, η εκδίκηση. Είναι μια πρωτοκοινωνία, μια Εδέμ, πριν φτάσει ο πολιτισμός-καπιταλισμός και αλώσει τα πάντα», ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου η Τσαγγάρη. Πράγματι η ταινία της, παρότι αρκετά απαιτητική στην παρακολούθηση, μας βάζει για τα καλά σε αυτόν τον αγνό κόσμο, όπου το συμφέρον σχεδόν απουσιάζει και η μόνη λατρεία είναι εκείνη προς τη φύση. Η τελευταία μάλιστα ήταν παραπάνω από οργανικό κομμάτι του φιλμ, όπως αποκάλυψε και η σκηνοθέτις: «Το σκηνικό της ταινίας το βρήκαμε, δεν το χτίσαμε. Κάναμε ατελείωτες βόλτες στη δυτική Σκωτία με το αυτοκίνητο και απλώς ανεβήκαμε μια πλαγιά και το είδαμε μπροστά μας. Δεν εισβάλαμε σε αυτό το μέρος, αλλά απλώς… συγκατοικήσαμε. Εκεί ζούσαμε, εκεί τρώγαμε, εκεί γυρίζαμε, μέσα στη φύση και στη λάσπη. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη ζωή και στην ταινία».