Στην προεκλογική εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα το 2012, ένα διαφημιστικό σποτ με τίτλο «Η ζωή της Τζούλια» εξηγούσε βασικές παραμέτρους της κοινωνικής πολιτικής του υποψήφιου προέδρου, οι οποίες αφορούσαν τη γυναίκα: Από την εφηβεία της μέχρι την αποφοίτηση από το σχολείο, το κολέγιο και το πανεπιστήμιο, μέχρι τη μητρότητα και τελικώς μέχρι τον θάνατό της, η Τζούλια θα είχε έναν προστάτη: το κράτος. Η ζωή της σε κάθε βήμα θα συνδεόταν με ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Ηταν σε θέση να ακολουθήσει την καριέρα που επέλεξε επειδή στην ηλικία των 27 ετών σύμφωνα με το Obamacare και την προβλεπόμενη μεταρρύθμιση του Medicare «η ασφάλειά της υποχρεούται να καλύπτει τον έλεγχο των γεννήσεων και την προληπτική φροντίδα, επιτρέποντας στην Τζούλια να επικεντρωθεί στη δουλειά της αντί να ανησυχεί για την υγεία της». Στα 30 κάτι η Τζούλια αλλάζει γνώμη για την αντισύλληψη και αποφασίζει να αποκτήσει παιδί, «μια απόφαση που προφανώς δεν περιλαμβάνει κανέναν εταίρο εκτός από το κράτος», όπως μάλλον πικρόχολα σημειώνει ο σημαντικός σχολιαστής, δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέιβιντ Σάμιουελς.
Ο γιος της Τζούλια, ο Ζάκαρι, φοιτά σε δημόσιο σχολείο που χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακή οργάνωση, γεγονός που της επιτρέπει να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση. Στην ηλικία των 67 ετών, η Τζούλια συνταξιοδοτείται με την οικονομική υποστήριξη της κοινωνικής ασφάλισης και του Medicare, και περνάει τα χρυσά της χρόνια χωρίς σύντροφο ως εθελόντρια σε έναν κοινοτικό κήπο. Το 2020, η εκστρατεία του Μπάιντεν «Build Back Better – Οικοδομήστε ξανά καλύτερα», δημιούργησε το άβαταρ Λίντα το οποίο, για να μην τα πολυλογούμε, έχει την ίδια ζωή κοινωνικών παροχών για να φτάσει στο τέλος «να μπορεί να έχει πρόσβαση σε προσιτή υγειονομική περίθαλψη μέσω του Medicare και ο δικός της γιος, Λίο, να μπορεί να πληρώσει την κατ’ οίκον φροντίδα ηλικιωμένων για τη μητέρα του».
Αυτές οι γυναίκες, με παιδί ή άνευ, με γάτα ή χωρίς, περιγράφονται ως «Νύφες του κράτους – BOTS: Brides of The State» συνιστώντας πλέον ένα πολυάριθμο, ισχυρό δημογραφικό κοινό και, σύμφωνα με έρευνες μεγάλων «δεξαμενών σκέψης», της Pew Research συμπεριλαμβανομένης, την αποφασιστική εκλογική ομάδα του Δημοκρατικού Κόμματος. Σύμφωνα με τον τίτλο του άρθρου του Ντέιβιντ Σάμιουελς, «οι δυστυχισμένες νέες γυναίκες γίνονται οι πεζικάριοι των Δημοκρατικών».
Δεν ήταν καθόλου ένα απλό σαρκαστικό σχόλιο ο προσβλητικός χαρακτηρισμός των Δημοκρατικών γυναικών ως «ένα μάτσο άτεκνες γατόφιλες» από τον υποψήφιο αντιπρόεδρο των Ρεπουμπλικανών, JD Vance. Είναι ευθεία αναφορά στην αναμενόμενη βεβαίως υπαρξιακή απόρριψη αυτής της ομάδας εκ μέρους του κόμματός του, αλλά κυρίως στην αναγνώριση –μετά φόβου– της δύναμής της.
Η απάντηση του εκπροσώπου της Χάρις ότι «οι γυναίκες ακούν και θα χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους στις κάλπες» είναι η ανάλογη ευθεία αναφορά σε αυτήν ακριβώς την αναγνωρισμένη δυναμική των BOTS. Η ίδια η Χάρις εξάλλου θεωρείται η ενσάρκωση αυτών των Αμερικανίδων, ενώ για πολλούς σχολιαστές η επιλογή της από τον Μπάιντεν ως αντιπροέδρου βασίστηκε ακριβώς σ’ αυτό το κριτήριο.
Πολιτική αντιπαράθεση
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το χρώμα και το φύλο θα ήταν τα στοιχεία εκείνα που θα τροφοδοτούσαν τον αντιπολιτευτικό λόγο και τη σχετική παραπληροφόρηση στην οποία αρέσκεται ο Τραμπ, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι στο θέμα «Νύφες του κράτους» τα βέλη εξακοντίζονται ένθεν και ένθεν. Τα πολλά –πάρα πολλά– σχετικά άρθρα υποδεικνύουν ότι συνεπείς Ρεπουμπλικανοί που επιτίθενται, φυσικά και για να κερδίσουν το ποσοστό των παντρεμένων συντηρητικών Αμερικανίδων, συναντώνται με προβληματισμένους Δημοκρατικούς σε έναν τόπο με σημασία πέραν της εκλογικής αναμέτρησης.
Οι Αμερικανοί, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι εξοικειωμένοι με την έννοια του κοινωνικού κράτους για λόγους που δεν είναι της παρούσης, ανάγουν την κοινωνική φροντίδα εκ μέρους του κράτους σε κίνητρο για να μην κάνει παιδί μια γυναίκα ή για να το κάνει εκτός γάμου, αποσπώμενη από την παραδοσιακή φροντίδα των πατέρων, των αδελφών και των συζύγων υπονομεύοντας την «αμερικανική οικογένεια».
Τα δημοσιογραφικώς διατυπωμένα σχόλια υπαινίσσονται ή λένε ευθέως ότι η στήριξη αυτή ενισχύει ή οδηγεί στην επιλογή μιας ψυχοπαθολογικής μοναξιάς και τελικώς στη δημιουργία δυστυχισμένων γυναικών, ενώ ακόμα και ο χαρακτηρισμός «Νύφες του κράτους» παραπέμπει συνειρμικά –χωρίς βεβαίως ταύτιση του στόχου– στο ναζιστικό σύστημα Lebensborn με τις επιλεγμένες ανύπαντρες μητέρες για τη γέννηση καθαρών Αρίων υπό την αυστηρή φροντίδα του κράτους σε κάθε βήμα της… παραγωγής.
Οι σχετικές κοινωνικές πολιτικές επικρίνονται για την αύξηση του ποσοστού κατάθλιψης μεταξύ των εφήβων και των νέων, φιλελεύθερων γυναικών και οι αναφορές σ’ αυτό περιλαμβάνουν στις αιτίες την απομάκρυνση από την πατρική φιγούρα, την ίδια στιγμή που υποβαθμίζουν την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου, τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων στον ψυχισμό των ανθρώπων, των πολλών σύγχρονων παραγόντων που απομακρύνουν από την ψυχική ευημερία η οποία προκύπτει και από την αίσθηση ότι είμαστε οι κύριοι αρχιτέκτονες της ζωής μας.
Και τελικώς, το 2012, το κοινωνικό πρόγραμμα των Δημοκρατικών δεν δημιούργησε εκ του μηδενός την «Τζούλια», τη βρήκε. Την έφερε στο προσκήνιο, και της παρείχε μηχανισμούς προστασίας. Αλλά φαίνεται ότι ακόμα και ο λαός που δίνει τον τόνο της εξέλιξης σε όλους τους λαούς του κόσμου δυσκολεύεται να υποδεχθεί νέες, αχαρτογράφητες ακόμα πραγματικότητες, αναζητώντας σημεία ασφάλειας στο παρελθόν από όπου, ενδεδυμένος με μοντέρνα επιχειρήματα, προκύπτει απλώς ένας αντιφεμινιστικός λόγος.