«Δεν ήθελε να θυμάται ποιος ήταν»

Ο εγγονός θυμάται τον παππού. «Με πήρε στο χωράφι ένα σαββατοκύριακο», γράφει ο εγγονός. «Καθίσαμε κάτω από την πεύκα του προπάππου του, την πολύθολη, όπως την έλεγε, και μου μίλησε για τη Μικρασία και το Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ. Πρώτη φορά τον είδα να δακρύζει»

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο εγγονός θυμάται τον παππού. «Με πήρε στο χωράφι ένα σαββατοκύριακο», γράφει ο εγγονός. «Καθίσαμε κάτω από την πεύκα του προπάππου του, την πολύθολη, όπως την έλεγε, και μου μίλησε για τη Μικρασία και το Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ. Πρώτη φορά τον είδα να δακρύζει». 

Ο εγγονός είναι ο Βρασίδας Καραλής και το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του «Σφερδούκλια στο κεφάλι. Τα ιστορήματα της Διονυσίας», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα

Ο Καραλής, γεννημένος στα Κρέστενα το 1960, εργάζεται εδώ και πολλές δεκαετίες ως καθηγητής Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Εχει σειρά φιλολογικών μελετών στο ενεργητικό του, καθώς και μελέτες για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ», που κυκλοφόρησε από τη Δύο Δέκα Εκδοτική σε επιμέλεια του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, είναι ο δικός του, προσωπικός θρήνος για τον χαμό τού επί σειράν ετών συντρόφου του. 

Εδώ στρέφεται στις αναμνήσεις της μητέρας του, και μέσω αυτής στα πρόσωπα που την περιστοίχιζαν. Οπως ο πατέρας της – ο παππούς του αφηγητή. 

Ο Καραλής είναι εικοσάρης όταν ο παππούς του μιλάει για όσα έζησε στρατιώτης στη Μικρά Ασία. «Ημουνα κοντά στα χρόνια σου σαν τα ’ζησα», του λέει. Και μετά: «Ξυπνάω λούτσα στον ιδρώτα ώς τα σήμερα και φωνάζω, Θε μου, βοήθεια, σώσε με, να μην αποθάνω εδώ, τόσο μακριά από τη θάλασσα και τον Καγιάφα». 

Ο εγγονός θυμάται ένα δίστιχο μοιρολόι που σκαρώνει για παρηγοριά (;) ο νεαρός –τότε– στρατιώτης. «Στη μέση της Ανατολής είναι ένας τόπος ξένος, σέπονται εκεί λιγνά κορμιά, κάμα της Μικρασίας, στέκω κι εγώ και τα κοιτώ, παρηγοριά δεν έχω…».

«Ξυπνάω λούτσα στον ιδρώτα ώς τα σήμερα και φωνάζω, Θε μου, βοήθεια, σώσε με, να μην αποθάνω εδώ, τόσο μακριά από τη θάλασσα και τον Καγιάφα».

«Με φώναζε πάντα Τρύφωνα, αν και είχα το όνομά του», ομολογεί ο αφηγητής. Γιατί; «Δεν ήθελε να θυμάται ποιος ήταν. Σημαδεμένο όνομα, έλεγε, σημαδεμένη ζωή». Ο αφηγητής, εξήντα χρόνια μετά, «το άχυρο, το ξεφυσίδι, το ανήμπορο», ομολογεί πως «δεν είμαι άξιος να μιλάω για τη σιωπή του, για τον πόνο του». 

Λίγο καιρό πριν πεθάνει, ο παππούς αφήνει παραγγελία στον εγγονό: «Μην ξεχάσεις τη Μικρασία, μου έλεγε. Εκεί πέθανα. Κι ας είμαι σήμερα ζωντανός και σου μιλάω πενήντα χρόνια μετά». 

Ο αφηγητής βρίσκεται στους Αντίποδες όταν μαθαίνει τον θάνατό του, μ’ ένα τηλεφώνημα. Από τη μάνα του. Στο Σίδνεϊ είναι μεσάνυχτα. Ο Καραλής ξυπνάει από εφιάλτη. «Βρέθηκα σε μια έρημο απέραντη, ξερή, γεμάτη κόκκαλα, καυτή, και βρήκα μια στρατιωτική καδένα σ’ ένα σκελετό που έγραφε το όνομά του. Παππού, φώναξα, παππού, σε άφηκα μόνο. Δεν στάθηκα ποτέ στο ύψος σου. Ερημος ολούθε χωρίς απάντηση. Μου έστελνε μηνύματα με την τελευταία του πνοή. Εμαθα μάλιστα ότι με περίμενε να πάω να τον αποχαιρετίσω. Κι εγώ δεν πήγα. Τον πρόδινα αμετανόητος μέχρι που έφυγε».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT