Στροφή στη νεοελληνική δραματουργία

Τρεις δημιουργοί μιλούν στην «Κ» για τα νέα έργα τους, λίγο πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα της θεατρικής σεζόν

8' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το καλοκαίρι και ο θεατρικός χειμώνας ξεκίνησε. Και μάλιστα πληθωρικός, με πολλές επαναλήψεις, καλές παραστάσεις που ξεχώρισαν πέρυσι και νέες παραγωγές. Καινούργιες σκηνές όπως ο ιστορικός κινηματογράφος «Πτι Παλαί» προστίθενται στον θεατρικό χάρτη, ανάμεσα στο «Εμπασσυ» που άνοιξε πέρυσι, το «Κνωσσός» που ανακαινίστηκε και επαναλειτουργεί, ενώ δύο ακόμη χώροι είναι στα σχέδια.

Το ενδιαφέρον είναι ότι πληθαίνουν και τα ελληνικά έργα. Σύγχρονη και παλιότερη δραματουργία, έργα ολοκληρωμένα, κείμενα που γράφονται από μέλη των νεανικών ομάδων. Ολα δείχνουν ότι θα ξεπεράσουν με τις επαναλήψεις τα 45. Η «Κ» στέκεται σε τρία ενδιαφέροντα καινούργια έργα που θα δούμε και μιλάει με τους δημιουργούς τους.

Ζωές σε μετάβαση

Το νέο έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, οι «Λύκαινες», όπως λέει ο ίδιος, είναι η ιστορία μιας μετακόμισης που δεν έγινε ποτέ. Σε ένα διαμέρισμα στα όρια της πόλης ζει μια ηλικιωμένη παροπλισμένη μπαλαρίνα, την οποία υποδύεται η Ράνια Οικονομίδου, με την κόρη της (Βίκυ Βολιώτη), μια κοπέλα που ψάχνει να βρει τον εαυτό της.

Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού (Μαρία Κατσιαδάκη) είναι μια γυναίκα έπειτα από φυλομετάβαση, με ένα διορατικό χάρισμα να βλέπει πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Βρίσκεται σε δεινή θέση και βιάζεται να πουλήσει το διαμέρισμα. Βιαστική είναι και η πρώτη ενδιαφερόμενη (Νικολέττα Καρρά) η οποία μετά το πρόσφατο διαζύγιό της θέλει να ξεκινήσει πάλι τη ζωή της μαζί με τη 17χρονη κόρη της (Ισιδώρα Δωροπούλου) σε ένα καινούργιο διαμέρισμα.

«Αυτές οι γυναίκες είναι αποφασισμένες να διεκδικήσουν με κάθε τρόπο τη ζωή τους, τα όνειρά τους, την ελευθερία τους. Είναι Λύκαινες γιατί μέχρι τελευταίας ρανίδας διεκδικούν τις επιθυμίες τους. Η ζωή της μιας επηρεάζει τη ζωή της άλλης», εξηγεί ο συγγραφέας. Τις «Λύκαινες» σκηνοθετεί η Νικαίτη Κοντούρη στο θέατρο «Εμπορικόν» (πρεμιέρα στις 21/10).

Στροφή στη νεοελληνική δραματουργία-1
Βαγγέλης Χατζηγγιανίδης, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος: «Αυτές οι γυναίκες είναι αποφασισμένες να διεκδικήσουν με κάθε τρόπο τη ζωή τους, τα όνειρά τους, την ελευθερία τους. Είναι Λύκαινες γιατί μέχρι τελευταίας ρανίδας διεκδικούν τις επιθυμίες τους. Η ζωή της μιας επηρεάζει τη ζωή της άλλης». [ΒERNARD STEFFIN]

Το έργο προέκυψε όταν πριν από δύο χρόνια η σκηνοθέτις τηλεφώνησε στον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη ζητώντας του μια σύγχρονη εκδοχή της «Γέρμας» του Λόρκα. Εκείνος της αντιπρότεινε ένα καινούργιο έργο μέσα στο οποίο η Γέρμα έχει έναν αποφασιστικό ρόλο στην πλοκή του.

Πάντα τον ενδιέφεραν οι ανθρώπινες σχέσεις. Από το 2000 που κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, οι «Τέσσερις τοίχοι», ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης συνεχίζει να γράφει εντατικά. Αραγε στο πέρασμα των χρόνων έχει διαφορετικά ενδιαφέροντα; «Μοιραία αλλάζουν οι προβληματισμοί στα έργα καθώς και εμείς αλλάζουμε», απαντά. «Μέχρι να τελειώσω ένα έργο, δεν θέλω να το δει κανένα μάτι. Δεν είναι μόνο ότι μπορείς να επηρεαστείς από κάτι που θα σου πει κάποιος, αλλά ότι έχεις μια συνενοχή με το αντικείμενο του γραψίματός σου. Τρίτος δεν χωρά μέχρι να ολοκληρωθεί».

Και προτιμά το πεζό ή το θέατρο, από το οποίο και ξεκίνησε; «Για πολλά χρόνια θεωρούσα τον εαυτό μου πεζογράφο που λοξοκοιτάει στο θέατρο. Με το πέρασμα των χρόνων ήρθαν σε μια ισορροπία. Εχουν πια μια απολύτως ισότιμη θέση μέσα μου».

Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι φέτος πληθαίνουν τα ελληνικά έργα. Ολα δείχνουν ότι θα ξεπεράσουν με τις επαναλήψεις τα 45.

Σε μια εποχή που πολλοί καταγράφουν άνθηση του ελληνικού θεατρικού έργου, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης παραδέχεται ότι «η θεατρική γραφή βράζει, κυρίως από νέους ανθρώπους και αυτό κάτι θα αφήσει. Αλλά πολύ λίγες θα είναι οι φωνές που θα αφήσουν αξιόλογους καρπούς. Από το να γράφουν 10, καλύτερα να γράφουν 150, κάτι θα βγει. Ετσι κι αλλιώς όλοι κρινόμαστε, παλιοί, νέοι, καθιερωμένοι, πρωτοεμφανιζόμενοι». Τι συμβουλεύει τους μαθητές του να αποφεύγουν; «Το προφανές – είτε έχει να κάνει με το χτίσιμο μιας πλοκής ή με το πώς μεταφέρουν τα μηνύματα προς το κοινό. Θα πρέπει να είναι απολύτως κρυμμένα και να αισθάνεται ο θεατής ότι έχει την ευστροφία να καταλάβει το μήνυμα πίσω από τις λέξεις».

Η «πρόβλεψη»

Οταν το 1996 ο Γιάννης Τσίρος έγραψε τα «Αξύριστα πηγούνια» ήταν σαν να πρόβλεψε τι θα συμβεί στην ελληνική κοινωνία. Η διάκριση του έργου το 2004 με το Α΄ κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα ήταν η αρχή. Ακολούθησαν πολλά έργα. Φέτος τα «Αξύριστα πηγούνια» συνεχίζουν για τέταρτη χρονιά στο «Μικρό Χορν», όμως ανεβαίνει και το καινούργιο έργο του συγγραφέα.

Το «Κανόνια και τρομπέτες» είναι μια μαύρη κωμωδία εξαπάτησης που ανεβαίνει στις 10/10 στο «Εμπορικόν» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου με τους Ελλη Τρίγγου, Στάθη Σταμουλακάτο, Μάνο Καζαμία, Νεφέλη Μαϊστράλη, Γιώργο Τριανταφυλλίδη, Μαριτίνα Κουτσοχιώνη. «Ξεκίνησα να γράψω ένα κοινωνικό δραματικό έργο, αλλά κάθε φορά υπήρχε ένα σκωπτικό στοιχείο που μου το ανέτρεπε. Αποδέχθηκα ότι αυτό μπορεί να είναι μόνο κωμωδία. Σαν να επαναστάτησαν οι ήρωές μου», λέει ο συγγραφέας.

Στο ρετιρέ κάποιου τραπεζικού στελέχους στο Κολωνάκι, τη βραδιά της ετήσιας δεξίωσης της τράπεζας, ο κάτοχος του σπιτιού δέχεται εκείνον που του προμηθεύει κοκαΐνη. Είναι ένας αθίγγανος που του ζητάει να διευκολύνει τις δόσεις ενός δανείου της αρραβωνιαστικιάς του.

«Προσπάθησα να μην κάνω μια κωμωδία που να στηρίζεται σε αστείες ατάκες, αλλά μια κωμωδία καταστάσεων. Ηθελα επίσης να δώσω ένα χαρακτήρα όπως και στα προηγούμενα έργα μου που έχει να κάνει με ζητήματα αλαζονείας, υποτίμησης κ.λπ. Διαφορετικοί κόσμοι που συνδέονται και συγκρούονται», εξηγεί ο συγγραφέας. Πόσο απελευθερωτική ήταν για εκείνον η κωμωδία; «Οταν ξεκίνησα να γράφω δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος, αντίθετα ήμουν σε κατάσταση μελαγχολίας γιατί είχε προκύψει ο θάνατος ενός φίλου. Ποιοι μηχανισμοί λειτούργησαν και προέκυψε η κωμωδία μου είναι άγνωστο».

Οταν γράφει δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά στρατιωτική πειθαρχία. «Ξυπνάω στις 5-6 το πρωί, εργάζομαι όσο αντέξω –είναι επίπονη εργασία να κάθεται ένας άνθρωπος πολλές ώρες στην καρέκλα–, τρώω πολύ λιγότερο, βγαίνω για ένα γρήγορο βάδην και συνεχίζω το απόγευμα όσο αντέξω. Το βράδυ ο ύπνος είναι κυριευμένος πάλι από τις λέξεις».

Οταν τελειώσει το έργο, δίνει στον εαυτό του την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Οσο όμως γράφει, αποφεύγει να παίζει τους ήρωές του «γιατί μοιραία θα δώσω και σκηνοθετική άποψη και δεν θέλω. Αφήνω τα πράγματα λίγο φλου έτσι ώστε η σκηνοθεσία να μπορεί να δώσει μια διαφορετική εκδοχή. Βέβαια, πάντα υπάρχει ένας μηχανισμός, όπως ο ρυθμός».

Χαρακτηρίζει το νέο του έργο «κωμωδία με πολλά σκοτεινά σημεία που θυμίζουν κάτι από τον εαυτό μας, τις ατέλειες, τη ματαιοδοξία, την πλεονεξία, την απληστία μας και δεν ξέρω πόσα άλλα αμαρτήματα. Αλλωστε, η πύλη των αμαρτιών είναι η ματαιοδοξία».

Στροφή στη νεοελληνική δραματουργία-2
Γιάννης Τσίρος, θεατρικός συγγραφέας: «Το έργο είναι κωμωδία με πολλά σκοτεινά σημεία που θυμίζουν κάτι από τον εαυτό μας, τις ατέλειες, τη ματαιοδοξία, την πλεονεξία, την απληστία μας και δεν ξέρω πόσα άλλα αμαρτήματα. Αλλωστε, η πύλη των αμαρτιών είναι η ματαιοδοξία».

Ο Γιάννης Τσίρος εργάστηκε στη δημοσιογραφική φωτογραφία, στο ραδιόφωνο, στην κρατική τηλεόραση, ως μουσικός, έγραψε και συνεχίζει θεατρικά έργα και σενάρια για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. «Πήγαν πολλά χρόνια χαμένα σε μια άστατη ζωή, αλλά πάντα έγραφα. Το ζήτημα ήταν να βρω μια δική μου γλώσσα».

«Εχουν βγει υπέροχες πένες που πιάνουν τη θεματολογία της εποχής»

Ο Τάσος Ιορδανίδης ολοκληρώνει το τέταρτο έργο του, ατιτλοφόρητο ακόμη, που θα ανέβει στο τέλος Νοεμβρίου στο θέατρο «Αλφα». Μέχρι τότε επαναλαμβάνει το «Θέλω να σου κρατάω το χέρι» που είναι το γούρι του, καθώς δοκιμάστηκε επί τρεις συνεχόμενες σεζόν, και αμέσως μετά την «Τζούλια», η οποία ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο. «Με γοητεύουν πάρα πολύ οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων και τα συναισθήματα που δημιουργούνται από αυτές. Ακριβώς αυτά περικλείονται στο καινούργιο μου έργο σε δύο συνιστώσες: στην απώλεια και στην αποδοχή. Το θέμα του είναι μια οικογένεια και οι περιπέτειες που έχουν όλοι οι ήρωες. Κεντρομόλος δύναμη η πατρική φιγούρα, που βιώνει την απώλεια μέλους της οικογένειας. Υποδύομαι τον πατέρα, ο Μιχάλης Γεωργακόπουλος τον αδελφό μου, τη σύζυγό μου η Θάλεια Ματίκα, τον έναν από τους δύο γιους ο Διονύσης Παπανδρέου και αναζητούμε τον δεύτερο».

Στροφή στη νεοελληνική δραματουργία-3
Τάσος Ιορδανίδης, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης: «Με γοητεύουν πάρα πολύ οι καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων και τα συναισθήματα που δημιουργούνται από αυτές. Ακριβώς αυτά περικλείονται στο καινούργιο μου έργο σε δύο συνιστώσες: στην απώλεια και στην αποδοχή».

Ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός, με σπουδές στη Φιλοσοφική Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τελείωσε το 2005, ο Τάσος Ιορδανίδης ξεκίνησε να γράφει στην πανδημία. «Μέχρι τότε διασκεύαζα κείμενα αλλά δεν τολμούσα να τα υπογράψω. Με παρότρυνση της συζύγου μου, έγραψα το “Θέλω να σου κρατάω το χέρι”». Ακολούθησε το «Φακντ-απ», το οποίο εστιάζει στην Gen Z, σε νέα παιδιά που γνώρισε στα γυρίσματα της σειράς «Η γη της ελιάς». «Συζητώντας μαζί τους συνειδητοποίησα ότι μεγαλώνω. Προσπάθησα να τους αποκωδικοποιήσω και αυτό αποτυπώθηκε στους δραματουργικούς ήρωες του έργου».

Οσο για την «Τζούλια», που επαναλαμβάνεται από αύριο και κάθε Δευτέρα στο Αλφα και θεωρήθηκε «καλό ρεαλιστικό θέατρο» την άνοιξη που ανέβηκε, για τον ίδιο ήταν το πιο εύκολο έργο απ’ όσα έγραψε. «Δούλεψα με κόπο, αλλά είχα πυξίδα μου τη “Δεσποινίδα Τζούλια” του Στρίντμπεργκ». Η δική του Τζούλια δεν είναι μια αριστοκράτισσα, αλλά ιδιοκτήτρια ενός αστικού κεντρικού θεάτρου της Αθήνας και αντιστοίχως ο Ζαν ο ηλεκτρολόγος του θεάτρου… Συνήθως σε ό,τι γράφει αντλεί υλικό από τα βιώματά του. «Δεν τόλμησα να κινηθώ σε θέματα που δεν άπτονται των δικών μου ερεθισμάτων και βιωμάτων, γιατί νιώθω ημιμαθής. Ημιμαθής αισθάνομαι και όταν γράφω όσα με κινητοποιούν συναισθηματικά, αλλά εκεί προσπαθώ να αποτυπώσω όσο μπορώ καλύτερα τη δική μου αντίληψη. Εχουν βγει υπέροχες πένες, όπως οι Βασίλης Κατσικονούρης, Γιάννης Τσίρος, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Γιώργος Τσουρής, πιάνουν τη θεματολογία της εποχής, που δεν σιγοβράζει απλώς, αλλά καίει. Το λέω ως θεατής των έργων τους. Νομίζω ότι το κοινό στο θέατρο θέλει πια τους ήρωες στο σήμερα».

Το ύφος που προτιμά είναι του ντοκιμαντέρ, «να μην καλύπτεται η θεατρική πράξη μόνο από τον λόγο, αλλά και μια μεγάλη σιωπή που υπάρχει στη ζωή και μπορεί να πει και περισσότερα. Για χρόνια στις σχολές και στο ξεκίνημά μας μάς ζητούσαν ρυθμό και φτάσαμε σε μια ταχυλογία επί σκηνής. Να τα πούμε γρήγορα για να μη βαρεθεί ο θεατής. Ο θεατής θέλει ρυθμούς ζωής, όχι επιτήδευση».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT