Ποιος ήταν ο σπουδαίος «πολυτεχνίτης» Nick The Greek;

Ποιος ήταν ο σπουδαίος «πολυτεχνίτης» Nick The Greek;

Ο Ελληνοαμερικανός Νικ Γκραβενίτης (1938-2024), γεννημένος στο Σικάγο, έφτασε να γίνει μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γίνεται ένας λευκός, διοπτροφόρος κατσαρομάλλης, ελληνικής καταγωγής, να ταυτιστεί με την αμερικανική παράδοση των μπλουζ, να αναδειχθεί σε καταλύτη της έκρηξης της ροκ σκηνής της δυτικής ακτής, να γίνει αποδεκτός από την αντικουλτούρα της ψυχεδέλειας, χωρίς ο ίδιος να πειραματιστεί ποτέ του με τα παραισθησιογόνα, και να καταλήξει ένδοξο μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame;

Αν το όνομά σου είναι Νικ Γκραβενίτης… γίνεται!

Γεννήθηκε το 1938 στο Σικάγο, την πόλη που, πρακτικά, μας δώρισε τα… ηλεκτρικά μπλουζ, αφού από τη δεκαετία του 1950 κιόλας ντόπιοι μουσικοί πήραν την παράδοση του Μισισιπή, έβαλαν τα όργανα στην πρίζα και διέδωσαν σε όλη την πολιτεία του Ιλινόι τη δική τους εκδοχή: οι Οτις Ρας, Μπο Ντίντλεϊ, Γουίλι Ντίξον, Μπάντι Γκάι, Μάντι Γουότερς και άλλοι γίγαντες της αφροαμερικανικής μουσικής γεννήθηκαν και ηχογράφησαν αριστουργήματα στην Πόλη των Ανέμων. Ολοι τους, επίσης, ήταν είδωλα του Νικ Γκραβενίτη, ο οποίος, όπως εκείνοι, μεγάλωσε χωρίς σπουδαίες ανέσεις σε μια Αμερική που είχε ξεκινήσει μεν τη μεταπολεμική ανάπτυξή της, αλλά ακόμη μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε έντονη την ανάμνηση επιβίωσης με δελτία τροφίμων.

Οι γονείς του κατάγονταν από το Παλαιοχώρι Αρκαδίας. Μόλις 11 ετών, ο νεαρός Νικόλας μένει ορφανός από πατέρα και αρχίζει να εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, το Candyland, όπου πωλούνταν γλυκίσματα, παγωτά, σιρόπια, όλα δικής τους παραγωγής, καθώς και περιοδικά και πούρα. Εκεί αποφάσισε ότι δεν ήθελε να παρατηρεί την Αμερική πίσω από το ταμείο, αλλά να περάσει στην άλλη πλευρά, να πάψει να είναι «ξένος» και να ενταχθεί στην αμερικανική κοινωνία. Στα 13 του, η μητέρα του τον έγραψε σε στρατιωτική ακαδημία, όπου και διέπρεψε για τριάμισι χρόνια. Λίγο πριν από την αποφοίτησή του, εντούτοις, έμπλεξε σε έναν καβγά, με αποτέλεσμα να αποβληθεί. Ηταν, μάλλον, η μοίρα του να μη φορέσει στρατιωτική στολή, αλλά να ζήσει μια μποέμικη ζωή, με αρκετό αλκοόλ, μαριχουάνα και μια δίψα να ακολουθήσει τον δρόμο των μπίτνικ, αλλά και μια ιδιαιτερότητα: δεν ένιωθε παρείσακτος στην Αμερική και ήθελε να ρουφήξει το μεδούλι της, αλλά παράλληλα, ως γιος μεταναστών, ήταν, στα μάτια αρκετών, «ξένος». Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πηγαίνει στα κλαμπ των Αφροαμερικανών, μοναδικός λευκός εκεί μέσα, για να απολαύσει τη μουσική τους, σίγουρος ότι μπορούσε να κατανοήσει την γκετοποίησή τους. Το παράδειγμά του γρήγορα διαδόθηκε: δεν χρειαζόταν οι μαύροι να απορρίπτουν τους λευκούς, ούτε οι δεύτεροι να φοβούνται τους πρώτους – μπορούσαν μαζί να νιώθουν τον ρυθμό της μουσικής.

Το πάθος του με τα μπλουζ τον οδήγησε σε γνωριμία με δύο ελαφρώς νεότερους συντοπίτες του, τον Πολ Μπάτερφιλντ και τον Μάικ Μπλούμφιλντ. Ο πρώτος εξελίχθηκε στον ηγέτη των Paul Butterfield Blues Band, το πρώτο επιτυχημένο συγκρότημα στην Ιστορία αποτελούμενο τόσο από λευκούς όσο και μαύρους μουσικούς, γεγονός που οφείλεται στον Γκραβενίτη, καθώς εκείνος ήταν που είχε πείσει τον μπασίστα και τον ντράμερ του Τζούνιορ Γουέλς και του Howlin’ Wolf να προσχωρήσουν στην μπάντα. Ο δεύτερος, επίσης μέλος των PBBB, 45 χρόνια μετά τον θάνατό του, μνημονεύεται ακόμη ως ένας από τους 50 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών – όλοι τον γνωρίζουν από το «Like A Rolling Stone» του Μπομπ Ντίλαν.

To 1965 ηχογραφεί το πρώτο του σινγκλ, ως Nick The Greek, μαζί με τους δύο προαναφερθέντες φίλους του, τον κιθαρίστα Ελβιν Μπίσοπ, τον Λέστερ Μπόουι στην τρομπέτα και άλλους πέντε μουσικούς. «Τυπώσαμε χίλιες κόπιες», θυμόταν ο ίδιος, τριάντα χρόνια αργότερα, στο περιοδικό Blues Revue, όπου διατηρούσε την αυτοβιογραφική στήλη «Bad Talkin’ Bluseman», «αλλά οι μισές χάθηκαν σε μια αποθήκη, χαρίσαμε τετρακόσιες και πουλήσαμε εκατό». Μπορεί, λοιπόν ως Nick The Greek να μην έγινε πλούσιος, αλλά, ως Νικ Γκραβενίτης, έγινε γνωστός ως ικανότατος «πολυτεχνίτης»: σάρωσε όλα τα κλαμπ του Σικάγου, παίζοντας ζωντανά σε κάθε ευκαιρία, μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον Μπλούμφιλντ, τους Electric Flag, πρόσθεσε στοιχεία φανκ και ψυχεδέλειας στον μπλουζ ήχο, ανέλαβε το σάουντρακ της καλτ ταινίας «The Trip» (όπου παρακολουθούμε τις LSD παραισθήσεις ενός νεαρού Πίτερ Φόντα, σε σενάριο Τζακ Νίκολσον) αλλά και της πιο εμπορικής κωμωδίας «Steelyard Blues» (με την Τζέιν Φόντα και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ), βοήθησε, ως παραγωγός, συγκροτήματα όπως οι Quicksilver Messenger Service και, ως μέντορας, σχήματα όπως οι Kozmic Blues Band, που συνόδευαν την Τζάνις Τζόπλιν.

Στην καριέρα του, έγραψε πάνω από 350 τραγούδια, αρκετά εκ των οποίων έχουν διασκευαστεί πολλές φορές, από τον Στιβ Χάκετ των Genesis μέχρι την Ντιαμάντα Γκαλάς, από τον Τομ Πέτι μέχρι τους Pixies και από τον Θοδωρή Μανίκα (του οποίου, μάλιστα, τον γιο βάφτισε) μέχρι τον Διονύση Σαββόπουλο! Το φετινό του άλμπουμ, «Rogue Blues», ήταν και το αποχαιρετιστήριο, καθώς στις 18 Σεπτεμβρίου άφησε την τελευταία του πνοή, δύο εβδομάδες πριν κλείσει τα 86 του χρόνια.

Αναζητώντας ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει, μιλήσαμε με τον Γιάννη Αγγελάτο, βαθύ γνώστη των μπλουζ και πολύπειρο διοργανωτή συναυλιών: «Ο Νικ έπαιξε πρώτη φορά στη χώρα μας το 1987, όταν και ηχογραφήθηκε το “Live At Rodon”, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ από αμερικανικό σχήμα! Ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας το 1996 και, μέχρι το 2014, είχε εμφανιστεί 37 φορές σε Ξάνθη, Λαμία, Αλεξανδρούπολη, Πάτρα, Καρδίτσα, Ιωάννινα, Ρέθυμνο, Βόλο… φτάσαμε μέχρι και τη Νορβηγία! Κάθε Πρωτοχρονιά ήθελε να την περνάει στην Ελλάδα και έτσι κάθε Δεκέμβριο βρισκόταν εδώ και έπαιζε ζωντανά. Αν έπρεπε να διαλέξω μία ανάμνηση, θα διάλεγα το 2003, όταν κανονίσαμε, σε συνεννόηση με τον πρώτο ξάδελφό του, να ταξιδέψει μέχρι το Παλαιοχώρι, να συναντήσει συγγενείς και να δει το σπίτι της μητέρας του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία (πατρικό όνομα: Οικονόμου). Μάλιστα, κοιμήθηκε το βράδυ εκεί, στο κρεβάτι της. Οσοι τον γνώρισαν, είχαν να λένε για τον χαρακτήρα του – είχε αυτή την αυθεντική καλοσύνη του Ελληνα του χωριού,. Ηταν πολύ συγκινημένος που κατάφερε να δει το πατρικό της και, όταν έριξε μια ματιά τριγύρω στο τραχύ ορεινό τοπίο, εκεί, που ήταν γεμάτο βράχους, έσκυψε να πιει νερό από μια πηγή, σηκώθηκε, γύρισε και μου είπε: «Τώρα καταλαβαίνω γιατί είμαι αυτός που είμαι».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT