Ξερόλες που (και…) «αυτοσχεδιάζουν»

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρόσφατα, μετά την ολοκλήρωση της παράστασής του, ένας διεθνούς εμβέλειας Eλληνας καλλιτέχνης ρώτησε την παρέα μου εάν περάσαμε καλά. Και καλώς έπραξε. Ακόμη και εάν κάποιοι δεν κατανόησαν πολλά σημεία της παράστασης, η αισθητική απόλαυση και η συγκίνηση που προσέφερε ήταν τέτοιες, που οι περισσότεροι καταχειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Η ουσία ενός καλλιτεχνικού έργου είναι να σε συγκινήσει, να βρει διαύλους επικοινωνίας με το κοινό, να το κινητοποιήσει. Την κατεύθυνση θα τη βρουν οι θεατές-αναγνώστες. Μετρούν λοιπόν περισσότερο οι γνώμες του κοινού ή μήπως να προτιμήσουμε τα αστέρια που βάζουν κάποιοι επαγγελματίες σε μέσα ενημέρωσης; Iσως σε κάτι άλλο να κρύβεται η απάντηση. Βεβαίως, η προσέγγιση σε ένα καλλιτεχνικό έργο πρωταρχικά είναι βιωματική. Αλλά δεν φθάνει το βίωμα για να γίνει κατανοητό από το κοινό ένα έργο τέχνης – και αυτό ισχύει όχι μόνο για τη ζωγραφική, τα εικαστικά και τη λογοτεχνία, αλλά και για τις παραστατικές τέχνες (τον χορό, τη μουσική, το θέατρο), στις οποίες υπάρχουν διαμεσολαβητές (π.χ. ο σκηνοθέτης) ανάμεσα στο κείμενο ή στην ιδέα και στο κοινό.

Για παράδειγμα, ένας θεατής για να αξιολογήσει μια παράσταση έργου, π.χ., των Ελλήνων αρχαίων τραγικών ποιητών, του Ρακίνα, του Μολιέρου, του Μπρεχτ, του Στρίντμπεργκ ή της Λούλας Αναγνωστάκη οφείλει να γνωρίζει το ιδεολογικό, πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε.

Ιδίως, δε, για το θέατρο μόνο έτσι μπορούμε να αξιολογήσουμε ουσιαστικά την προσέγγιση του σκηνοθέτη και της θεατρικής ομάδας, να κατανοήσουμε τυχόν νεωτερισμούς της (και πλέον αυτά τα ανεβάσματα είναι ο κανόνας) και εντέλει να έχουμε μια «ανόθευτη» αισθητική εμπειρία. Το ίδιο ισχύει για έναν αναγνώστη εάν θέλει να κατανοήσει την αξία ενός λογοτεχνικού κειμένου. Και αυτό το κριτήριο είναι δίκοπο μαχαίρι για το έργο τέχνης, καθώς μόνο έτσι μπορεί να αξιολογηθεί η διαχρονία του ή να εμφανισθούν οι ρυτίδες του. Ας αναλογιστούμε, ας πούμε, ότι το «Σε εσάς που με ακούτε» της Αναγνωστάκη γράφτηκε το 2003 και μιλάει για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, την ανεργία, την οικονομική μετανάστευση, την άνοδο των φασιστικών πολιτικών ομάδων. Aρα θέλουμε ανίδεο κοινό ή διαβασμένο από το σπίτι για το τι θα δει; Το ερώτημα θέτει μια διελκυστίνδα αποπροσανατολιστική. Η κατανόηση του έργου τέχνης απαιτεί καλλιεργημένο κοινό από μια αισθητική που δεν περνάει απαραίτητα από τα βιβλία και τη γνώση των ειδικών. Δεν χρειάζονται βοηθήματα… τέχνης, αλλά ας μην πάμε και στο άλλο άκρο. Οι κριτικοί, με σχετικές σπουδές και εγνωσμένο κύρος, είναι χρήσιμοι, καθώς μπορούν να φωτίσουν τις πτυχές του, τις αρετές του και τα ελαττώματά του, κάνοντάς το πιο ευανάγνωστο. Και ας μην αγνοούμε ένα βασικό: άλλο κριτική και άλλο παρουσίαση ενός έργου.

Μετά την εκτίναξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η κριτική τεχνών έχει υποχωρήσει υπό τον οδοστρωτήρα του «θεατή με γνώμη στο Facebook». Αρνητικό ρόλο έχουν και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, με τη στρατιά των επαϊόντων, οι οποίοι ωστόσο δεν διαθέτουν την παιδεία και τις γνώσεις ώστε να κατανοούν εις βάθος την αξία του έργου τέχνης και να το αξιολογούν. Στην εποχή της εξειδίκευσης, η τέχνη είναι θύμα του κάθε ξερόλα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT