«Είδαμε ως μυροφόρες πρώτοι την Ανάσταση»

«Είδαμε ως μυροφόρες πρώτοι την Ανάσταση»

Είχε χρόνια να το διαβάσει. Γύρω στα είκοσι, μπορεί και πιο πολλά. Είχε σε ένα κορίτσι δανείσει το βιβλίο, μετά χαθήκανε –οι γνωστές ιστορίες–, χάθηκε και το βιβλίο. Της το είχε δώσει για να προσέξει το ομότιτλο αφήγημα, αυτό με το οποίο άρχιζε η συλλογή: «Επιτάφιος θρήνος». Αυτή η μεγάλη του αδυναμία στα πεζά του του Γιώργου Ιωάννου

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είχε χρόνια να το διαβάσει. Γύρω στα είκοσι, μπορεί και πιο πολλά. Είχε σε ένα κορίτσι δανείσει το βιβλίο, μετά χαθήκανε –οι γνωστές ιστορίες–, χάθηκε και το βιβλίο.

Της το είχε δώσει για να προσέξει το ομότιτλο αφήγημα, αυτό με το οποίο άρχιζε η συλλογή: «Επιτάφιος θρήνος». Αυτή η μεγάλη του αδυναμία στα πεζά του Γιώργου Ιωάννου. Ενας ακόμη Θεσσαλονικιός που άφησε μερικά από τα πιο ωραία κείμενα για την Αθήνα (όπως και ο Ταχτσής). Ειδικά το «Ομόνοια 1980», που κλείνει με την απρόσμενα υπαρξιακή αγωνία του Ξέρξη απ’ τον Ηρόδοτο, είναι ενδεικτική. Γιατί αυτή η αναδρομή του κυρίου Γκρι σε παλαιότερα διαβάσματα; Διότι οι εκδόσεις Κέδρος αποφάσισαν να επανεκδώσουν την εν λόγω συλλογή του Ιωάννου, μαζί με μία ακόμα, επίσης έξοχη, τη «Μόνη κληρονομιά».

Ο «Επιτάφιος θρήνος» διαδραματίζεται σε λαϊκό ξενοδοχείο της Ομόνοιας ανήμερα μια Μεγάλη Παρασκευή, πιθανώς της δεκαετίας του ’50. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής μάς πληροφορεί ότι έκανε «με τα πόδια όλο το δρόμο από το Σταθμό Λαρίσης προς την Ομόνοια». Πρώτα όμως παρέδωσε τη βαλίτσα του στη «Φύλαξη», «για να είμαι ελεύθερος και διαθέσιμος, μήπως συμβεί το μέγα γεγονός, αυτό το ακαθόριστο» – υπαινιγμός στις ακατονόμαστες για την εποχή ερωτικές ροπές του, δηλωτικός όμως του ποιος μιλάει εδώ.

Τους ξυπνάει για να τους δείξει «και του ζεύγους την ανάσταση, που σ’ ένα όλο ευλυγισία σύμπλεγμα σφάδαζε πάνω στο σουσταλίδικο κρεβάτι του».

Δεν είναι το βλέμμα του στερεοτυπικού αρσενικού της περιόδου. Είναι κάτι πιο σύνθετο. Και το βλέμμα εδώ έχει τη σημασία του. O αφηγητής νοικιάζει ένα δωμάτιο επί της Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι απ’ το Εθνικό Θέατρο. Το μοιράζεται με άλλους δύο (τρεις στη συνέχεια) άγνωστους άνδρες, άπλυτους επαρχιώτες, πρώην στρατιωτικούς, διωγμένους απ’ τις γυναίκες τους, στερημένοι όλοι της ερωτικής επαφής.

Ο αφηγητής παίρνει τη σιέστα του κι όταν ξυπνάει, είναι απόγευμα. Η περιφορά του Επιταφίου έξω έχει ξεκινήσει. Ωσπου, ακούγεται θόρυβος στο διπλανό δωμάτιο. «Ζευγαράκι, θα μπανίσουμε!» αναφωνεί ο επιλοχίας. «…και το ζευγάρι άρχισε να γδύνεται, κι εμάς μας κόπηκε η ανάσα, μελαγχολία μεγάλη μάς κατέλαβε, καθώς από τις χαραμάδες βλέπαμε το εξαίσιο σώμα του, μα και της κόρης το έκθαμβο…». Καβαφική ατμόσφαιρα· η πεζή εκδοχή του υποβλητικού «Πολυέλαιου» ίσως. Μονάχα που η πράξη δεν ολοκληρώνεται ποτέ: ο νέος ξεσπάει σε λυγμούς, η κοπέλα τον αγκαλιάζει με κατανόηση. Αποκοιμούνται αγκαλιά. Εχει πια σκοτεινιάσει. Το πρωί, Μεγάλο Σάββατο, ένας ενθουσιώδης επιλοχίας τούς ξυπνάει για να τους δείξει «και του ζεύγους την ανάσταση, που σ’ ένα όλο ευλυγισία σύμπλεγμα σφάδαζε πάνω στο σουσταλίδικο κρεβάτι του».

«Είδαμε ως μυροφόρες πρώτοι την Ανάσταση», λέει ο αφηγητής. Πηγαίνει με τον επιλοχία να προσκυνήσουν τον επιτάφιο, «φιλώντας όπου είναι οι χαρακιές της δύναμης, μεριές μεριές στο στήθος μέχρι κάτω στην κοιλιά. Χαραματιές για να παραφυλάς τα δρώμενα στο διπλανό δωμάτιο».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT