Peter Pomerantsev
How To Win An Information War
εκδ. Faber & Faber, 2024
σελ. 304
Την άνοιξη του 1941, καθώς η προέλαση της χιτλερικής Γερμανίας συνεχιζόταν ακάθεκτη στην Ευρώπη, η Βρετανία πάσχιζε να βρει το όπλο που θα εξουδετέρωνε την καθοδηγούμενη από τον Γκέμπελς ναζιστική προπαγανδιστική μηχανή.
Τότε εμφανίσθηκε ως από μηχανής θεός κάποιος που γνώριζε καλά τη Γερμανία. Ο Σέφτον Ντέλμερ, γεννημένος το 1904 από Αυστραλούς γονείς στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του δίδασκε αγγλική λογοτεχνία, βρέθηκε στο Λονδίνο το 1917, όταν η οικογένειά του εκδιώχθηκε από τη Γερμανία ως «εχθρικοί ξένοι υπήκοοι», προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη τοποθετήθηκε ανταποκριτής της βρετανικής Daily Express το 1928 στο Βερολίνο της ελευθεριότητας και κοινωνικής αναταραχής, καταγράφοντας την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, αφού απέκτησε προνομιακή πρόσβαση στη ναζιστική ελίτ περιλαμβανομένου και του ίδιου του Φύρερ. Ετσι, μέχρι το 1934, οπότε απελάθηκε ως ανεπιθύμητος, είδε από κοντά τη δύναμη και τις αδυναμίες της χειραγώγησης της γερμανικής κοινής γνώμης. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατολογήθηκε από τη βρετανική μυστική υπηρεσία στον «πόλεμο της πληροφορίας», για να αναδειχθεί στο αντίπαλον δέος του Γκέμπελς.
Τη συναρπαστική ζωή του και τις ρηξικέλευθες, συχνά «μαύρες», μεθόδους αντιπροπαγάνδας, στις οποίες καινοτόμησε, περιγράφει ο Πίτερ Πομεράντσεφ, ειδικός στην προπαγάνδα. Ο συγγραφέας, γεννημένος στην Ουκρανία, εγκαταστάθηκε σε βρεφική ηλικία στο Λονδίνο, εργάσθηκε στη Μόσχα ως τηλεοπτικός παραγωγός στην περίοδο 2001-2010 και σήμερα ζει στην Αμερική, εταίρος στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, ενώ παράλληλα επιβλέπει μια ερευνητική ομάδα τεκμηρίωσης ρωσικών εγκλημάτων πολέμου στην Ουκρανία. Το βιβλίο του βρίσκει παραλληλισμούς ανάμεσα στην προπαγάνδα της φασιστικής περιόδου στον 20ό αιώνα και αυτή της σημερινής εποχής του αυταρχισμού, με κύριο εκφραστή το καθεστώς Πούτιν.
«Η παραπλάνηση είναι τόσο παλιά όσο ο Δούρειος Ιππος και αν οι μέθοδοι εξαπάτησης μπορούν να σώσουν ζωές και να συμβάλουν στην ήττα του δικτά- τορα, η ηθική αγανάκτηση περιττεύει».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το ραδιόφωνο ήταν το αποτελεσματικότερο μέσο επιρροής των μαζών στη Γερμανία. Την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, ακολούθησε η μαζική παραγωγή φθηνών ραδιοφώνων. Μεγάφωνα είχαν τοποθετηθεί στους δημόσιους χώρους για να ακούγονται οι εμπρηστικές ομιλίες του Χίτλερ για την εξολόθρευση των «εχθρών» στο εσωτερικό, των Εβραίων και των μπολσεβίκων και την υλοποίηση του δόγματος του «ζωτικού χώρου» στο εξωτερικό. Σ’ αυτό το κλίμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακροαματικότητα του BBC, παρά την απαγόρευση ακρόασης του με ποινή θανάτου. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Γκεστάπο, περί το ένα εκατομμύριο Γερμανοί το άκουγαν το 1941, τρία εκατομμύρια το 1943 και 10-15 εκατομμύρια τον Απρίλιο 1945.
Στη δεκαετία του 1930, η επίσημη βρετανική προπαγάνδα απευθυνόταν στον «καλό Γερμανό», όσους δημοκρατικούς πολίτες απεχθάνονταν τον Χίτλερ και ήθελαν την ειρήνη. Ο Ντέλμερ, όμως, δεν θεωρούσε αποτελεσματικές τις διαλέξεις για αφηρημένες έννοιες περί αρετής. Πίστευε ότι μπορεί μεν ο Χίτλερ να φαινόταν άτρωτος, αλλά το ναζιστικό οικοδόμημα μπορούσε να υπονομευθεί από τα τρωτά του. Ετσι, τον Μάιο 1941 έστησε έναν μυστικό ραδιοφωνικό σταθμό, ανεξάρτητο από το BBC, τον GS1, που εξέπεμπε στη Γερμανία από στούντιο λίγα μίλια έξω από το Λονδίνο. Ο σταθμός έγινε γρήγορα δημοφιλής, καθώς με ένα μείγμα αληθινών και ψευδών ειδήσεων απευθυνόταν στον απλό Γερμανό με τρόπο ανατρεπτικό, κεντρίζοντας την περιέργειά του και ενσπείροντας αμφιβολίες για το ναζιστικό αφήγημα, ιδίως όταν κατέρρευσε η γερμανική εισβολή στη Ρωσία. Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα παραπλάνησης, από βωμολοχίες μέχρι και πορνογραφία, έσπερνε ζιζάνια, ωθούσε τους ανυποψίαστους ακροατές να αναρωτηθούν για ζητήματα που θεωρούνταν θέσφατα. Μεταδίδοντας τα ανείπωτα επιχειρούσε να σπάσει το φράγμα της σιωπής, να προκαλέσει ρήγματα ανάμεσα στο ναζιστικό κόμμα και στον στρατό, ανάμεσα στο κόμμα και στον λαό.
Χλιδή, όργια και θυσίες
Οταν το 1943 ο Γκέμπελς προετοίμαζε τον γερμανικό λαό για τις θυσίες που απαιτούσε ο ολοκληρωτικός πόλεμος για την επικράτηση του Τρίτου Ράιχ, ο Ντέλμερ πρόβαλλε «την ανισότητα της θυσίας» μεταξύ του απλού Γερμανού και της προνομιούχου νομενκλατούρας. Χωρίς ο ακροατής να γνωρίζει ότι η 10λεπτη ενημερωτική κάθε ώρα εκπεμπόταν από εχθρικό έδαφος, άκουγε για την παρακμή της ναζιστικής ελίτ, που επιδίδονταν σε χλιδή, διαφθορά και σεξουαλικά όργια, ενώ ο μέσος πολίτης στερούνταν τα αναγκαία και ο στρατιώτης πάλευε με το μετατραυματικό στρες. Στις επικρίσεις για τις αμφιλεγόμενες μεθόδους του, ο Ντέλμερ αντέτεινε ότι «η παραπλάνηση είναι τόσο παλιά όσο ο Δούρειος Ιππος και αν οι μέθοδοι εξαπάτησης μπορούν να σώσουν ζωές και να συμβάλουν στην ήττα του δικτάτορα, η ηθική αγανάκτηση περιττεύει». Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις του επεκτάθηκαν σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε άλλες γλώσσες, πέραν της γερμανικής, σε αντιστασιακές εφημερίδες και φυλλάδια στις κατεχόμενες χώρες.
Για τον συγγραφέα ο Ντέλμερ ήταν μια ιδιοφυΐα της προπαγάνδας. Πόσο όμως αποτελεσματική ήταν αυτή, αν κρίνει κανείς ότι οι Γερμανοί πολέμησαν μέχρι τέλους και το Τρίτο Ράιχ δεν κατέρρευσε από λαϊκή εξέγερση και μαζικές λιποταξίες, αλλά από τα όπλα των συμμάχων. Ο Ντέλμερ παραδεχόταν πως η προπαγάνδα δεν μπορούσε να κάνει θαύματα, απλώς έπαιξε συμπληρωματικό ρόλο στη συμμαχική νίκη. Ηταν υπερήφανος, πάντως, που συνέβαλε στη διάβρωση του ηθικού, στην υπονόμευση του χιτλερικού καθεστώτος, που ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο «στο σώμα και στην ψυχή του γερμανικού λαού».
*Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.