Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα και Αννα Καρένινα

Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα και Αννα Καρένινα

Ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν (1918-2008) δεν ευτύχησε εκδοτικά στη χώρα μας ούτε εκτιμήθηκε όσο του αξίζει. H μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς εμπόδισε τη δίκαιη υποδοχή του, μολονότι είχαν δημιουργηθεί ορισμένες προϋποθέσεις, χάρη στην έκδοση δύο βιβλίων, την περίοδο των πρώτων μεταφράσεών του στα ελληνικά, με αντιφερόμενες προσεγγίσεις του έργου του

4' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν (1918-2008) δεν ευτύχησε εκδοτικά στη χώρα μας ούτε εκτιμήθηκε όσο του αξίζει. H μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς εμπόδισε τη δίκαιη υποδοχή του, μολονότι είχαν δημιουργηθεί ορισμένες προϋποθέσεις, χάρη στην έκδοση δύο βιβλίων, την περίοδο των πρώτων μεταφράσεών του στα ελληνικά, με αντιφερόμενες προσεγγίσεις του έργου του. Το 1971 οι εκδόσεις Διογένης του Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994), ο οποίος μόλις τον Αύγουστο του 1970 είχε απελευθερωθεί από την εξορία στο Παρθένι της Λέρου, εκδίδουν το σύντομο βιβλίο του Ούγγρου μαρξιστή Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971) για τον Σολζενίτσιν. Το βιβλίο δημοσιεύεται στα ελληνικά, δύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του στα γερμανικά (1969), μαζί με άλλα δύο δοκίμια του ίδιου συγγραφέα: Γκέοργκ Λούκατς, «Σολτζενίτσιν, Χάινε, Πρωτοποριακοί. Αισθητικά δοκίμια», μτφρ. Μπάμπης Κολώνιας (το κείμενο για τον Σολζενίτσιν), Κώστας Κουλουφάκος (τα άλλα δύο), Αθήνα 1971. Λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε το βιβλίο του Γάλλου Ορθόδοξου θεολόγου Ολιβιέ Κλεμάν (1921-2009) για τον Ρώσο συγγραφέα: «Το πνεύμα του Σολζενίτσυν», μτφρ. Ελένη Δαλαμπίρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ. [1975;].

Από το τεράστιο έργο του Σολζενίτσιν διαλέγω να πω εδώ δυο λόγια για ένα πρόσωπο από την «Πτέρυγα καρκινοπαθών». Η ιδέα να γράψει τούτο το μυθιστόρημα του γεννήθηκε την άνοιξη του 1955, στην Τασκένδη, μόλις έβγαινε από την πτέρυγα των καρκινοπαθών του νοσοκομείου, θα αρχίσει όμως να το γράφει μια δεκαετία αργότερα. Το πρώτο μέρος του, μετά την άρνηση του περιοδικού «Νόβι Μιρ», εκδόθηκε στη Ρωσία σε σαμιζντάτ (1966). Η πλήρης έκδοσή του στα ρωσικά θα γίνει το 1968, στη Δύση, από δύο εκδότες: Possev (Φρανκφούρτη) και YMCA (Παρίσι). Στα ελληνικά εκδόθηκε από τις αριστερές επίσης εκδόσεις των Αδελφών Τολίδη το 1970, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Π. Η έκδοση αυτή κυκλοφορεί ακόμη από άλλον εκδότη. Θα παραπέμπω στη μετάφραση αυτή, με ορισμένες τροποποιήσεις.

Από το τεράστιο έργο του Σολζενίτσιν διαλέγω να πω εδώ δυο λόγια για ένα πρόσωπο από την «Πτέρυγα καρκινοπαθών».

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται όλο, εκτός από τα δύο τελευταία κεφάλαια, στην πτέρυγα των καρκινοπαθών ενός νοσοκομείου της Τασκένδης, το 1956, την εποχή της αποσταλινοποίησης. Αποτελεί μια τεράστια πινακοθήκη προσώπων: ασθενών, γιατρών και νοσοκόμων. Είναι το δεύτερο μεγάλο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα, μετά το «Μαγικό βουνό» (1924) του Τόμας Μαν, που εκτυλίσσεται σε νοσοκομείο. Η κοινωνική σύνθεση των αρρώστων στα δύο μυθιστορήματα είναι τελείως διαφορετική (πλούσιοι και κοσμοπολίτες στο «Μαγικό βουνό», φουκαράδες και κατατρεγμένοι στην «Πτέρυγα καρκινοπαθών»), αλλά η βαριά αρρώστια (φυματίωση στο πρώτο, καρκίνος στο δεύτερο) τους απειλεί εξίσου θανάσιμα. Το πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσω είναι η καθαρίστρια Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα. Εχει δοκιμάσει και αυτή την εξορία, έχει χάσει την κόρη της στην εξορία, ο άνδρας της είναι τώρα εξόριστος για δεύτερη φορά, και εκείνη παλεύει να ζήσει τον οκτάχρονο γιο της, δουλεύοντας καθαρίστρια στο νοσοκομείο. «Αυτούς τους δύο μήνες που ο Ολέγκ είχε περάσει στο νοσοκομείο, αυτή η εργατική καθαρίστρια με το γεμάτο κατανόηση πρόσωπο, είχε σκύψει πολλές φορές κάτω από τα κρεββάτια για να τρίψει το πάτωμα. Μετακινούσε τις μπότες που ο Κοστογκλότωφ έκρυβε, αλλά ποτέ δεν το μαρτύρησε. Αυτή ήταν που, οπλισμένη μ’ ένα ξεσκονόπανο καθάριζε τους τοίχους, άδειαζε τα πτυελοδοχεία και τα έκανε να λάμπουν, μοίραζε στους αρρώστους τα μπουκάλια των αναλύσεων, κι έκανε ό,τι άλλο ήταν βαρύ, δυσάρεστο, που οι νοσοκόμες δεν καταδέχονταν να το πιάσουν στα χέρια τους» (σ. 543). Ο Ολέγκ Κοστογκλότωφ, που έχει κάνει εφτά χρόνια στον στρατό και άλλα εφτά εξορία (σ. 342), την αναγνωρίζει, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι δικιά του. «Με καλοσύνη, χωρίς βιασύνη, κοίταξαν ο ένας τον άλλον» (σ. 544) και έπιασαν κουβέντα. Είναι μορφωμένη, αλλά, όταν δεν καθαρίζει, διαβάζει μόνο εύκολα γαλλικά βιβλία (Κλωντ Φαρέρ). Στην απορία του Ολέγκ θα απαντήσει ότι την πονάνε λιγότερο (σ. 544) και ότι λειτουργούν μέσα της καταπραϋντικά (σ. 548). Δεν έχει κανένα νόημα να διαβάσει τις μεγάλες λογοτεχνικές τραγωδίες: «όλες οι τραγωδίες της λογοτεχνίας μού φαίνονται κωμικές αν τις συγκρίνω με τη ζωή που ζούμε […]. Τα παιδιά στο σχολείο κάνουν αναλύσεις πάνω στην Αννα Καρένινα. Για τη ζωή της που ήταν δυστυχισμένη, τραγική και δεν ξέρω τι άλλο. […] Αλλά όταν, στο σπίτι που γεννηθήκατε και ζήσατε χρόνια, μπαίνουν με το “έτσι θέλω” άνθρωποι με στολές και κασκέτα και σας διατάζουν να εγκαταλείψετε το σπίτι και την πόλη μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, παίρνοντας μαζί σας μόνο όσα μπορούν να σηκώσουν τα χέρια σας; […] Οταν αφήνετε ορθάνοιχτη την πόρτα και φωνάζετε τους περαστικούς για να δούνε μήπως θα μπορούσαν να αγοράσουν κάτι, τι λέω, να σας πετάξουν μερικές δεκάρες και να μπορέσετε έτσι να αγοράσετε λίγο ψωμί! […] Οταν σας προσφέρουν για το πιάνο της μητέρας σας το ένα εκατοστό της τιμής του, χωρίς να ντρέπονται γι’ αυτό… κι η κορούλα σας, που φοράει ακόμη ένα φιόγκο στα μαλλιά, κάθεται στο πιάνο για να παίξει για τελευταία φορά Μότσαρτ, αλλά την πιάνουν τα κλάματα και φεύγει… τότε τι ανάγκη έχω να ξαναδιαβάσω την Αννα Καρένινα;» (σ. 548-549).

Για ποιο λόγο στ’ αλήθεια η Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα που έχει χάσει την κόρη στην εξορία να διαβάσει την «Αννα Καρένινα»; Για ποιο λόγο εκείνος που σιγολιώνει από τον καρκίνο και τις χημειοθεραπείες σε ένα νοσοκομείο της Τασκένδης και κάθε Τασκένδης να διαβάσει την «Αννα Καρένινα»; Οποιος ξέρει από λογοτεχνία θα δώσει δίκιο στη νοσοκομειακή καθαρίστρια, γιατί αυτός που πράγματι ξέρει λογοτεχνία se moque de la literature, για να παραφράσουμε τον Πασκάλ, την κοροϊδεύει τη λογοτεχνία και τις μεγάλες δυνατότητές της. Μόνο αν παραδεχτείς τα όρια των δυνατοτήτων της, που φτάνουν σε ορισμένες συνθήκες ζωής μέχρι την πλήρη αχρήστευση, θα μπορέσεις να αναγνωρίσεις και την πραγματική αξία της, όση έχει. Και κάτι ακόμη: ας μην ενδίδουμε στον πειρασμό να ειρωνευόμαστε τα εύκολα ρομάντζα, γιατί κάποτε βοηθάνε περισσότερο από τα σπουδαία έργα. Παντού και πάντα χρειάζεται ταπεινοφροσύνη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT