«Δεν μας τα λέτε καλά για την ανάπτυξη»

«Δεν μας τα λέτε καλά για την ανάπτυξη»

Μια πιο... νηφάλια αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

200 χρόνια ελληνικής οικονομίας: μεταξύ κράτους και αγοράς
επιμ.: Ανδρέας Κακριδής
Κέντρο Πολιτισμού, Eρευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, 2024, σελ. 406

«Εδώ υπάρχει κάποιο λάθος». Διόλου απίθανο, σκέφτηκα. Επειτα από δύο χρόνια προσπάθειας δώδεκα συγγραφέων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, όλο και κάτι θα μας έχει ξεφύγει. Ως επιμελητής του βιβλίου με τον φιλόδοξο τίτλο «200 χρόνια ελληνικής οικονομίας», έσκυψα να δω το σημείο που μου υποδείκνυαν οι υπεύθυνες για τη γλωσσική φροντίδα του βιβλίου. Επρόκειτο για τη φράση «η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ανεπτυγμένων οικονομιών του κόσμου». Αποκλείεται –σκέφτηκαν– η χώρα που βίωσε την καθίζηση της προηγούμενης δεκαετίας και καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη, να θεωρείται πλούσια ή ανεπτυγμένη. Τι κι αν εξήγησα ότι ο ΟΗΕ μάς κατατάσσει στο ανώτερο 15% του κόσμου, με βάση το εισόδημα, την υγεία και την εκπαίδευση; Τι κι αν διευκρίνισα ότι η έμφαση ήταν στην απόσταση που είχε διανύσει η οικονομία από τον 19ο αιώνα, όχι στις επιπτώσεις της πρόσφατης κρίσης; Η στιχομυθία ήταν γνώριμη και το συμπέρασμα οικείο: «Δεν μας τα λέτε καλά».

«Δεν μας τα λέτε καλά για την ανάπτυξη»-1Ισως αυτός να ήταν και ο καλύτερος υπότιτλος για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με διαφορετικές πτυχές της ελληνικής οικονομίας στη μακρά διάρκεια. Αυτή δεν είναι άλλωστε και μία από τις κύριες συνεισφορές κάθε ιστορικής μελέτης; Να αμφισβητεί τις κυρίαρχες αντιλήψεις που διαμορφώνουν οι εμπειρίες της εποχής; Να μην τα λέει καλά στους αναγνώστες της; Πόσοι από εμάς, για παράδειγμα, θα σκέφτονταν ότι επί Χαρίλαου Τρικούπη και Ελευθερίου Βενιζέλου, οι πολεμικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις δεν αποτελούσαν μόνο εστίες υπέρογκων εξόδων, δανείων και πτωχεύσεων, αλλά και το βασικό κίνητρο για τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος; Πόσοι θα απέδιδαν στον –κατά την κοινή αντίληψη «φιλελεύθερο»– αμερικανικό παράγοντα των μεταπολεμικών χρόνων, την ίδρυση της ΔΕΗ ως αμιγώς δημόσιας επιχείρησης; Πόσοι θα αναγνώριζαν τη συμβολή των αλλοδαπών μεταναστών, μετά το 1990, στην αύξηση της συμμετοχής των Ελληνίδων στην αγορά εργασίας ή την αναβολή του δημογραφικού προβλήματος κατά τουλάχιστον μία δεκαετία; Και πόσοι από εμάς θα υποψιάζονταν ότι, ενόσω οι Ελληνίδες κέρδιζαν έδαφος στην αγορά εργασίας, οι αντιλήψεις τους για τον ρόλο της γυναίκας στο επάγγελμα μεταλλάσσονταν προς την αντίθετη κατεύθυνση; Τέτοια «λάθη» υπάρχουν διάσπαρτα στο βιβλίο, συνοδευόμενα από τα κατάλληλα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν και το καλύτερο αντίδοτο στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις μας.

Μια μακροσκοπική θεώρηση, με δεδομένα και ποιοτικές αναλύσεις, που ανατρέπει στερεότυπα δύο αιώνων.

Σε αντίθεση με τις βραχυχρόνιες αναλύσεις, που εστιάζουν στην τρέχουσα συγκυρία και τις ευθύνες των πολιτικών, η μακροχρόνια οπτική επιτρέπει μια πιο νηφάλια αποτίμηση των εξελίξεων, πολλές από τις οποίες διαμορφώνονται εκτός των εθνικών συνόρων και των υπουργικών γραφείων. Η ιστορία της ελληνικής μεταποίησης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας διεργασίας – χωρίς αυτό να υποτιμά τη σημασία επιμέρους χειρισμών, τόσο κατά την περίοδο της εκβιομηχάνισης όσο και στη μετέπειτα αποβιομηχάνιση. Η μακρά διαδρομή της εμπορικής ναυτιλίας, ενός από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας, επαληθεύει τον ρόλο των γεωπολιτικών και τεχνολογικών εξελίξεων. Το ίδιο ισχύει για τη γεωργία, από την εποχή που η τυχαία μεταφορά ενός μικρού εντόμου (φυλλοξήρα) από τις κοιλάδες του Μισισιπή στην Ευρώπη κατέστρεψε τους γαλλικούς αμπελώνες και απογείωσε την ελληνική σταφιδοπαραγωγή, μέχρι τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε. λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Η ιστορική οπτική μάς υπενθυμίζει επίσης πως –αργά ή γρήγορα– τα «δεδομένα» κάθε εποχής ανατρέπονται, έστω κι αν οι προσαρμογές είναι συχνά αργόσυρτες και σπανίως γραμμικές. Η ενοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος φάνταζε αδιανόητη το 1910, συζητιόταν διστακτικά τη δεκαετία του 1930 και ολοκληρώθηκε με γοργούς ρυθμούς τη δεκαετία του 1960. Τότε μόλις έπαψε και το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων να απασχολείται στον πρωτογενή τομέα και να κατοικεί στην ύπαιθρο. Η τιθάσευση του πληθωρισμού και η ισοσκέλιση των προϋπολογισμών απασχόλησε δεκάδες κυβερνήσεις από τον 19ο αιώνα έως σήμερα· μακρά διαστήματα σταθερότητας διαδέχτηκαν περιόδους έντονων κλυδωνισμών. Το ίδιο φανερώνει και η ιστορία των προσπαθειών για τη συγκρότηση «επαγγελματικής» δημόσιας διοίκησης: από τη θέσπιση των πρώτων γραπτών εξετάσεων για την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων, το 1867, μέχρι την ίδρυση του ΑΣΕΠ, το 1994, μεσολάβησε πάνω από ένας αιώνας. Μπορεί τα παραδείγματα να μην είναι παρήγορα για όσους αξιώνουν ταχύτερες μεταρρυθμίσεις σήμερα. Αναγνωρίζοντας όμως τις παλινδρομήσεις και τις ανατροπές των τελευταίων δύο αιώνων της ελληνικής οικονομικής ιστορίας, οι αναγνώστες γίνονται περισσότερο καχύποπτοι απέναντι σε όσους τάζουν ριζικές αλλαγές, αλλά και σε όσους τις απορρίπτουν στο όνομα των υφιστάμενων «δεδομένων» και περιορισμών. Συνήθως, κανείς από τους δύο δεν μας τα λέει καλά.

*O κ. Ανδρέας Κακριδής είναι επιστημονικός υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος και επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT