Στο ντοκιμαντέρ του Πέδρο Ολάγια «Με τον Καλλιγιάννη» (2010), βλέπουμε σε μια σκηνή τον ζωγράφο Μανώλη Καλλιγιάννη να βουτά γυμνός στη γεμάτη στέρνα παλαιών ιαματικών λουτρών της Λέσβου. Ο Καλλιγιάννης είναι πλέον 87 ετών (θα πεθάνει τη χρονιά της παραγωγής του ντοκιμαντέρ). Η σκηνή στην ταινία σηματοδοτεί τη στιγμή που ο γηραιός (μα τόσο ζωντανός πνευματικά) ζωγράφος νοσταλγεί τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο νησί. Οι ελιές, οι παραλίες, το φως της Λέσβου και, βέβαια, τα θερμά λουτρά της. «Χαρά Θεού», ακούμε τον ζωγράφο να λέει.
Ωσπου ήρθε ο πόλεμος. Η σκηνή αυτή, μία ώρα μετά την έναρξη του ντοκιμαντέρ, σηματοδοτεί κάτι ακόμα: πώς ο Καλλιγιάννης αποφασίζει να καταταγεί ως εθελοντής στην τότε Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (ΕΒΑ). «Ημουν 17 ετών, έφηβος», τον ακούμε να λέει. «Εγνώριζα τον Αγγλο πρόξενο στη Μυτιλήνη πριν από τον πόλεμο και του εζήτησα να με προωθήσει ως εθελοντή στη Μέση Ανατολή, στη Γάζα συγκεκριμένα».
Ο Καλλιγιάννης θα βρεθεί εκεί όπου συγκροτήθηκε, μετά τη φυγή από την Ελλάδα τη δραματική άνοιξη του 1941, η ελληνική αεροπορία. Από τη Γάζα θα βρεθεί για εκπαίδευση στη Νότιο Αφρική ως ναυτίλος ιπτάμενος προκειμένου να ενταχθεί στην 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού (ΜΕΒ) και στη συνέχεια να λάβει μέρος σε πολεμικές αποστολές.
Στη 13η Μοίρα, ο Καλλιγιάννης θα γνωριστεί με έναν άλλο νεαρό ζωγράφο, τον Κωνσταντίνο Μακρή (1919-1984), ο οποίος έχει καταγωγή από το Κάιρο. Ουδείς μέσα στην έρημο υποψιάζεται ότι οι νεαροί αυτοί αεροπόροι πρόκειται να γίνουν δύο σημαντικοί ζωγράφοι της Ελλάδας με διεθνή αναγνώριση.
Ο Μακρής, Ελληνας εξ Αιγύπτου, είχε καταγωγή από την Κεφαλονιά. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ού αιώνα. Σπούδασε στην Ακαδημία Λεονάρντο ντα Βίντσι στο Κάιρο, όπου πραγματοποίησε τις πρώτες του εκθέσεις, καθώς και στην Αλεξάνδρεια. Μολονότι ανδρώνεται σε ένα κοσμοπολίτικο μέρος, το όνειρό του είναι να πάει στο Παρίσι. Δεν θα τα καταφέρει εξαιτίας του πολέμου. Θα καταταγεί στις τάξεις της ΕΒΑ και στο Παρίσι θα βρεθεί το 1948.
Ο Καλλιγιάννης δεν μιλάει πολύ για τον πόλεμο στο ντοκιμαντέρ. Αναφέρει τη μετάβασή του στην Ιταλία (όπου και οι τρεις ελληνικές μοίρες, οι δύο μοίρες διώξεως, η 335 και η 336, καθώς και η 13η ΜΕΒ θα μεταβούν από τη βόρεια Αφρική το 1944), και τη συμμετοχή του σε αποστολές βομβαρδισμού στις γερμανικές θέσεις στην τότε Γιουγκοσλαβία. Σε μία από αυτές θα τραυματιστεί. Κατά τα λεγόμενά του, «επέζησα με τραύματα και απελύθην ηρωικώς με αναπηρία. Ημουν μόλις 21 έτους, δηλαδή ένα μωρό παιδί. Αυτά ως προς τον πόλεμο και τις υπηρεσίες μου εις την πατρίδαν».
Μετά τον πόλεμο
Είναι σαφές πως και για τους δύο νεαρούς, ο πόλεμος ήταν μια μεγάλη παρένθεση, την οποία άνοιξαν όμως με τη θέλησή τους, καθώς ανήκαν σε μια γενιά για την οποία η συμμετοχή σε εκείνο ειδικά τον πόλεμο ήταν μια προσωπική, υπαρξιακή, και όχι μόνο πατριωτική, πρόκληση. Και για τους δύο, ωστόσο, το πραγματικά μεγάλο στοίχημα της ζωής τους ήταν η ζωγραφική, ήδη από την πρώιμη νιότη τους.
Ο Καλλιγιάννης, με το που τελειώνει ο πόλεμος, επιστρέφει δυναμικά στην τέχνη του. Το 1945 μεταβαίνει στη Νότιο Αφρική, όπου σπουδάζει αρχιτεκτονική στο Witwatersrand University του Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά το 1949 διακόπτει τις σπουδές του και φεύγει για –πού αλλού;– το Παρίσι. Εκεί θα στεριώσει, καθώς θα παραμείνει επί περίπου τριάντα χρόνια πραγματοποιώντας και τις πρώτες του εκθέσεις.
Το 1956 θα επιστρέψει προσωρινά στη Λέσβο και το ταξίδι αυτό θα παίξει ρόλο σε μια μεταστροφή της ζωγραφικής του: αρχίζει πλέον να τον απασχολεί, με διάφορους τρόπους, η τοπιογραφία.
Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1978, οπότε και θα αναλάβει διευθυντής στο μουσείο-βιβλιοθήκη Teriade της Μυτιλήνης. Εξάλλου, σύχναζε στον κύκλο του Τεριάντ. Εκεί θα συναναστραφεί τον Καρτιέ-Μπρεσόν, τον Τσαρούχη, τον Ελύτη, τον Σαγκάλ κ.ά.
Οταν δεν συμμετείχαν σε αποστολές και αερομαχίες, οι δύο νέοι περνούσαν τον χρόνο τους ζωγραφίζοντας.
Από την πλευρά του πατέρα του, ο Καλλιγιάννης είχε κρητική καταγωγή γι’ αυτό και αρκετά μεγάλος πια θα μετακομίσει στο Βάμμο της Κρήτης, το χωριό του παππού του, Ηλιομανώλη. Στο ντοκιμαντέρ μαθαίνουμε κάτι ενδιαφέρον: όταν οι συντελεστές του αναζητούν το σπίτι του «Καλλιγιάννη, του ζωγράφου», οι ντόπιοι Κρητικοί τούς διορθώνουν με έμφαση: «Οχι ζωγράφος», λένε, «αεροπόρος». «Ο Μανώλης με τις πολλές ταυτότητες», ακούμε στην ταινία, «στην Κρήτη ήταν αεροπόρος, ενώ στη Μυτιλήνη ήταν ζωγράφος.
Στο ντοκιμαντέρ, βλέπουμε τον Καλλιγιάννη να επισκέπτεται το πατρικό του – ένα εντυπωσιακό αρχοντικό που θυμίζει κάστρο, έμπνευση του Κρητικού πατέρα του (δικηγόρος το επάγγελμα), το οποίο ονομάζει «Κρησφύγετον», δηλαδή «Η κρυψώνα του Κρητός». Εκεί ζει την παιδική του ηλικία. Αλλά πολλές αναμνήσεις είναι δυσάρεστες. Από εκεί, πήδηξε από το παράθυρο η μάνα του («για να γλιτώσει από τη ζωή», ακούμε στο ντοκιμαντέρ) και εκεί ο πατέρας του επίσης αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο.
Τα καλοκαίρια, ο ζωγράφος-αεροπόρος επιστρέφει από την Κρήτη στη Λέσβο με το καΐκι που έχει ο ίδιος φτιάξει, την περίφημη «Σαρακήνα». «Από την παιδική μου ηλικία, δύο πράγματα με ενδιέφεραν και φαίνεται πως το χούι δεν αλλάζει: τα καραβάκια και τα κορίτσια», εξομολογείται ο Καλλιγιάννης, ο οποίος από παιδί βλέπει συνεχώς καράβια να έρχονται από τα Δαρδανέλλια και να φορτώνουν σαπούνι από τη Μυτιλήνη. «Με ενέπνεαν οι λουόμενες. Οι γυναίκες, τα κορίτσια, μέσα σε αυτό το νερό, το μαγικό ήταν ένα θέμα που με τυράννησε πολλά χρόνια. Εγώ δεν απεικονίζω, ζωγραφίζω. Και η ζωγραφική πρέπει να πείθει».
Την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι ο Καλλιγιάννης θα την πραγματοποιήσει το 1951 (Gallerie Arnaud), θα εκθέσει ακόμα στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο, ενώ έργα του βρίσκονται στην Τέιτ του Λονδίνου, στο Musee d’ Art του Παρισιού κ.ά.
Ο Μακρής θα εκθέσει πρώτη φορά στο Παρίσι το 1956 (Gallerie Pierre) και το περιοδικό Constellation θα γράψει ότι ο Μακρής είναι ένα από τα δέκα νέα ονόματα καλλιτεχνών που θα πρέπει κανείς να συγκρατήσει για το μέλλον. Θα ακολουθήσουν άλλες δύο εκθέσεις στο Παρίσι και μία ακόμη ατομική το 1959 στη Νέα Υόρκη (Albert Loeb Gallery).
Στην «τρώγλα»
Το όνομα του Μακρή φιγουράρει και σε ένα βιβλίο που ουδεμία σχέση έχει με τη ζωγραφική. Στο «…4 δεν επέστρεψαν. Σκίτσα απ’ τη ζωή και τη δράσι των αεροπόρων μας – Πολεμικαί ανταποκρίσεις» (1971), ο Γιάννης Μιχόπουλος, που είχε υπηρετήσει ως σμηναγός στην ΕΒΑ στον πόλεμο, θυμάται μια απόμερη παραλία της Αδριατικής το καλοκαίρι του 1944 όπου βρίσκεται ο καταυλισμός της 13ης ΜΕΒ. Στην «τρώγλα», όπως ονομάζουν οι αεροπόροι το αντίσκηνό τους, ο Μιχόπουλος βλέπει ότι «ένα πανδαιμόνιο από ζωγραφικούς πίνακες γέμιζαν το κάθε τι μεσ’ τη σκηνή, δυο ταμπλώ που δουλευόντουσαν από δύο καλοδεμένα παλλικάρια, τον Κώστα Μ. και τον Εμαν Κ. Ζωγράφοι κι’ οι δυο, που σαν βρέθηκαν κοντά στην όμορφη φύσι, νοιώσανε την ανάγκη να ζωντανέψουν στο πανί το κάθε τι που έβλεπαν, το κάθε τι που γέμιζε το είναι τους. Κάπου-κάπου ο Κώστας σκύβει, βλέπει τη δουλειά του άλλου, ψιθυρίζει κάτι κι’ αφήνει μερικές τολύπες καπνού να φύγουν απ’ την πίπα του, που νομίζεις ότι είναι κάτι αναπόσπαστο απ’ το σύνολό του, κάτι που δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς, όπως συνηθίζουν να λένε μεταξύ τους. Ισως “ο άνθρωπος με την πίπα” νάταν ο πιο επιτυχημένος τίτλος για ένα πορτραίτο του Κώστα…».
Παρακάτω, ο Μιχόπουλος γράφει για τον Κώστα ότι είναι «ζωγράφος απ’ το Κάιρο» και αναπόσπαστο μέλος της «τρώγλας», η οποία, αναπόφευκτα, κάποτε ξεστήθηκε. Στο ημερολόγιο που κράτησαν οι αεροπόροι της, βλέπουμε ότι το τέλος της ισοδυναμούσε με ένα ζωογόνο πένθος: «Η “τρώγλα” είχε ψυχή. Είχε την ψυχή αυτών που έζησαν μέσα σ’ αυτήν. Την ψυχή μιας καλής κι’ αξέχαστης παρέας. Κι’ αυτό φτάνει. Η τρώγλα έδωσε ό,τι μπόρεσε σε μας. Μα τώρα δεν υπάρχει πια. Κι’ όμως ο κάθε άνθρωπος έχει μια “τρώγλα”. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να ζήση. Κι’ αν δεν την έχη, ψάχνει αδιάκοπα να την βρη»…