ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ
2194 Ημέρες πολέμου. 1 Σεπτεμβρίου 1939 – 2 Σεπτεμβρίου 1945
εικ.: Αχιλλέας Ραζής, εκδ. Μεταίχμιο
Επιστημονική θεώρηση: Αννα-Μαρία Δρουμπούκη
Ο πόλεμος αρχίζει με ένα χάρτη, τελειώνει όμως με ένα παιδί που κάθεται συντετριμμένο ανάμεσα στα ερείπια: ήδη οι εικονογραφικές επιλογές τού υπό συζήτηση βιβλίου είναι σοφές. Κάθε πόλεμος, εν προκειμένω ο Δεύτερος Παγκόσμιος, ξεκινάει σαν άσκηση επί χάρτου, με ορθολογικούς, υποτίθεται, υπολογισμούς και τελειώνει με σκέτη οδύνη και καταστροφή. Tη «γραμμή» της απερίφραστης καταδίκης του πολέμου ακολουθεί η γνωστή συγγραφέας και κριτικός βιβλίων για παιδιά και εφήβους Μαρίζα Ντεκάστρο. «Πάνω στην τεράστια σκηνή της Ευρώπης δόθηκε μια παράσταση τρόμου, πείνας, θανάτων, εκτοπίσεων, αγωνίας, απελπισίας. Φρίκης!», γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου. Δεν σχετικοποιεί το κακό ούτε με μια λέξη.
Το πρώτο κεφάλαιο δανείζεται τον τίτλο του («Ταξίδι στην άκρη της νύχτας») από το σκληρό μυθιστόρημα του Σελίν. Η συγγραφέας αφηγείται συνοπτικά τα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – πολύ σωστά, αφού ο Δεύτερος Παγκόσμιος εκκολάφθηκε στη μήτρα του Πρώτου. Το δεύτερο «σήμα», λοιπόν, που μετά την ανάδειξη της απόλυτης φρίκης η Ντεκάστρο μας δίνει –προπάντων στους ενηλίκους, στους δασκάλους και τους γονείς, που θα συντροφεύσουν τα παιδιά σε αυτή την ανάγνωση– είναι η εντατική χρήση της λογοτεχνίας αλλά και του πολιτισμικού πεδίου στο σύνολό του, στην υπηρεσία της Ιστορίας. Μετά τον Σελίν έρχεται η σειρά του Χέμινγουεϊ – το δεύτερο κεφάλαιο επιγράφεται «Αποχαιρετισμός στα όπλα».
Σύντομες φράσεις, θυμίζοντας μεσότιτλους σε βουβή ταινία, υφαίνουν τη βασική χρονοσειρά. Παρεμβάλλονται εκτενείς ή γρήγορες αναφορές σε θέματα που μεταδίδουν ατμόσφαιρα εποχής. Συχνά, αυτά τα «γεμίσματα» συνίστανται σε αποσπάσματα βιβλίων ή άρθρων σε εφημερίδες. Η εικονογράφηση δημιουργεί τις απαραίτητες παύσεις που, μαζί με τα εμβόλιμα κομμάτια, άλλοτε τονίζουν τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος, και άλλοτε δείχνουν με τρόπο αβίαστο ότι ακόμη και τις σκοτεινότερες στιγμές η ζωή συνεχιζόταν. Την ίδια χρονιά (1940) που κηρύσσεται ο πόλεμος στην Αγγλία και τη Γαλλία, συνθηκολογεί η Γαλλία, διεξάγεται η Μάχη της Αγγλίας, κηρύσσεται ο πόλεμος στην Ελλάδα, πληροφορούμαστε ότι «στις ΗΠΑ εμφανίζονται στα ψυγεία των καταστημάτων τα πρώτα κατεψυγμένα τρόφιμα, παράγονται και πωλούνται οι πρώτες νάιλον γυναικείες κάλτσες και στο ραδιόφωνο μεταδίδονται οι περιπέτειες του Σούπερμαν». Στο Χόλιγουντ «γεννιούνται τα καρτούν Φαντασία, Πινόκιο, Τομ και Τζέρι και Μπαγκς Μπάνι».
Χάρη στην εναλλαγή οι νεαρές/οί αναγνώστ(ρι)ες όχι μονάχα δεν θα πλήξουν αλλά, επιπλέον, θα αντιληφθούν τη ζωή των κοινωνιών ως σύνθετο φαινόμενο, σε πείσμα των χοντροκομμένων απλουστεύσεων. Μιας και απευθύνεται σε ελληνόφωνα παιδιά, η Ντεκάστρο παρουσιάζει ανάγλυφα τα τεκταινόμενα στη χώρα μας εκείνη την εποχή. Κερδίζει πάντα η διαφοροποιημένη οπτική, αφού η ελληνική περίπτωση πλαισιώνεται γερά από όσα συνέβαιναν την ίδια εποχή στην Ευρώπη και τον κόσμο. Εμφαση δίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί και τους συνεργάτες τους.
Πέρα από την ευρύτερη αφήγηση, η Ντεκάστρο παρουσιάζει ανάγλυφα τα τεκταινόμενα στη χώρα μας εκείνη την εποχή.
Η αντίσταση, αλλά και η τέχνη της αντίστασης, παρουσιάζονται εύληπτα και παραστατικά, πάντα με αυτή την εναλλαγή ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό, το ατομικό και το συλλογικό, το κοινωνικο-πολιτικό και το πολιτισμικό. Εκεί, για παράδειγμα, που διαβάζουμε αναλυτικά για τον διωγμό των Εβραίων στη χώρα μας, μας ξαφνιάζει αναπάντεχα και ευχάριστα το μελόδραμα της Φίνος Φιλμ (1943) «Η φωνή της καρδιάς», που λατρεύτηκε από το κοινό. Γιατί, όπως είπαμε: και τις πιο μαύρες και απελπιστικές στιγμές ο άνθρωπος θέλει να χαρεί τη ζωή. Και γεννά ασταμάτητα πολιτισμό, ακόμη και στις πιο ελαφρές, ψυχαγωγικές εκδοχές του.
Απελευθέρωση της Αθήνας
Καθώς το βιβλίο πλησιάζει στο τέλος του πολέμου (1945), διαβάζουμε για την απελευθέρωση της Αθήνας (1944), που γιορτάζει φέτος την 80ή της επέτειο. Προηγουμένως, θα έχουμε ανατριχιάσει από το τσουνάμι των πράξεων βίας και γενοκτονίας που σημάδεψαν τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Θα νιώσουμε, ακόμη, βαριά τη σκιά του ελληνικού Εμφυλίου (1944) αλλά και της ρίψης των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (1945). Το βιβλίο κλείνει με έναν ψυχρό, καταλυτικό απολογισμό των ανθρώπινων θυμάτων και των υλικών ζημιών και καταστροφών. Το «ποτέ πια» μοιάζει αυτονόητο, χωρίς να χρειάζεται να ειπωθεί.