Δυναμικά ξεκίνησε στις 13 Οκτωβρίου τη νέα του καλλιτεχνική περίοδο το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με μια «μεγάλη ορχήστρα», τη Βασιλική Φιλαρμονική του Λονδίνου, υπό τον Βασίλι Πετρένκο και με σολίστ τον Νοτιοκορεάτη Γιούντσαν Λιμ. Το πρόγραμμα περιελάμβανε την ορχηστρική Εισαγωγή «Καρναβάλι» του Ντβόρζακ, το δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο του Σοπέν και το «Κοντσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ.
Ο Λιμ, που το 2022, στα δεκαοκτώ του χρόνια, έγινε ο νεότερος νικητής του περίφημου διαγωνισμού πιάνου «Βαν Κλάιμπερν», είναι το νέο υπέρλαμπρο αστέρι από την Απω Ανατολή. Εχει ήδη εμφανιστεί με σημαντικές ορχήστρες υπό τη διεύθυνση κορυφαίων αρχιμουσικών και έχει υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο με ιστορική δισκογραφική εταιρεία. Εχει υμνηθεί για τις ερμηνείες του σε έργα Σοπέν, και Σοπέν έπαιξε επίσης στην Αθήνα. Πράγματι, ο ήχος του ήταν ακόμη πιο διαυγής, ακόμη πιο αέρινος απ’ ότι έχουμε συνηθίσει και η δεξιοτεχνία του πολύ πιο εντυπωσιακή. Αποδεικνύεται ότι υπάρχουν πάντοτε περιθώρια για «ακόμη πιο». Παραπέρα: τα λεπταίσθητα διανθίσματα της γραφής του Σοπέν στο δεύτερο μέρος του κοντσέρτου ακούγονταν με εξαιρετική καθαρότητα, παρά τη χαμηλόφωνη και ταχύτατη απόδοσή τους. Οι νότες ηχούσαν μία μία, αλλά ταυτόχρονα ήταν επίσης «δεμένες» μεταξύ τους. Ολα αυτά δεν γίνονταν μηχανικά, αλλά με πλαστικότητα και αποχρώσεις. Ηταν φανερό ότι ο Λιμ συναισθανόταν πως δεν πρόκειται για στοιχεία εντυπωσιακής πιανιστικής επίδειξης, για την οποία, φυσικά, διαθέτει όλα τα εφόδια, αλλά ότι αφορούν την έκφραση. Οτι δηλαδή αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της δραματουργίας της μουσικής. Ηταν όμως εξίσου φανερό ότι απομένει να κατακτηθεί άλλου είδους ωριμότητα, όχι μονάχα μουσική, ώστε να αποκαλυφθεί η συναισθηματική δύναμη της μουσικής και η εκφραστικότητά της, η οποία υπερβαίνει τις νότες.
Εξαιρετικά επιτυχημένη υπήρξε η συναυλία της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου.
Απ’ την πλευρά της, η διάσημη ορχήστρα επιβεβαίωσε τη φήμη της. Ηδη από την Εισαγωγή του Ντβόρζακ φάνηκε ο εξαιρετικά καλλιεργημένος ήχος της. Στη γεμάτη φως και χυμούς μουσική του Τσέχου συνθέτη εκτίμησε κανείς την ποιότητα κάθε ομάδας ξεχωριστά, των ξύλινων και χάλκινων πνευστών και, βέβαια, των εγχόρδων. Το «Κοντσέρτο για ορχήστρα» του Μπάρτοκ προσέφερε ακόμη μεγαλύτερες ευκαιρίες.
Ακούγοντας τη σχεδόν αχειροποίητη απόδοση των εγχόρδων, αναλογιζόταν κανείς εάν ποτέ ο Μπάρτοκ μπορούσε να φανταστεί τη μουσική του να αποδίδεται τόσο αβίαστα, με τόσο στρογγυλό ήχο, σχεδόν δίχως την παραμικρή αιχμή, με τόσο απίστευτα συντονισμένα έγχορδα, όπως στη αρχή του πέμπτου μέρους. Αναρωτιόταν κανείς, εξίσου, εάν αυτή η αισθητική τελειότητα θα άρεσε στον συνθέτη. Οπως και στην περίπτωση του Λιμ, ο θαυμασμός υπερίσχυε της έκφρασης. Ναι, πράγματι, η βαθιά μελαγχολία της «Ελεγείας», του κεντρικού μέρους του Κοντσέρτου, ωφελήθηκε από την εξαιρετική ποιότητα του ήχου. Αλλού όμως, όπως στο πρώτο και στο τελευταίο μέρος, έλειψαν η τραχύτητα και οι αιχμές που θα αναδείκνυαν ευκρινέστερα όχι μόνο την αρχιτεκτονική της σύνθεσης αλλά κυρίως όσα εκφράζει η μουσική. Προφανώς, καθένας κρίνεται στο επίπεδό του. Το δε συγκεκριμένο ήταν πάρα πολύ υψηλό.