«…γιατί η ζωή μου – η ζωή μου είναι… έχω μέσα μου μια τεράστια ζωή που δεν ξέρω ακόμα, μα που την αισθάνομαι πως, όποια κι αν είναι, όλο μικραίνει. Προπαντός όταν ξυπνάω καταλαβαίνω πως, όλο και γίνεται πιο μικρή και φοβάμαι πως θα τη χάσω έτσι που μικραίνει…».
«Η κασέτα» (1982)
Ο δραματικός μονόλογος του Παύλου, ηχογραφημένος στη μαγνητική ταινία της «Κασέτας», συμπυκνώνει με απλότητα το συναισθηματικό αδιέξοδο που βιώνουν τα δραματικά πρόσωπα της Λούλας Αναγνωστάκη. Η ζωή του Παύλου, περιστασιακά οικοδόμου στο επάγγελμα, είναι μια ζωή ψεύτικη και γι’ αυτό ονειρεύεται μια «άλλη» ζωή, την πραγματική, μακριά από την «κλεισούρα» του σπιτιού, την ασφυκτική μιζέρια της καθημερινότητας, την καταθλιπτική απόχρωση της ρουτίνας. Ολα ενοχλούν τον Παύλο, όλα τον καταπιέζουν, μόνο ένα «έρημο νταμάρι» είναι η σωτηρία του, το καταφύγιό του, και ο μικρός του αδελφός Γιωργάκης, το μόνο «δικό» του πρόσωπο, η αληθινή του αγάπη. Η φωνή του στο κασετόφωνο ηχογραφείται άλλοτε ήρεμη και γαλήνια, άλλοτε πιο έντονη, λιγότερο ήπια, πάντοτε με διακυμάνσεις.
Η Λούλα Αναγνωστάκη ξαφνιάζει τον σύγχρονο θεατή, καθώς ταράζει την αστική ηρεμία του και επαναπροσδιορίζει όλους τους όρους εμβάθυνσης στη διπλή ζωή των ηρώων της. Σε μια δραματική ανάπτυξη που βασίζεται απόλυτα στους όρους του κοινωνικού ρεαλισμού, με άξονα τη συνθετική, σχεδόν φωτογραφική, αναπαράσταση του μεταπολιτευτικού πλαισίου, εγγράφεται στην «Κασέτα» ένας δραματουργικός διάλογος ανάμεσα σε δύο βιωμένους χρόνους (παρελθόν-παρόν) και δύο βιωμένους χώρους (μέσα-έξω) άλλοτε κυριολεκτικούς και άλλοτε αλληγορικούς.
Το κασετόφωνο ως κύριο δραματουργικό εύρημα είναι ένα μέσο καταγραφής των σκέψεων του ήρωα, αλλά και ένα μέσο σύνδεσής του με τον έξω κόσμο, ένα συνεκτικό νήμα ανάμεσα στο πρόσωπο του Παύλου ως είδωλο και στον αληθινό του εαυτό. Η κασέτα έχει αποθηκεύσει, εν είδει ημερολογιακών σημειώσεων, όλες τις μυστικές όψεις της ζωής του Παύλου και η ζωή του ανήκει έξω, στην πόλη. Αλλωστε και στην «Κασέτα», η «Πόλη» της Αναγνωστάκη είναι υπαρκτή. Η πόλη των χαμένων ονείρων, των απωλειών και της απουσίας, η πόλη των χαμένων ερώτων, η αδιέξοδη πόλη της μοναξιάς και της ματαίωσης, η στοιχειωμένη πόλη του μετεμφυλιακού εφιάλτη.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθέτησε δυναμικά την «Κασέτα», με ουσιαστική γνώση των ατμοσφαιρικών συντεταγμένων του οικογενειακού αυτού δράματος. Εδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον αυτοκαταστροφικό αγώνα του Παύλου, έναν αγώνα εξόντωσης του ίδιου του εαυτού. Ερμήνευσε ο ίδιος την εμμονική προσήλωση του Παύλου σε μια παραληρητική ιδέα, ότι ο Τούρκος εθνικιστής που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα ήταν συμμαθητής του, και εμβάθυνε σκηνοθετικά στον ιδιόρρυθμο τρόπο συνεχούς επανακαταγραφής και αναπαραγωγής στην κασέτα αυτής της πεποίθησης του βασικού ήρωα.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης εμβάθυνε στην ουσία του δραματουργικού κώδικα των δύο επιπέδων «μέσα-έξω», που είναι διαρκώς παρών στο έργο της Αναγνωστάκη.
Ο Καρατζογιάννης είναι ένας σκηνοθέτης που εργάζεται με σοβαρότητα, συνέπεια και αφοσίωση στο είδος της νεοελληνικής δραματουργίας. Στην περίπτωση όμως της «Κασέτας» εργάστηκε με ένα σημαντικό εφόδιο: την ουσιαστική γνώση του συνόλου της δραματουργίας του έργου της Αναγνωστάκη, την εμβάθυνση στην ουσία του δραματουργικού κώδικα των δύο επιπέδων «μέσα-έξω».
Σκηνοθέτησε τα τέσσερα ζευγάρια των δραματικών προσώπων, τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες, ακολουθώντας τις φωνές και τις σιωπές τους, δίνοντας έμφαση στην αντιστικτική λειτουργία των συγκρούσεων μεταξύ τους. Σημαντικό πλεονέκτημα της παράστασης ήταν η ενότητα ύφους σε όλα τα επίπεδα σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας και υποκριτικής.
Οι φωτισμοί του Αγγελου Παπαδόπουλου ανέδειξαν τις αποχρώσεις ενός φωτογραφικού ρεαλισμού. Τα σκηνογραφικά και ενδυματολογικά στοιχεία του Αγγελου Αγγελή, εναρμονισμένα απολύτως με το κλίμα της εποχής.
Ολες οι ερμηνείες ευθυγραμμισμένες με τον ρυθμό του ρεαλισμού, σκιαγράφησαν λεπτομερείς χειρονομίες και μορφασμούς, απομακρυσμένες ωστόσο από τον κίνδυνο ηθογραφικής περιγραφής των ρόλων ή των ψυχογραφικών υπερβολικών εκδηλώσεων ενός επιφανειακού μελοδραματισμού. Ο σκηνοθέτης απέφυγε επιδέξια όλες τις παγίδες της φωτογραφικής αναπαράστασης του ρεαλιστικού πλαισίου. Η Σμαράγδα Σμυρναίου ήταν μια υπέροχη Μαρίτσα, που μπαινόβγαινε στη σκηνή με άρτια τεχνική και ώριμη υποκριτική ιδιοσυγκρασία. Ο Γιάννης Τσουμαράκης στον ρόλο του μικρού αδελφού και ο Γιώργος Δεπάστας στον ρόλο του Σπύρου απέδωσαν δυνατές στιγμές σε ρόλους ιδιαίτερης δραματουργικής υφής, το ίδιο και η Ερμίνα Κυριαζή στον ρόλο της λαϊκής Καίτης.
Στο κλειστό σύμπαν ενός οικογενειακού μικροαστικού δράματος, ο ήχος ενός όπλου σφραγίζει την εμφύλια σύγκρουση της παλαιότερης με τη νεότερη γενιά και η παλιά διένεξη αριστερών – δεξιών του Εμφυλίου παραχωρεί τη θέση της στις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις.
Στην «Κασέτα», ο ήχος της καραμπίνας ακούγεται στο φινάλε τρομακτικός. Οι ιψενικές και τσεχοφικές πινελιές των οικογενειακών δραμάτων χρωματίζουν την αυτοκτονία του Παύλου, ενός δραματικού προσώπου που μπέρδεψε τη «μικρή» ζωή με την «τεράστια», οραματίστηκε να ξεφύγει από τη συμβατική, ανέμπνευστη ζωή του και ύστερα από αλλεπάλληλους συμβιβασμούς παραιτείται και αυτοκτονεί. Οι τελευταίες ατάκες της κασέτας ακούγονται καθώς δεν έχει σταματήσει καθόλου η αναπαραγωγή της φωνής, ώσπου να σβήσουν τα φώτα και να απλωθεί το «απόλυτο σκοτάδι».
*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – ∆ραματολογίας ΑΠΘ.