Κουβαλάω τη χαμένη πατρίδα μου

Η Ραφίκα Σαουίς μιλάει για τη συνεργασία της με το La MaMa, τη δουλειά της στο εξωτερικό και την ελληνοσυριακή καταγωγή της

7' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθημερινά ξυπνάει στις επτά το πρωί. Το πρόγραμμά της είναι πάντα γεμάτο. Και παρότι το προηγούμενο βράδυ είχε επιστρέψει από το Östgötateatern της Σουηδίας όπου σκηνοθέτησε «Το τέρας» της Αλεξάνδρας Βουτζουράκη –ένα έργο που καταπιάνεται με τις πατριαρχικές σκιές στην αρχαία τραγωδία–, ήταν έτοιμη να μιλήσει για τη νέα της πρόκληση.

Η ηθοποιός και σκηνοθέτις Ραφίκα Σαουίς είναι η πρώτη Ελληνίδα την οποία κάλεσε το La MaMa στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσει τη δουλειά της. Η παράσταση «Αγαμέμνων: ο κύκλος του αίματος» που διασκεύασε, σκηνοθέτησε και θα ερμηνεύσει στην έδρα του θεάτρου, σε μια καινούργια, σύγχρονη απόδοση της ομώνυμης τραγωδίας του Αισχύλου, ανεβαίνει στις 14 Νοεμβρίου και για δύο εβδομάδες ως σύγχρονο πολιτικό θρίλερ. Μετά τις ΗΠΑ θα ακολουθήσει περιοδεία με πολλούς σταθμούς, ανάμεσά τους και την Αθήνα, στο θέατρο «Ακροπόλ». Ομως οι ειδήσεις για την 38χρονη δημιουργό δεν έχουν τέλος. Τον Ιανουάριο του 2025 θα εμφανιστεί στη σειρά «The Second Attack» που θα προβληθεί στο ARD της Γερμανίας, σε σκηνοθεσία της Barbara Eder. Εκεί η Ραφίκα υποδύεται μια Ιρακινή.

Οσο μιλάει για τη δραστηριότητά της αυτά τα 20 χρόνια, έχεις την αίσθηση ότι είναι διαρκώς με μια βαλίτσα στο χέρι. Αγγλία, ΗΠΑ, Γερμανία, Μεξικό, Πουέρτο Ρίκο, Νορβηγία, Σουηδία είναι ορισμένοι σταθμοί μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στο ΕΚΠΑ (τμήμα Φιλολογίας και Γλωσσολογίας) και τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. «Εφυγα τρέχοντας γιατί αισθανόμουν ότι υπήρχαν πολλές ελλείψεις στην εποχή μου», λέει στην «Κ» και προσθέτει ότι «στη δραματική σχολή υπήρχαν φωτεινοί άνθρωποι, υπήρχαν όμως και σκοτεινοί. Πήγα Αγγλία, μετά με υποτροφία στην Αμερική, επέστρεψα το 2012, την εποχή που πολιτιστικά είχαν κάπως ανοίξει τα σύνορα ειδικά στη διακαλλιτεχνική πρακτική και είχα την τύχη να ταξιδέψω με τις δικές μου περφόρμανς».

Το La MaMa και την ιδρύτρια του Ελεν Στιούαρτ θαύμαζε από το 1999 όταν είδε τις «Τρωάδες» που παρουσίασε η ομάδα της στο Θέατρο Πέτρας. Πώς προέκυψε η δική της συνεργασία; Το 2019 όταν παρουσίασε το έργο της «Europeana» στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής –συμπαραγωγή της Λυρικής και των βραβείων – Υποτροφίας Ιψεν–, η παραγωγή επρόκειτο να παρουσιαστεί στις ΗΠΑ αλλά ακυρώθηκε λόγω πανδημίας. Πριν από ένα χρόνο την ενθάρρυναν να προχωρήσει στη διασκευή του Αγαμέμνονα. «Γενικά δουλεύω με ένα έργο κλασικό και δημιουργώ μια παράλληλη μυθοπλασία και θεατρική πραγματικότητα».

Πολιτική πλεκτάνη

Ο δικός της Αγαμέμνονας είναι ιδωμένος από τη μεριά της Κλυταιμνήστρας. «Ολη η ιστορία λειτουργεί όπως και στην αρχαία τραγωδία με σύμβολα. Για μένα η Κλυταιμνήστρα είναι ο αποκλεισμένος άνθρωπος που εκφράζει τη γενιά μου και γενικότερα την εποχή μου. Προσπαθεί να αλλάξει την πολιτική δομή, να ρίξει από την εξουσία τον Αγαμέμνονα αλλά στην ουσία γίνεται θύμα του Αιγίσθου και των φιλοδοξιών του. Το έργο αυτό είναι οι σκέψεις μου πάνω στη φύση του πολέμου», λέει και θυμίζει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πόλεμο στη Συρία.

Κουβαλάω τη χαμένη πατρίδα μου-1
Ραφίκα Σαουίς και Κρις Ραντάνοφ στους ρόλους της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου στον «Αγαμέμνονα».

Η Ραφίκα Σαουίς έχει πολλούς λόγους να θυμάται όχι μόνο εξαιτίας της ελληνοσυριακής καταγωγής της. «Οταν έγινε ο πόλεμος και άρχισε το πρώτο προσφυγικό κύμα στα σύνορα, πήγα στη Μυτιλήνη και στον Εβρο. Ενας πόλεμος πυροδοτείται πάντα από τη δίψα του κέρδους και της επέκτασης, κάτι που δυστυχώς είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης».

Το σκηνικό της παράστασης στη Νέα Υόρκη στηρίζεται σε οκτώ μόνιτορ και μια μιντιακή εγκατάσταση. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις εξηγεί ότι ο κεντρικός προτζέκτορας θα δείχνει τους θεατές που κάθονται απέναντι, έτσι ώστε να βλέπουν τον εαυτό τους επί σκηνής, σαν να είναι μέρος της πραγματικότητας που ζούμε. Τα μόνιτορ συνθέτουν μια ολόκληρη δραματουργία εικόνων και σκηνών που είναι είτε αρχειακό υλικό είτε μυθοπλαστικό, το οποίο γυρίστηκε με τους Μάνο Βακούση, Κρις Ραντάνοφ, Σαμουήλ Ακινόλα. «Τα διαφορετικά μόνιτορ που το καθένα αποδομεί ένα κομμάτι της πραγματικότητας, δηλώνουν ότι ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας και της αποσπασματικής πληροφορίας, των σόσιαλ μίντια και της οθόνης που είναι προέκταση του εαυτού μας, ότι η προσοχή μας πλέον είναι μικρότερη από αυτή του χρυσόψαρου».

Οταν άρχισε το πρώτο προσφυγικό κύμα, πήγα στη Μυτιλήνη και στον Εβρο. Στη Μόρια είδα την καταδίκη της ζωής του πρόσφυγα. Σ’ αυτόν τον δρόμο χάθηκαν πάνω από 100.000 παιδιά.

Στην επίσημη ιστοσελίδα του, το La MaMa συστήνει τη Ραφίκα Σαουίς ως βραβευμένη ηθοποιό και δημιουργό που ασχολείται με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, «γνωστή για την εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, του φύλου και της μετα-αποικιοκρατίας». «Στο θέατρο ακόμη και ένα μπουλβάρ μπορεί να έχει πολιτική θέση και σκέψη», απαντά. Δηλώνει πολιτικοποιημένη και υπογραμμίζει ότι «στο θέατρο, την τέχνη γενικότερα δεν μου αρέσει ο διδακτισμός, με εκνευρίζει το πατρονάρισμα. Η ζωή μας, ο τρόπος που συνυπάρχουμε, που επιλέγουμε να διάγουμε την ημέρα μας, είναι μια πολιτική πράξη».

Ποια είναι η πιο τραυματική εμπειρία που βίωσε όταν πήγε να βοηθήσει τα ασυνόδευτα παιδιά; «Στη Μόρια είδα την καταδίκη της ζωής του πρόσφυγα. Ως ηθοποιός αυτό που μπορούσα να κάνω ήταν να βοηθήσω στην ψυχαγωγία τους αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Προσπάθησα να καταλάβουν ότι δεν ήταν φυλακισμένα, όπως νόμιζαν. Ηταν κλειδωμένα με φύλαξη μέχρι να πάρουν τα χαρτιά τους, να μπορέσουν να πάνε σε μια δομή. Σ’ αυτόν τον δρόμο χάθηκαν πάνω από 100.000 παιδιά. Προσπάθησα να καθησυχάσω τον φόβο τους, να εξηγήσω ότι η αναμονή ήταν λόγω της γραφειοκρατίας. Επίσης, προσπαθήσαμε να μάθουν τα δικαιώματά τους σε μια ξένη χώρα, πώς πρέπει να κινηθούν και τι να αποφύγουν. Ανάμεσά τους ήταν μωρά 8 μηνών και νέοι έως 17 ετών. Ηταν πολλές τραυματικές ιστορίες σαν μια ανοιχτή πληγή».

Το χαμένο κομμάτι

Πολιτικός εξόριστος ήταν ο παππούς της, ο οποίος πήρε την οικογένειά του από τη Συρία και έφυγε στην Αγγλία. «Την επόμενη μέρα συνέλαβαν τον αδελφό του και τον έριξαν σε ένα μπουντρούμι. Ενώ όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, εκείνος εμφανίστηκε στο κατώφλι της γυναίκας του μετά από 40 χρόνια!».

Στην Αγγλία όπου έμεινε ο πατέρας της γνωρίστηκε με τη μητέρα της σε μια επίσκεψή της στο Λονδίνο. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και διάλεξαν να μείνουν στην Ελλάδα. Η Ραφίκα δεν πήγε ποτέ στη Συρία, «αλλά κουβαλάω το στοιχείο της χαμένης πατρίδας. Είναι καθαρό μέσα μου ότι ένα κομμάτι μου είναι στην Ελλάδα και ένα άλλο στη Συρία. Ωστόσο είναι ένα χαμένο κομμάτι. Είναι πληγή μέσα μου γιατί είναι η πατρίδα του πατέρα μου που δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει, αλλά ούτε εγώ να την επισκεφτώ».

Το όνομα Ραφίκα σημαίνει συντρόφισσα, δηλαδή φίλη, εξηγεί και γελάει σαν θυμάται την αντίδραση των συμμαθητών της στο άκουσμά του. Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στου Ζωγράφου, ήταν συνεσταλμένο παιδί με λίγους φίλους που κατασκεύαζε κόσμους στο δωμάτιό της. «Ενα παιδί όταν κοινωνικοποιείται δεν θέλει να είναι στο επίκεντρο της προσοχής, είναι δύσκολο να λες το όνομά σου και να γυρίζουν 30 κεφαλάκια. Το επίθετό μου δεν ενόχλησε ποτέ, γιατί το Σαουίς, έχει γαλλική ρίζα, άλλωστε η Συρία ήταν και γαλλική αποικία. Αν έλεγα το δεύτερο όνομά μου, Ελένη Σαουίς, θα περνούσα ως εντελώς Ελληνίδα, φυσικά είμαι Ελληνίδα. Ξέρετε στην Ελλάδα των ’90s για κάποιους η αραβική καταγωγή σήμαινε ότι έχεις και μια πετρελαιοπηγή. Δεν σε αντιμετώπιζαν υποτιμητικά, αντίθετα σαν να ήσουν κόρη του σεΐχη. Αυτό το βλέπουμε στη μυθοπλασία. Ομως, όταν άρχισε η προσφυγική κρίση, οι ερωτήσεις ήταν επίπονες: “πότε έμαθες τόσο καλά ελληνικά;”».

Στις θεατρικές ομάδες βρήκε τον εαυτό της. «Οταν είχα να αναμετρηθώ με την ιστορία κάποιου άλλου, απελευθερωνόμουν». Επηρεάστηκε όμως και από τον αδελφό της, τον εικαστικό Μιχάλη Αργυρού με τον οποίο τους χωρίζουν 17 χρόνια. «Μεγαλώσαμε μαζί και δουλεύουμε μαζί, και τώρα. Ο μπαμπάς ασχολείται με τα οικονομικά, η μαμά με τα νομικά, είναι ανοιχτοί άνθρωποι, τους χρωστάμε ότι δεν μας είπαν πώς να ζήσουμε παρά μόνο να διαλέξουμε αυτό που μας κάνει χαρούμενους και να μπορούμε να επιβιώσουμε μ’ αυτό».

Αραγε καμαρώνουν για την εξέλιξή της, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τις βραβεύσεις της, ότι καταπιάνεται με πολλά; Εδώ και ένα χρόνο η Ραφίκα ανέλαβε και την καλλιτεχνική διεύθυνση του «Μικρού Γκλόρια». Ενός θεάτρου 90 θέσεων που βρίσκεται στην καρδιά των εμπορικών θεάτρων της Αθήνας, αλλά εστιάζει σε νέες ελληνικές δραματουργίες και εναλλασσόμενο πρόγραμμα. Το κοινό θα ξαναδεί φέτος το «Μίξερ» της Ζέτης Φίτσιου, τις «Στρακαστρούκες» του Δ. Σαμόλη μαζί με νέο ρεπερτόριο, αλλά και «Το τέρας» της Αλ. Βουτζουράκη που ανέβηκε σε σκηνοθεσία της συνομιλήτριάς μας, στο Östgötateatern στη Σουηδία.

«Οι γονείς μου αντιλαμβάνονται τον κόπο πίσω απ’ αυτά. Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι σαν το τρενάκι του τρόμου και αν είσαι γυναίκα και σε λένε και Ραφίκα, ακόμη και αν το έργο σου έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό, εδώ, πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Κάνουμε αυτό που αγαπάμε, αλλά από πίσω κρύβεται πολύς κόπος».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT