Οταν μάθαμε ότι η «Δαχομέη», ένα περίπου ωριαίο ντοκιμαντέρ της Ματί Ντιόπ για την επιστροφή ορισμένων κλεμμένων τεχνουργημάτων από τη Γαλλία στο σημερινό Μπενίν, κέρδισε τη φετινή Χρυσή Αρκτο του Βερολίνου, αρχικά απορήσαμε. Με μόλις μία μεγάλου μήκους ταινία στο ενεργητικό της, το μυθοπλαστικό «Aτλαντικοί» (2019), η 42χρονη Γαλλίδα κινηματογραφίστρια, με καταγωγή από τη Σενεγάλη, έκανε ένα πολύ διαφορετικό φιλμ με ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, το οποίο κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες. Οπως λέει στην «Κ», το ντοκιμαντέρ γεννήθηκε μέσα της με έναν φυσικό τρόπο. «Οταν άκουσα για πρώτη φορά τον όρο “αποκατάσταση” το 2017, έγραφα ακόμα την ταινία “Ατλαντικοί”. Ως κινηματογραφίστρια αφρικανικής καταγωγής ένιωσα να με αφορά άμεσα. Αν και οι ανακοινώσεις του Εμανουέλ Μακρόν στην Ουαγκαντούγκου (σ.σ. αναφέρεται στην ομιλία του Γάλλου προέδρου στο Πανεπιστήμιο της Μπουργκίνα Φάσο το 2017) ήταν κατά τη γνώμη μου μπερδεμένες, το πρότζεκτ για “τον επαναπατρισμό της αφρικανικής πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα σε πέντε χρόνια” ήταν ένα σοκ. Με θλίψη συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φανταστεί την πιθανότητα κάτι τέτοιο να συμβεί κατά τη διάρκεια της ζωής μου, ίσως επειδή είχα παραιτηθεί από την ιδέα», μας λέει η Ντιόπ.
Επαναπατρισμός
«Αρχικά», εξηγεί, «οραματίστηκα μια ταινία που θα χρονογραφούσε την επική περιπέτεια ενός αντικειμένου, από τη λεηλασία του στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την επιστροφή του στο μέλλον, το 2075. Επρεπε να το προεκτείνω στο μέλλον απλώς γιατί μου φαινόταν απίθανο οι όποιες αποκαταστάσεις να γίνουν σύντομα ή ότι θα ζούσα για να δω ένα τέτοιο ιστορικό κεφάλαιο». Η ομάδα των παραγωγών είχε στραμμένη την προσοχή της στον Τύπο, όταν ξαφνικά ανακοινώθηκε ότι 26 βασιλικοί θησαυροί από τη Δαχομέη (Μπενίν) επιλέχθηκαν για επαναπατρισμό στις 10 Νοεμβρίου 2021.
«Η λεηλασία δικαιολογήθηκε στο όνομα της διατήρησης της τέχνης για όλη την ανθρωπότητα», λέει στην «Κ» η σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «Δαχομέη».
Αν και ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία, οι παράλληλες γραμμές επαναπατρισμού των τεχνουργημάτων του Μπενίν και του ελληνικού αιτήματος επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εμφανείς και έτσι ζητήσαμε τη γνώμη της Ντιόπ για το θέμα που συζητείται διεθνώς. «Δεν είμαι πολύ αισιόδοξη, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα που επικρατεί τώρα στην Ευρώπη. Από την άλλη, πρέπει πάντα να έχουμε ελπίδες, και αισθάνομαι ότι η ταινία βοηθά περισσότερους ανθρώπους να μάθουν για αυτά τα ζητήματα και ίσως να αρχίσουν να τα βλέπουν υπό διαφορετικό πρίσμα. Η λεηλασία δικαιολογήθηκε στο όνομα της διατήρησης της τέχνης για όλη την ανθρωπότητα. Το επιχείρημα ήταν ότι οι μη δυτικοί λαοί δεν ενδιαφέρονταν για την έννοια της διατήρησης της πολιτισμικής κληρονομιάς. Η Δυτική Ευρώπη ανέθεσε στον εαυτό της την αποστολή της συντήρησης, προστασίας και μετάδοσης του πολιτισμού, βασισμένη σε μια ευρωκεντρική ιστορία τέχνης και γενικότερης χαρτογράφησης του κόσμου· αυτή η ιδέα έχει αρχίσει να αλλάζει».
Θησαυροί μιλούν
Στην ταινία της, το ίδιο το άγαλμα του παλιού βασιλιά της Δαχομέης αφηγείται την ιστορία του μαζί με εκείνη (την αιματοβαμμένη) του τόπου. «Η απόφαση να κινηματογραφήσουμε τους θησαυρούς σαν χαρακτήρες, με τη δική τους προοπτική και υποκειμενικότητα, μας επέτρεψε να διατηρήσουμε μια ισχυρή εστίαση, ενώ ταυτόχ ρονα συλλαμβάνουμε άλλες διαστάσεις που ήθελα να γίνουν απτές στον θεατή. Πριν πάντως σκεφτώ την ιδέα να βάλουμε τα αντικείμενα να μιλούν, ήθελα αρχικά να δημιουργήσουμε τη σιωπή τους, κάτι το οποίο κάναμε στο μοντάζ ήχου όσο πιο έντονα μπορούσαμε. Μου φάνηκε ο πιο εύγλωττος τρόπος, ώστε να αποκαταστήσουμε τη δύναμή τους, ενώ παράλληλα επικαλούμαστε τις πιο μυστικές, σκοτεινές και απαραβίαστες πτυχές τους. Πίσω στο έδαφος του Μπενίν, τα αντικείμενα ανοίχθηκαν σε νέες διαστάσεις. Μέσα από τις παρατηρήσεις για την “κατάστασή” τους, που διαβάζονται από την επιμελήτρια Καλίξτε Μπάια, ένα κομμάτι της ιστορίας τους αποκαθίσταται μέσα από τα σημάδια του χρόνου. Την ίδια στιγμή, οι άνθρωποι που τα παρατηρούν, εκείνοι που τα φυλάνε και τους μιλούν, ίσως επίσης ανακαλύπτουν ξανά μέρη του εαυτού τους», σημειώνει η Ντιόπ.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του ντοκιμαντέρ της είναι η φορτισμένη συζήτηση ανάμεσα σε φοιτητές, την οποία εκείνη διοργάνωσε στο Πανεπιστήμιο του Μπενίν, πάνω στο ζήτημα της επιστροφής των θησαυρών. «Η αποκατάσταση αφρικανικών τεχνουργημάτων που εκλάπησαν κατά την περίοδο της γαλλικής αποικιοκρατίας αφορά πρώτα από όλους τις νεότερες γενιές Αφρικανών, των οποίων οι φωνές δεν είχαν ακουστεί μέχρι στιγμής, αλλά αντιθέτως τις είχαν οικειοποιηθεί πολιτικοί κύκλοι ή εγκλωβίσει στο ακαδημαϊκό πεδίο. Ηταν αναγκαίο να μετακινήσουμε όλο το ζήτημα από την κορυφή στη βάση, να δημιουργήσουμε έναν χώρο που ίσως επέτρεπε στους νέους να θεωρήσουν αυτή την αποκατάσταση μέρος της ιστορίας τους και να την επανεκτιμήσουν. Επέλεξα μια τοποθεσία που έμοιαζε πολύ δυναμική οπτικά με τη διάταξη των καθισμάτων, σαν αγορά. Υπήρχε μια ολόκληρη λίστα ερωτήσεων που ήθελα να κάνω σε αυτούς τους νέους και πρώτα από όλα: “Πώς μετράς την απώλεια ενός πράγματος αν δεν έχεις καν συνειδητοποιήσει ότι το έχασες;”».